Το υπερχιλιετές χρυσό νόμισμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
12/07/2020Το σύστημα του βυζαντινού χρυσού νομίσματος κατέρρευσε μετά το 1204 και την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς. Στην Ευρώπη, το πρώτο λόγο για την ρύθμιση του λόγου αυτού απέκτησε το κράτος με την μεγαλύτερη παραγωγή του εκάστοτε μετάλλου. Μέχρι το 1666 και την έναρξη των ιδιωτικών κοπών, οι μονάρχες αυξομοίωναν ραγδαία την ισοτιμία ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Π.χ. στην Γαλλία η ισοτιμία ήταν 20:1 το 1313 και 1:1 το 1359.
Μετά το 1666 την ισοτιμία όριζαν τα νομισματοκοπεία (del Mar 1901, 64). Υπό αυτό το καθεστώς, νέες ανακαλύψεις ενός μετάλλου δεν έριχναν την τιμή του, αλλά αντιθέτως την ανέβαζαν, καθώς αυτό σήμαινε και μεγαλύτερο κέρδος για το κράτος που διαχειριζόταν τις νέες ποσότητες. Δηλαδή, η ρύθμιση δεν γινόταν βάσει του κόστους εξόρυξης και «κανόνων της αγοράς» —με το σπανιότερο να είναι ακριβότερο— αλλά αντιστρόφως, βάσει του οικονομικού συμφέροντος και νομοθετικά: το αφθονότερο ορίζεται ως πιο ακριβό στις τιμές των κρατικών νομισματοκοπείων.
Έτσι, π.χ. το 1546 η Ισπανία ανατίμησε τον χρυσό από το 10,755:1 στο 13,33:1, θεωρώντας ότι ο θησαυρός της Αμερικής θα ήταν κυρίως χρυσός, και ξανά το 1641 στο 14:1. Όταν η Πορτογαλία είχε αποκτήσει τεράστιες ποσότητες χρυσού, ήταν η σειρά της να ανατιμήσει τον χρυσό το 1668, από το ισπανικό 14:1 στο 16:1.
Όταν τα κοιτάσματα της Βραζιλίας άρχισαν να εξαντλούνται, η λεηλασία των ορυχείων αργύρου του Ποτοζί έδωσε και πάλι στην Ισπανία κυρίαρχη θέση, επιτρέποντάς της να ανατιμήσει τον άργυρο το 1775 από το 16:1 στο 15,5:1. Μόνο μετά το 1867 αναπτύχθηκε μια αγορά χρυσού και αργύρου όχι άμεσα σχετιζόμενη με τις κρατικές τιμές νομισματοκοπείου (del Mar 1901, 63-64).
Ένα ιερό κρατικό προνόμιο
Όμως η παραπάνω διαδικασία δεν έλαβε χώρα αμέσως. Καθ’ όλη την περίοδο μέχρι το 1204 εντύπωση προκαλεί η σπανιότητα χρυσών νομισμάτων από τα ευρωπαϊκά βασίλεια. Κατά τον del Mar αυτό αντανακλούσε τον σεβασμό των Χριστιανών βασιλέων στο ιερό προνόμιο το οποίο μονοπωλούσε ο –Χριστιανός– Ρωμαίος Αυτοκράτορας, και το οποίο είχε κληρονομήσει από τον –παγανιστή– Ιούλιο Καίσαρα. Μάλιστα θεωρεί ότι αυτό το προνόμιο σχετίζεται με τον ιερό χαρακτήρα που προσέδιδαν στον χρυσό πολλοί παλαιότεροι πολιτισμοί, επιφυλάσσοντας το προνόμιο της κοπής νομισμάτων στα εκάστοτε ιερατεία. Αυτή η άποψη δίνει μια διαφορετική οπτική της κρατικής θεωρίας του χρήματος, συμπεριλαμβάνοντας στην κρατική εξουσία, μαζί με τον κοσμικό άρχοντα και το ιερατείο.
Μελετώντας τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο, τον Προκόπιο Καισαρέα, τον Θεοφάνη Ομολογητή και τον Ιωάννη Ζωναρά, ο del Mar εξηγεί ότι ακόμη και μετά την πρώτη άλωση του 1204, οι Δυτικοί ηγεμόνες παρέμεναν εξαιρετικά διστακτικοί στο να παραβούν το αποκλειστικό προνόμιο κοπής χρυσών νομισμάτων. Τα πρώτα μη Βυζαντινά χρυσά νομίσματα ευρείας κυκλοφορίας φαίνεται να κόπηκαν δύο δεκαετίες μετά την Άλωση, το 1225, και ήταν το δουκάτο του Αλφόνσου Θ’ της Λεόν, το aureus του Φρεδερίκου Β’ του Αμάλφι (Νάπολη) και το δουκάτο του Σάντσο Α’ της Πορτογαλίας. Μέχρι το 1496 ο del Mar αναφέρει μόνον άλλες 22 κοπές χρυσών νομισμάτων ανά την Ευρώπη (del Mar 1901, 76–77).
Στις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος ηγεμόνας παρέβαινε το μονοπώλιο της κοπής χρυσών νομισμάτων, όπως π.χ. οι Μεροβίγγειοι βασιλείς, αυτό γινόταν με την άδεια του Αυτοκράτορα (τα χρυσά νομίσματα του Clovis, Clodomir, Childebert Α’, Clothaire A’ έφεραν το ομοίωμα του Αυτοκράτορα Αναστασίου Α’), ειδάλλως αποτελούσε έμπρακτη δήλωση ανυπακοής και ανεξαρτησίας. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν του Μεροβίγγειου Theudebert Α’ το 540 μ.Χ. (επί Ιουστινιανού Α’) (del Mar 1901, 61), του Βησιγότθου Leovigild και του γιου του Hermenegild περί το 580 μ.Χ. (επί Τιβερίου Β’).
Στην περίπτωση του Άραβα Χαλίφη Αμπντ Αλ-Μαλίκ το 692 μ.Χ. ο Ιουστινιανός Β’ κήρυξε πόλεμο διότι ο χαλίφης πλήρωσε τον φόρο υποτέλειας σε χρυσό νόμισμα ισοβαρές, αλλά με την δική του αναπαράσταση, με το σπαθί τραβηγμένο και με επίκληση στον Αλλάχ στα αραβικά (del Mar 1901, 75).
Η ζηλότυπη υπεράσπιση του αποκλειστικού προνομίου κοπής χρυσού νομίσματος ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την ισχύ και μακροβιότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατ’ επέκταση, η μέχρι κεραίας υπεράσπιση και του παραμικρού οικονομικού προνομίου είναι δείκτης της ζωτικότητας ενός κράτους και της θέλησης της άρχουσας τάξης του να το υπερασπισθεί. Αν θα θέλαμε μια αναλογία για τον σύγχρονο κόσμο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ΑΟΖ σήμερα είναι για μας ό,τι ήταν το χρυσό νόμισμα για το Βυζάντιο: αν το προνόμιο της ΑΟΖ δεν το υπερασπισθούμε ζηλότυπα και εμπράκτως, θα σημάνουμε την θέλησή μας να πάψουμε να υπάρχουμε.