Η επιστροφή στην αγνότητα του ταξιδιού – Τουρίστες και πλάνητες
10/08/2020Ο ταξιδιώτης ταξιδεύει. Είτε πραγματικά, είτε με το νου. Οι περισσότεροι θέλουμε να ταξιδεύουμε. Να ταξιδεύουμε όλο και πιο πολύ, για να γνωρίσουμε τον κόσμο και μέσα από αυτόν τον εαυτό μας, αλλά και τους άλλους. Η συνάντηση με το άλλο, το καινούργιο, το απρόσμενο είναι που μας ωθεί στην αφήγηση της εμπειρίας.
Αυτή η διάσωση της ταξιδιωτικής εμπειρίας είναι μια εσωτερική υπόθεση που συχνά, για να μην πούμε σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να κοινοποιηθεί, να μεταδοθεί, να διασωθεί. Παλιά ήταν οι γκραβούρες των ταξιδιωτών, αργότερα τα σκίτσα και οι ακουαρέλες, μετά οι cart postal, οι επιστολές, οι φωτογραφίες, οι βιντεοκάμερες και τώρα τα κινητά τηλέφωνα που τραβάνε φωτογραφίες 8 megapixel και ολιγόλεπτα βίντεο…
Ο Πολωνός κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman ξεχωρίζει τους ανθρώπους της μετανεωτερικής εποχής μας σε δύο μεγάλες ομάδες: τους τουρίστες και τους πλάνητες, διευκρινίζοντας ότι «οι τουρίστες και οι πλάνητες είναι μεταφορείς της σύγχρονης ζωής», γιατί «μπορεί να είναι κανείς (και συχνά όντως είναι) τουρίστας ή πλάνητας χωρίς καν να ταξιδεύει σωματικά» (Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος /συγγραφέας).
Ως τουρίστες ορίζει ο τους ανθρώπους που ξεκινάνε τα ταξίδια τους με δική τους επιλογή και με τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να επιστρέψουν στο σπίτι τους, ενώ οι πλάνητες είναι όσοι βρίσκονται σε κίνηση επειδή κάποια δύναμη τους ξερίζωσε απ’ τον τόπο τους και τους έσπρωξε στην περιπλάνηση. Αξίζει, αν μη τι άλλο, να συγκρατήσουμε από τη διάκριση αυτή την κεντρική θέση που δίνει στην περιπλάνηση ο Bauman, θεωρώντας ότι το ταξίδι νοηματοδοτεί κάθε διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης.
Βεβαίως, υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως κάποιες φυλές που ζουν στη ζούγκλα του Αμαζονίου, ή στα βάθη της Αφρικής, που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Άλλωστε, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, ακόμη και σε σύγχρονες κοινωνίες, ακόμη και στην αμερικάνικη, δεν ταξιδεύουν και μένουν ερμητικά κλεισμένοι, από δική τους εσωτερική επιλογή, σε ένα τόπο.
Ο ταξιδιώτης της πολυθρόνας
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν πήγαινα στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού (προ τηλεόρασης), είχε πέσει στα χέρια μου, ένα μικρό βιβλιαράκι με κίτρινο εξώφυλλο και τίτλο “Ταξίδια στις πέντε ηπείρους”, το οποίο έπαιξε, πιστεύω, καταλυτικό ρόλο στην διαμόρφωσή μου. Με έκανε ονειροπόλο… μαζί με το θέατρο της Κυριακής, της Δευτέρας και της Τετάρτης.
Στην ουσία, στην εποχή μας οι περισσότεροι ξεκινάμε ως φανταστικοί ταξιδιώτες μέσα από κάποιο βιβλίο που κινητοποιεί την φαντασία μας. Είναι αυτό που λένε χαριτωμένα οι Αγγλοσάξωνες armchair travelers (ταξιδιώτες της πολυθρόνας ή voyageur immobile) και στην πορεία της ζωής καταφέρνουμε να γίνουμε, μικροί ή μεγάλοι, ταξιδιώτες ή στη χειρότερη περίπτωση απλοί τουρίστες.
Διότι, άλλο ταξιδιώτης ή ταξιδευτής (ταξιδιάρης) και άλλο τουρίστας, όπως είπαμε ήδη. Ο ταξιδιώτης της πολυθρόνας είναι αυτός που θα διαβάσει την αφήγηση μιας ταξιδιωτικής εμπειρίας, ή θα δει ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, ή στις πλατφόρμες για τόπους μακρινούς, εξωτικούς και θα ονειρευτεί με τα μάτια ανοιχτά.
Δύο παράξενοι ταξιδιώτες
Ο Αλαίν ντε Μποττόν, κλείνοντας το βιβλίο του αναφέρεται σε δύο παράξενους ταξιδιώτες. Ο ένας είναι ο Γάλλος Ξαβιέ ντε Μαίστρ που έγραψε το “Ταξίδι στο δωμάτιό μου” (1790) και αργότερα το “Νυχτερινή εξόρμηση στο δωμάτιό μου” (1798) και ο άλλος, ο Γερμανός Αλεξάντερ φον Χούμπολτ που ταξίδεψε από το 1799 έως το 1804 σε ένα μεγάλο μέρος της Νότιας Αμερικής και έγραψε το “Ταξίδι στις παρά τον Ισημερινό επικράτειες της Νέας Ηπείρου”.
Ο Ξαβιέ ντε Μαιστρ με το ταξίδι στο δωμάτιό του δεν είχε σκοπό να απαξιώσει τα ταξίδια των μεγάλων ταξιδευτών, άλλωστε και ο ίδιος θα κάνει πολλά συναρπαστικά ταξίδια. Φόρεσε λοιπόν τις πυτζάμες του, κλείδωσε την πόρτα, και καθισμένος στον καναπέ, άρχισε να κρυφοκοιτάζει το κρεβάτι του. Νιώθει ευγνωμοσύνη για τις νύχτες που έχει περάσει σε αυτό, καμαρώνει για τα σεντόνια του… Στο αλληγορικό αυτό ταξίδι, ο ντε Μαιστρ φαίνεται να υποδηλώνει ότι η απόλαυση που αντλούμε στα ταξίδια μας εξαρτάται μάλλον από τη νοοτροπία με την οποία ταξιδεύουμε, παρά τον εκάστοτε προορισμό μας.
«Αν καταφέρουμε να ζήσουμε με τη νοοτροπία του ταξιδιώτη στον τόπο διαμονής μας, είναι πιθανό ότι θα βρίσκαμε το μέρος αυτό εξίσου ενδιαφέρον με τα ορεινά μονοπάτια ή τις ζούγκλες της Νοτίου Αμερικής, όπου ο Χούμπολτ σε κάθε βήμα του έβλεπε μια νέα πεταλούδα». Και αναρωτιέται ο Μποττόν: «Ποια λοιπόν είναι η νοοτροπία του ταξιδιώτη; Κύριο χαρακτηριστικό της μπορεί να θεωρηθεί η δεκτικότητα. Στα νέα μέρη φερόμαστε με ταπεινοφροσύνη…».
Αυτή είναι μια κρίσιμη παρατήρηση για τον ταξιδιώτη και συγγραφέα. Ο σεβασμός προς τον πολιτισμό, ή ακόμη και τις ιδιοτροπίες του Άλλου, αντικατοπτρίζει και το δικό μας πολιτισμό. Ταξίδι κάνουμε, όχι εισβολή. Συνεπώς το πώς προσερχόμαστε στη χώρα του Άλλου είναι ζήτημα κουλτούρας και χαρακτήρα. Ο ταξιδιώτης, αυτός που αναζητά τη στενή επαφή τρίτου τύπου, προφανώς πρέπει να αντιμετωπίσει τον Άλλο χωρίς υπεροψία, με ανοιχτό μυαλό και καθαρή ψυχή. Έτσι συντελείται η πραγματική επαφή, έτσι χτίζεται η αλληλοκατανόηση και ο ενεργητικός αλληλοσεβασμός.
Πληκτική καθημερινότητα
Ο Χούμπολτ έχει άλλη οπτική. «Εκείνο που με κέντριζε να συνεχίσω ήταν η αβέβαιη λαχτάρα να μεταφερθώ από την πληκτική καθημερινότητα σε ένα κόσμο θαυμαστό». Κατά τον Μποττόν, ο ντε Μαιστρ επιχειρεί να αναπροσδιορίσει την “πληκτική καθημερινότητα” σε αντιδιαστολή με ένα “θαυμαστό κόσμο”. Ο ντε Μαίστρ δεν θα προέτρεπε τον Χούμπολτ να μην πάει στη νότιο Αμερική, αλλά να ανακαλύψει τα θαυμαστά της πόλης του το Βερολίνο.
Και καταλήγει με μια σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε που ήξερε τα γραπτά του ντε Μαίστρ και ο οποίος πέρναγε πολύ χρόνο κλεισμένος στο δωμάτιό του. «…Νοιώθει κανείς τελικά τον πειρασμό να χωρίσει την ανθρωπότητα σε μια μειοψηφία εκείνων που ξέρουν πως να κάνουν πολλά από λίγα και σε μια πλειοψηφία εκείνων που ξέρουν πώς να κάνουν λίγα από πολλά».
Το πώς ταξιδεύουμε, λοιπόν, μας αντικατοπτρίζει και αυτό αντικατοπτρίζεται στο πώς γράφουμε γι’ αυτά που είδαμε και καταλάβαμε. Ο πραγματικός ταξιδευτής λειτουργεί πολυεπίπεδα, ανοιχτός σαν ρεπόρτερ, παρατηρητικός και στοχαστικός σαν ανθρωπολόγος, ειλικρινής σαν αφηγητής. Για να μπορεί να είναι όλα αυτά πρέπει να φύγει διαβασμένος (γεωγραφία, ιστορία, σύγχρονη γεωπολιτική, κουλτούρα, μερικές φράσεις στη γλώσσα της χώρας που επισκέπτεται, ξέρει τους χάρτες, ξέρει και μπορεί…).
Υπάρχουν και οι αδίστακτοι ταξιδιώτες, αυτοί που επιλέγουν να ωθήσουν τις καταστάσεις στα όριά τους. Δεν επιλέγουν απλώς την περιπέτεια, χαράσσουν πορείες που υπερβαίνουν τη λογική του extreme sport που δοκιμάζουν περισσότερο το μυαλό και την ψυχή, παρά το σώμα… ή δοκιμάζουν σχέσεις, φιλίες… Αμαζόνιος, Κορδιλιέρα, Άνδεις, Ιμαλάια, Γκόμπι κ.ο.κ.