Αν δεν έχω παρενέργειες από το εμβόλιο δεν έχω αντισώματα;
03/05/2021Σύμφωνα με πληροφορίες του τηλεοπτικού σταθμού Open, βρέθηκαν και άλλα κρούσματα του ινδικού στελέχους με διττή μετάλλαξη στην Ελλάδα, χωρίς στοιχεία για τον αριθμό των κρουσμάτων και την περιοχή. Μέχρι σήμερα στη χώρα μας έχει ανακοινωθεί ένα κρούσμα σε Αμερικανίδα στην Αττική (προερχομένη από το Ντουμπάι, αλλά προσωρινή κάτοικος Αθηνών) και ένα αμφίβολο στην Πάτρα (ο Έλληνας είχε στέλεχος συγγενές προς το ινδικό, αλλά αυτό δεν έφερε τις δύο επίφοβες μεταλλάξεις). Και οι δύο είχαν ήπια συμπτώματα και ανέρρωσαν.
Η Pfizer από προχθές ανακοίνωσε ότι το εμβόλιό της κατά πάσα πιθανότητα καλύπτει επαρκώς και τις μεταλλάξεις του ινδικού στελέχους και οι ειδικοί το φοβούνται ως πολύ μεταδοτικό, όχι όμως ως “πιο θανατηφόρο”. Όσον αφορά στον φόβο ότι το εμβόλιο “δεν πιάνει” όταν δεν υπάρχουν ήπιες παρενέργειες (πιάσιμο χεριού, δέκατα, πονοκέφαλος, αίσθημα κόπωσης), οι ειδικοί λένε ότι είναι αβάσιμος. Ο φόβος προκλήθηκε από την προσπάθεια των ειδικών να καθησυχάσουν όσους είχαν παρενέργειες, όπως πυρετό και πονοκέφαλο.
Ένα μέρος των εμβολιασμένων φαίνεται πως τώρα ανησυχούν για το αντίστροφο, ότι δηλαδή όταν δεν νιώθει κάποιος τίποτα, σημαίνει πως το εμβόλιο “δεν έπιασε” και ο οργανισμός τους δεν θα παράγει ικανά αντισώματα. Αυτό πάντως δεν ισχύει και οι λόγοι είναι πολλοί. Ο ένας στηρίζεται στο λογικό συμπέρασμα, όπως εξηγούν ο επιδημιολόγος Brian Castrucci και η ανοσολόγος Veenu Manoharan. Το γεγονός ότι ήπιες παρενέργειες δηλώνει το 50%-60% των εμβολιασθέντων και το εμβόλιο αποδεδειγμένα είναι αποτελεσματικά στο 75%-95%, είναι αναμενόμενο, καθώς ένας μεγάλος αριθμός εμβολιασθέντων μπορεί να μην δηλώσει καμία ενόχληση μετά το εμβόλιο και το σκεύασμα είναι και σε αυτούς αποτελεσματικό.
Και οι δύο ειδικοί υποστηρίζουν ότι όπως έδειξαν οι κλινικές έρευνες σε όσους πήραν διάφορα εμβόλια σε πειραματικά στάδια από πέρσι το καλοκαίρι μέχρι το Νοέμβρη, εξίσου επαρκή αντισώματα μετρήθηκαν σε όλους, τόσο σε όσους δήλωσαν παρενέργειες όσο και σε εκείνους που ένιωσαν. Η διαφορά στα αντισώματα που παρατηρήθηκε, ήταν ανεξάρτητη του αν βίωσαν παρενέργειες ή όχι και σχετιζόταν με την κατάσταση του ανοσοποιητικού τους και άλλους παράγοντες.
Η επίκτητη ανοσία
Η δεύτερη αιτία που ανεξαρτοποιεί τις παρενέργειες από την αποτελεσματικότητα, είναι επίσης λογική: ο ανθρώπινος οργανισμός ξεπερνά πολλές ιώσεις ή και μικροβιακές λοιμώξεις χωρίς ιδιαίτερα συμπτώματα. Υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε πολλές ιώσεις στο πόδι, χωρίς καν να τις αντιληφθούν, επειδή ο οργανισμός τους τις καταπολέμησε σιωπηρά και διακριτικά χωρίς να τους ενημερώσει. Έκπληκτοι σε κάποιο τυχαίο αιματολογικό έλεγχο αργότερα διαπιστώνουν ότι έχουν αντισώματα για τον εκάστοτε ιό και αντιλαμβάνονται ότι πέρασαν μία “αρρώστια” χωρίς καν να το αντιληφθούν.
Οι μη εκδήλωση παρενεργειών ερμηνεύεται και με τον τρόπο ενεργοποίησης του ανοσοποιητικού συστήματος. Ένα κομμάτι αυτού του συστήματος, το έμφυτο μέρος του, αντιδρά σχεδόν άμεσα στο εμβόλιο με φλεγμονή. Ένα άλλο κομμάτι όμως αντιδρά με μια διαφορά φάσης και με βραδύτητα, κυρίως μετά τη δεύτερη δόση αλλά και σε όσα είναι μονοδοσικά. Αυτό το δεύτερο σκέλος της ανάπτυξης ανοσίας, είναι η επίκτητη ή προσαρμοστική ανοσία, η οποία στην περίπτωση του εμβολιασμού” από το πρώτο κομμάτι αλλά δομείται σταδιακά και με βραδύτητα επί κάποιες εβδομάδες μετά από το εμβόλιο.
Αναπτύσσεται με τη δημιουργία κυττάρων και αντισωμάτων, τα οποία προστατεύουν από τη λοίμωξη σε μια επακόλουθη έκθεση στον ιό. Η προσαρμοστική ανοσία δεν ενεργοποιεί συνήθως τη φλεγμονή, άρα δεν προκαλεί και συμπτώματα ούτως ή άλλως. Η επίκτητη ανοσία είναι η δεύτερη στρατηγική ανοσίας του οργανισμού και αφορά σε “καινούργια” στοιχεία που αντιμετωπίζει και είναι εκείνη που χτίζει την ανοσολογική μνήμη, δηλαδή το κυριότερο κομμάτι της ανοσίας στην ουσία. Για παράδειγμα με την έμφυτη ανοσία αντιμετωπίζουμε αμέτρητες απειλές για τις οποίες είναι πλέον οπλισμένος ο άνθρωπος.
Αλλά αν κάποιος νοσήσει π.χ. από ιλαρά, αποκτά πλέον ανοσολογική μνήμη για όλη του τη ζωή και δεν θα ξανανονήσει από αυτήν χάρη στην επίκτητη ανοσία. Και αν κάποιος περάσει γρίπη, επίσης αποκτά ανοσία για σεβαστό χρονικό διάστημα σε συγγενή στελέχη του ιού της γρίπης, καθώς τον προστατεύει η ανοσολογική μνήμη της επίκτητης ανοσίας. Όμως για τις ασθένειες που προκαλούνται από μικρόβια ή από διαφορετικά στελέχη γρίπης ή από κάποιους περισσότερο δύστροπους ιούς, ο οργανισμός δεν αναπτύσσει μακροχρόνια επίκτητη ανοσία. Οπότε εκεί παρεμβαίνουν τα εμβόλια.
Είναι θέμα τεστοστερόνης;
Επανερχόμενοι τώρα στους λόγους μειωμένων παρενεργειών, μεταξύ αυτών αναφέρεται και η παρουσία της τεστοστερόνης, η οποία έχει αντιφλεγμονώδη δράση. Αυτό πιθανόν να ερμηνεύει και το γεγονός ότι οι άνδρες δηλώνουν λιγότερες παρενέργειες μετά τον εμβολιασμό τους, από όσες οι γυναίκες. Τεστοστερόνη έχουν και οι γυναίκες (εξ και η τριχοφυΐα, αλλά και η λίμπιντο), όμως σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τους άνδρες.
Στατιστικά, οι πιθανότητες παρενεργειών κατά ποσοστό εκδήλωσης είναι οι εξής: το 34% όσων παρουσίασαν μικροπαρενέργειες, είχε δέκατα, το 25,2% πονοκέφαλο, το 13,9% μυϊκούς πόνους, το 8,6% πόνο σε αρθρώσεις, το, 8,2% διάρροια, το 6,3% ρίγη, το 1,4% πυρετό. Το ποσοστό αυτό ήταν σχεδόν διπλάσιο στους νεότερους των 55 ετών. Συγκεκριμένα, στους νεότερους το 47% είχε αίσθημα κόπωσης, το 42% πυρετό, το 21% μυΪκούς πόνους, το 14% ρίγη, το 11,1% διάρροια, το 11% πόνο στις αρθρώσεις, το 3,7% πυρετό και το 1,2% εμέτους.
Οι άνω των 65 ετών παρουσιάζουν λιγότερες παρενέργειες στο εμβόλιο, γεγονός που μπορεί να οφείλεται και στην σταδιακή μείωση της ανοσολογικής λειτουργίας του οργανισμού τους λόγω ηλικίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις το επίπεδο των αντισωμάτων είναι χαμηλότερο από όσο των νέων, αλλά και πάλι υπάρχει σχετική ανοσία στον ιό, ή πάντως εξασφαλίζεται ήπια νόσηση σε περίπτωση προσβολής και δεν είναι διόλου τεκμηριωμένο επιστημονικά ότι οι λιγότερες παρενέργειες στους ηλικιωμένους “δείχνουν” μειωμένη απόκριση στο εμβόλιο.
Οι πάσχοντες από χρόνιες φλεγμονώδεις νόσους, όπως από ρευματοειδή αρθρίτιδα, νόσο Κρον ή άλλη φλεγμονώδη νόσος του εντέρου ή από πολλαπλή σκλήρυνση και λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα για τον έλεγχο των συμπτωμάτων τους, μπορεί να βιώνουν λιγότερες παρενέργειες λόγω της περιορισμένης φλεγμονώδους απόκρισης. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, μελέτη που συνέκρινε τα επίπεδα αντισωμάτων των ανθρώπων που λάμβαναν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα με εκείνων που δεν λάμβαναν, έδειξε ότι και οι σχετικά ανοσοκατεσταλμενοι παρήγαγαν επαρκή αντισώματα.