Με τη διπλωματία του Μητσοτάκη τίποτα δεν αποκλείεται
06/09/2020Υπάρχουν πολλά σημαντικά γεγονότα που οφείλει κανείς να λάβει σοβαρά υπόψιν για τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, σε ό,τι αφορά τις προθέσεις και τις δυνατότητες της Τουρκίας. Όταν στις 24 Νοεμβρίου 2015 τουρκικό F-16 κατέρριψε ρωσικό βομβαρδιστικό Sukhoi-24M που επιχειρούσε δράση κατά Σύριων Τουρκμένων ανταρτών στη βόρεια Συρία (με ένα πιλότο και ένα διασώστη νεκρούς), πολλοί υπέθεσαν πως η Άγκυρα θα πληρώσει βαρύ τίμημα από τις αντιδράσεις της Μόσχας.
Λάθος. Τα συναισθήματα έπονται των συμφερόντων. Έτσι το 2019 έγινε γνωστό πως η Τουρκία ήρθε σε συμφωνία με τη Ρωσία για την αγορά των περίφημων αντιπυραυλικών συστημάτων S-400. Ακολούθησαν οργισμένες αντιδράσεις και απειλές για κυρώσεις από την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ. Τίποτα από αυτά δεν έγινε! Και παρότι εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις Άγκυρας-Μόσχας από τα δισεκατομμύρια των συναλλαγών, ο Ερντογάν δεν δίστασε να εισβάλει στη Βόρεια Συρία παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, κόντρα σε Ρωσία και ΗΠΑ. Εκτόπισε τους Κούρδους, δημιουργώντας μια ελεγχόμενη ζώνη στα σύνορα. Οι όποιες αντιδράσεις έμειναν και πάλι στα λόγια.
Έχει όμως και παρακάτω. Ενώ στην κρίση της Λιβύης, η Μόσχα τοποθετήθηκε μαζί με την Αίγυπτο υπέρ του στρατάρχη Χάφταρ, η Τουρκία συμμάχησε με την κυβέρνηση Σάρατζ. Υπέγραψαν, μάλιστα, συμφωνία για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, το περιβόητο μνημόνιο, με την οποία μηδένισαν παράνομα την επήρεια Ρόδου-Καρπάθου-Κάσου-Κρήτης!
Όπως ομολόγησε δημόσια και ο ίδιος ο Ερντογάν, με το μνημόνιο αυτό, το οποίο συνοδεύτηκε και από ένα δεύτερο για τη “συνεργασία σε Ασφάλεια και Άμυνα”, ξεκινά η διαδικασία ερευνών και γεωτρήσεων σε μία θαλάσσια περιοχή που είναι έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και μακριά από την Τουρκία και τη Λιβύη. Με το μνημόνιο αυτό, η Τουρκία επιχειρεί να αποκόψει την Ελλάδα από τη θαλάσσια περιοχή ανατολικά και νοτιοανατολικά της Κρήτης. Οι όποιες αντιδράσεις έμειναν πάλι στα λόγια και σιγά-σιγά έσβησαν. Σημαίνουν όλα αυτά πως η Τουρκία και ο Ερντογάν δεν ρισκάρουν; Πάντοτε υπάρχει πιθανότητα το επόμενο ρίσκο να είναι οδυνηρό ή και μοιραίο.
Υπάρχουν όπλα απέναντι στην γραμμή Ερντογάν;
Τούτων δοθέντων, το συμπέρασμα –μέχρι στιγμής– είναι ότι η Τουρκία έχει επιβληθεί ως περιφερειακή δύναμη ικανή να συγκρούεται με τα συμφέροντα των υπερδυνάμεων χωρίς συνέπειες. Γιατί να μην συνεχίσει λοιπόν, όταν απέναντί της έχει την Ελλάδα, χωρίς σοβαρή διεθνή πολιτική επιρροή και οικονομική ισχύ, με την ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 να γράφει 15,2%; Μια χώρα που συρρικνώνεται τόσο πληθυσμιακά, όσο και τεχνολογικά καθώς οι νέοι Έλληνες επιστήμονες μεταναστεύουν μαζικά για να βρουν εργασία στο εξωτερικό;
Έχουμε φτάσει σε κρίσιμο σημείο. Η Τουρκία δεν σταματά τις αυθαίρετες ενέργειες στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με τα δύο ερευνητικά σκάφη και τρία γεωτρύπανα που διαθέτει. Στόχος της είναι όχι ο διάλογος, αλλά η εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση επί των επεκτατικών διεκδικήσεών της. Η Ελλάδα εξασφάλισε την υποστήριξη του Μακρόν, δεδομένου ότι αυτή την περίοδο τα ελληνικά και τα γαλλικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο συγκλίνουν, αν δεν συμπίπτουν.
Ο Ερντογάν δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να αλλάζει πολιτική από την ελληνογαλλική προσέγγιση και την παρουσία του γαλλικού στολίσκου με το αεροπλανοφόρο “Σαρλ Ντε Γκωλ” στην Ανατολική Μεσόγειο. Για να εξασφαλίσουμε την υποστήριξη της Γαλλίας χρειάστηκε μια πρώτη παραγγελία 18 μαχητικών Rafale με άμεση εκταμίευση 1,5 δισ. για την προμήθεια βλημάτων, τορπιλών, ανταλλακτικών, ελικοπτέρων και άλλων υλικών άμεσης προτεραιότητας. Και έπεται συνέχεια.
Η συμμαχία με τη Γαλλία, εάν γίνει δεσμευτική αμυντική συνδρομή, είναι βαρυσήμαντη, δεδομένου ότι όσο είναι ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο πραγματικές αμερικανικές πιέσεις δύσκολα θα ασκηθούν στην Τουρκία. Το είπε στις 2 Σεπτεμβρίου και ο υπουργός Εξωτερικών Πομπέο που κάλεσε τις δύο χώρες να συζητήσουν συμβάλλοντας στην αποκλιμάκωση της έντασης.
Πως αντέδρασε ο Ερντογάν σε όλα αυτά; Δήλωσε ότι «η Τουρκία βαρέθηκε αυτό το παιχνίδι των σκιών. Είναι αστείο να χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως δόλωμα απέναντι στην Τουρκία, που είναι περιφερειακή και παγκόσμια δύναμη», είπε, προσθέτοντας πως «η εποχή της αποικιοκρατίας έχει παρέλθει», αναφερόμενος στη Γαλλία.
Η πραγματική ισχύς μιας χώρας δεν καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το αξιόμαχο των ενόπλων της δυνάμεων. Είναι ένα πακέτο που περιλαμβάνει την οικονομική δύναμη και την πολιτική επιρροή στο διεθνή στίβο. Η Γερμανία δεν διαθέτει ένοπλες δυνάμεις, αλλά ασκεί επιρροή. Το δε Ισραήλ που τις διαθέτει, έχοντας όπλα υψηλής τεχνολογίας, αν δεν είχε την προστασία των ΗΠΑ, λόγω της επιρροής που ασκεί το εβραϊκό λόμπι, δεν θα ήταν ασφαλές.
Γερμανικές κι αμερικανικές πιέσεις
Οι πιέσεις Βερολίνου και Ουάσιγκτον μέσω ΝΑΤΟ για έναρξη διαλόγου σε προκαταρκτικό στάδιο, όπως και η πίεση που άσκησε με το ψευδές τουίτ του ο γενικός γραμματέας της Συμμαχίας Γενς Στόλτεμπερκ, είναι αποτέλεσμα του μεγέθους και το ρόλου της Τουρκίας. Η ελληνική διάψευση ότι δεν υπάρχει έναρξη του διαλόγου μπορεί να υποχρεώσε τον Στόλτενμπεργκ σε αναδίπλωση, αλλά δημιούργησε την εντύπωση ότι η Ελλάδα αποφεύγει τον διάλογο, όπως ήταν και ο στόχος.
Μπορεί η Αθήνα να έχει ευθύνες για άλλα ζητήματα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ έπαιξε βρώμικο παιχνίδι. Φαίνεται πως Γερμανία και ΗΠΑ έχουν πολλαπλασιάσει τις πιέσεις για να αρχίσει διάλογος πριν την 24η Σεπτεμβρίου, δηλαδή πριν τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ με θέμα την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, αν δεν αποσύρει το Oruc Reis. Η Άγκυρα δηλώνει πως δεν πρόκειται να το αποσύρει, απαιτώντας η Αθήνα να καθίσει στο τραπέζι, χωρίς να έχει εκπληρωθεί ο όρος που έχει θέσει.
Ο ελληνικός όρος είναι αναγκαίος, αλλά όχι και ικανός για να αρχίσει διαπραγμάτευση. Πως θα τελειώσει μια διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης, όταν η Τουρκία ουσιαστικά ζητάει να παρακαμφθούν αφ’ ενός οι διεθνείς συνθήκες που καθορίζουν μέχρι σήμερα το καθεστώς στο Αιγαίο, αφ’ ετέρου το Δίκαιο της Θάλασσας που καθορίζει τα των θαλασσίων ζωνών. Να βγούμε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς να αλλάξει κάτι, είναι σχεδόν αδύνατο. Εκτός κι αν οδηγηθούμε σε ρήξη, οπότε θα προκύψει άλλος κίνδυνος. Άλλωστε, η Τουρκία έχει επιβάλει σ’ ορισμένα ζητήματα τις απόψεις της de facto, όπως έγινε και στην Κύπρο.
Το θέμα είναι, μέχρι που μπορεί να υποχωρήσει η ελληνική πλευρά και κατά πόσο αυτό θα μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχία από τους μηχανισμούς της κυβερνητικής προπαγάνδας. Δεν είναι εύκολο, αλλά όταν ο πρωθυπουργός παρουσιάζει ως επιτυχία της οικονομικής πολιτικής, την θηριώδη ύφεση (15,2%) στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, τίποτα δεν αποκλείεται.