Αν ο Ελευθέριος Βενιζέλος άκουγε Κυριάκο και Αλέξη στη Βουλή για τα εθνικά…
29/08/2020«Και υπάρχει το εξής ιστορικό και πολιτικό ερώτημα που θα μας κρίνει τα επόμενα χρόνια. Γιατί η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη το Νοέμβριο του ’94, έτοιμη διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά, αμυντικά, ώστε να εξασκήσει το δικαίωμά της για την εφαρμογή των 12 μιλίων στο Αιγαίο; Γιατί; Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα» Μιχάλης Χαραλαμπίδης, 4ο συνέδριο ΠΑΣΟΚ, Ιούνιος 1996.
Η εξωτερική πολιτική και η πολιτική άμυνας μιας χώρας, με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, χώρα κυρίαρχη-κυριαρχούμενη, κρίνονται στη μέση και τη μακρά ιστορική διάρκεια, σύμφωνα με την ορολογία του Φερνάντ Μπρωντέλ, τον οποίο μνημόνευσε και ο πρωθυπουργός στη Βουλή. Είναι δε συνάρτηση πολλών παραγόντων, πολιτικών, γεωπολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, διανοητικών.
Τα κενά και οι επιλογές των τελευταίων 25-30 χρόνων εκδηλώνονται στη συγκυρία ανόδου του τουρκικού επεκτατισμού, σε συνθήκες επιδιωκόμενης μετάβασής του από περιφερειακή σε ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη. Η υπερεπέκταση της τουρκο-οθωμανικής επιρροής από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας μέχρι την Αφρική και τον Ατλαντικό, ως οιονεί εκπρόσωπος του μουσουλμανικού κόσμου, αντανακλά μια δυναμική τάση του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού που επιχειρεί την υπέρβαση της εσωτερικής του κρίσης. Η κίνηση ανάμεσα στην υπερεπέκταση και την οπισθοχώρηση, προκαλεί διαρκή νεύρωση στις τουρκικές κρατικές ελίτ, επιφέροντας γεωπολιτικούς αναπροσανατολισμούς.
Τι σημαίνει η τουρκική υπερεπέκταση
Η επίλυση της κρίσης στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού στην Τουρκία δεν φαίνεται πιθανή στον παρόντα χρόνο. Η έλλειψη μιας δημοκρατικής δύναμης με πλειοψηφικά χαρακτηριστικά αποτελεί μόνιμη κατάσταση στα 100 χρόνια της “Τουρκικής Δημοκρατίας”. Το κουρδικό κίνημα, που αποτελεί δύναμη εκδημοκρατισμού, βρίσκεται σε άγρια καταστολή.
Κατά συνέπεια, η υπερεπέκταση ή η ανάσχεση αυτής, περνά μέσα από την υπέρβαση ή μη της ιστορικής διαίρεσης του μουσουλμανικού κόσμου με το αραβικό έθνος. Επιπλέον, διέρχεται από την επιδίωξη δορυφοροποίησης του ελληνικού χώρου στις περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Επιδίωξη που αυτή την περίοδο βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
Εκδοχές της πρώτης κίνησης του τουρκικού επεκτατισμού είναι οι πολεμικές εμπλοκές στη Λιβύη, την Συρία, το Ιράκ. Εκδοχές της δεύτερης είναι η επιδίωξη αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, η μη αναγνώριση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, το casus belli απέναντι στο δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, η επιδιωκόμενη διχοτόμηση στο Αιγαίο με στόχο την αποκοπή των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, ο ολοκληρωτικός έλεγχος της Κύπρου και το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”.
Από το 2014, έχει προστεθεί η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού, με εμβληματικές εκδοχές την Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το 2016, τις συγκρουσιακές στιγμές στο Αιγαίο και στον Έβρο, οι οποίες αποκάλυπταν τις στοχεύσεις της τουρκικής πολιτικής. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η πρωτοφανής σε ένταση από το 1974 ελληνοτουρκική κρίση.
Η αναφορά στον Εθνικό Διχασμό
Ο πρωθυπουργός, απαντώντας στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για μια δήλωση του Ελευθερίου Βενιζέλου σχετικά με τον προβλεπτικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει η πολιτική, δήλωσε: «Μια από τις αρνητικές παρακαταθήκες που συνοδεύει και θα συνοδεύει πάντα τον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν και ο εθνικός διχασμός και ο ρόλος τον οποίο και αυτός έπαιξε στο να διχαστεί η χώρα με ένα τρόπο πρωτόγνωρο».
Δεν θα αναφερθούμε στις ευθύνες για τον Εθνικό Διχασμό και στις συνέπειές του. Επιγραμματικά όμως: Τον Εθνικό Διχασμό τον καθόρισε η κυρίαρχη αντίθεση της περιόδου (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος) και η εσωτερίκευσή της, ενώ τον επέβαλαν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις που ήταν υπέρ της ουδετερότητας και ουσιαστικά υπέρ της Γερμανίας-Αυστροουγγαρίας. Αυτό σήμαινε τον κίνδυνο απώλειας της (νότιας) Ηπείρου-Μακεδονίας-Ανατολικού Αιγαίου-Κρήτης, που είχαν απελευθερωθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους. Κι αυτό, επειδή Βουλγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν προσχωρήσει στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και επεδίωκαν την ανατροπή του αποτελέσματος των Βαλκανικών.
Η έξοδος στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ διασφάλιζε τις επιτυχίες των Βαλκανικών Πολέμων και έθετε τις βάσεις για τη συνέχιση της ένωσης των ιστορικών χώρων του Ελληνισμού σ’ ένα έθνος-κράτος. Το επαναστατικό περιεχόμενο της Μεγάλης Ιδέας, ιδίως για την περιοχή της Ιωνίας συγκροτούσε και αποφασιστικό βήμα αστικού-δημοκρατικού μετασχηματισμού.
Δύο παραδείγματα εξωτερικής πολιτικής
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το 1920 συγκρούστηκαν δύο παραδείγματα εξωτερικής πολιτικής. Το βενιζελικό παράδειγμα, εκπροσωπώντας μια κοινωνική κίνηση και διαθέτοντας μια δυναμική πολιτική ομάδα, έχει αυτονομία-σχέδιο που υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και διαμορφώνει τις αναγκαίες συμμαχίες τόσο με τους ισχυρούς, όσο και με τους ισοδύναμους.
Το αντιβενιζελικό παράδειγμα, εκφραστής μιας διαφορετικής κοινωνικο-πολιτικής εκπροσώπησης, είναι αφετηριακά χειραγωγούμενο-ετεροκαθοριζόμενο από τη διαπάλη των ισχυρών δυνάμεων. Μετατρέπεται σε όργανό τους, χωρίς περιθώρια αυτονομίας, και εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς. Την επικράτηση του αντιβενιζελικού παραδείγματος, άσκησης εξωτερικής πολιτικής μετά τις εκλογές του 1920, πλήρωσε πανάκριβα το ελληνικό έθνος. Όπως την πλήρωσε και στην Κύπρο το 1974.
Είναι κρίσιμη η ανάγνωση αυτή στην παρούσα συγκυρία. Οι συμμαχίες είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού, αλλά οι ισχυροί κινούνται με βάση τις δικές τους στοχεύσεις. Γι’ αυτό, είναι προβληματική η παραπάνω αναφορά του πρωθυπουργού, η οποία εκπέμπει ένα διχαστικό σήμα σε εξαιρετικά δύσκολη στιγμή. Ειδικά αν συνδυαστεί με την αρχική απόφαση για κυβερνητική εκπροσώπηση (για πρώτη φορά από το 1981) στην εμφυλιοπολεμική εκδήλωση στο Γράμμο, η οποία μάλλον ματαιώνεται μετά τις σχετικές αντιδράσεις.
Το “δόγμα της ακινησίας”
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είπε, μεταξύ άλλων, απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό ότι «η δική σας παράταξη είναι αυτή που απέρριψε το Ελσίνκι, όταν είχαμε την ευκαιρία για λύση στη μοναδική διαφορά που έχουμε με την Τουρκία». Την διάνθισε, μάλιστα, με αναφορά στο “δόγμα της ακινησίας” στην εξωτερική πολιτική, το λεγόμενο “δόγμα Μολυβιάτη”.
Στην πραγματικότητα, από το 1974 και μετά, έχουν εκδηλωθεί δύο παραδείγματα πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Η μία είναι η πολιτική της μίας διαφοράς, της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Η άλλη είναι εκείνη που εγκαινιάζεται το 1996, με προάγγελο την περίοδο 1990-93, του δεύτερου Νταβός (1992), της αναγνώρισης «νομίμων-ζωτικών συμφερόντων» της Τουρκίας στο Αιγαίο (Μαδρίτη 1997) καθώς και «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα», ορίζοντας διαδικασία διερευνητικών επαφών και χρονοδιάγραμμα για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο (Ελσίνκι, 1999).
Το “Ελσίνκι” αποτέλεσε πράγματι παράδειγμα κινητικής εξωτερικής πολιτικής. Όμως, ενώ σε τακτικό επίπεδο επιχείρησε και ορθά να μεταβάλει το ελληνοτουρκικό σε ευρωτουρκικό ζήτημα, εκμεταλλευόμενο τη διεθνοπολιτική συγκυρία, συνιστούσε αποδοχή και νομιμοποίηση των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων. Ήταν κρίση της εθνικής κυριαρχίας. Η σύγκρουση των δύο παραδειγμάτων εξωτερικής πολιτικής συμπυκνώνεται στη συγκυρία εκείνης της περιόδου, στο Σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό, το 2004.
Ιδεοληπτικά στερεότυπα
Το “δόγμα της ακινησίας” που τόσο επικρίθηκε στη Βουλή, ακολούθησαν μεταπολιτευτικά οι κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή και σε πιο ολοκληρωμένη μορφή οι κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου. Με μία περιγραφική έννοια ήταν δόγμα ακινησίας, εξαιτίας των ψυχροπολεμικών σχέσεων, λόγω του τουρκικού επεκτατισμού, αλλά σημαντικής κινητικότητας σε επίπεδο πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής την περίοδο 1974-1989.
Ποια ήταν η βασική του αδυναμία; Η μη ανάδειξη της περιφερειακής-ανατολικομεσογειακής διάστασης, αλλά και η καταγγελία της τουρκικής επεκτατικότητας στο επίπεδο κινημάτων, ευρωπαϊκών και διεθνών θεσμών. Εκεί ήταν στάσιμο. Κάτι που αποτέλεσε κανόνα από το 1996 και μετά, όπου κυριάρχησε η λεγόμενη “πολιτική Ελσίνκι” και ενώ είχε προηγηθεί το “άγος Οτζαλάν”.
Η επίσημη πολιτική τάξη και διανόηση δεν μετέφερε ούτε το κουρδικό ζήτημα στην Ευρώπη παλαιότερα (αντίθετα ήταν πολύ εχθρική), ούτε στους τα τελευταία χρόνια το μεταναστευτικό-προσφυγικό ως διεθνές ανθρωπιστικό ζήτημα σε σχέση με το τουρκικό πρόβλημα, ούτε την έλλειψη δημοκρατίας και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την κριτική αναφορά για εγκατάλειψη της “γραμμής Ελσίνκι”, τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό για “δόγμα ακινησίας”, κινείται στο παράδειγμα της σημιτικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή αποτελεί ηγεμονική πολιτική τόσο στο χώρο της ριζοσπαστικής-ανανεωτικής αριστεράς, όσο και στον χώρο της νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς. Οι κυβερνητικές εμπειρίες από το 2015 και μετά, αμφοτέρων των κομμάτων, οδήγησαν σε πρόσκρουση με τα ιδεοληπτικά στερεότυπα.
Όμως, η ιστορική κίνηση μπορεί και πρέπει να κατευθυνθεί σε δημοκρατική, προοδευτική, ειρηνική προοπτική για όλα τα έθνη της Ανατολικής Μεσογείου. Προοπτική που δεν θα περνά μέσα από την υφιστάμενη σχέση με τον τουρκικό επεκτατισμό, την αποδοχή ορολογίας περί “ελληνικών μαξιμαλισμών” ή τον “πολιτικό διάλογο” στον οποίο επιδιώκουν να σύρουν την Ελλάδα, αντίπαλοι και “φίλοι” κατά παρέκκλιση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
*Στη μνήμη της αγωνίστριας για δημοκρατικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες δικηγόρου Ebru Timtik, του νομικού γραφείου Δικηγόρων του Λαού, που κατέληξε μετά από μακρά απεργία πείνας στις φυλακές-κολαστήρια της Τουρκίας.