Κορονοϊός: Καμία μετάλλαξη δεν φαίνεται να έχει αυξήσει τη μεταδοτικότητα
25/11/2020Καμία από τις πολλές μικρές μεταλλάξεις που μέχρι σήμερα έχουν ανιχνευθεί στο νέο κορονοϊό SARS-CoV-2, ο οποίος προκαλεί τη νόσο Covid-19, δεν φαίνεται να έχει αυξήσει πραγματικά τη μεταδοτικότητά του στους ανθρώπους, σύμφωνα με μια νέα διεθνή μελέτη από Βρετανούς και Γάλλους επιστήμονες. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Φρανσουά Μπαλού και τη δρα Λούσι βαν Ντορπ του Ινστιτούτου Γενετικής του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications», ανέλυσαν γονιδιώματα του κορονοϊού από 46.723 ασθενείς με Covid-19 σε 99 χώρες (η συλλογή των δειγμάτων έγινε έως τον Ιούλιο).
«Ευτυχώς δεν βρήκαμε καμία από τις μεταλλάξεις του ιού να έχει κάνει πιο γρήγορη την εξάπλωση της Covid-19. Όμως πρέπει να παραμείνουμε σε εγρήγορση και να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τις νέες μεταλλάξεις, ιδίως όταν θα αρχίσουν οι εμβολιασμοί», ανέφερε η δρ Ντορπ. Οι κορονοϊοί, όπως ο SARS-CoV-2, είναι ιοί RNA που μπορούν να εμφανίσουν μεταλλάξεις με τρεις διαφορετικούς τρόπους: λόγω σφάλματος κατά την αντιγραφή του γενετικού υλικού τους στη διάρκεια του πολλαπλασιασμού τους, μέσω αλληλεπιδράσεων με άλλους ιούς που μολύνουν το ίδιο ανθρώπινο κύτταρο (ανασυνδυασμός) ή μέσω αλληλεπίδρασης με το ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων. Οι περισσότερες μεταλλάξεις είναι ουδέτερες, ενώ μερικές μπορεί να αποδειχθούν ωφέλιμες ή επιζήμιες για τον ιό. Τόσο οι ουδέτερες όσο και οι ωφέλιμες μπορούν να γίνουν συχνότερες στην πορεία του χρόνου.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων UCL και Οξφόρδης και δύο γαλλικών φορέων (ερευνητικό κέντρο Cirad και Πανεπιστήμιο Ρεϊνιόν) βρήκαν συνολικά 12.706 μεταλλάξεις του κορονοϊού, για 398 από τις οποίες υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι συνέβησαν κατ’ επανάληψη και ανεξάρτητα σε διαφορετικούς ασθενείς. Οι 185 συνέβησαν τουλάχιστον τρεις φορές ανεξάρτητα στη διάρκεια της πανδημίας. Μελετώντας -μέσω μοντελοποίησης του εξελικτικού «δέντρου» του ιού- την πιθανότητα αύξησης της μεταδοτικότητας του εξαιτίας κάποιας από αυτές τις μεταλλάξεις, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν συνέβη. Καμία συχνή μετάλλαξη δεν έχει αυξήσει την μεταδοτικότητά του, αντίθετα οι περισσότερες από αυτές που είναι οι συχνότερες, είναι ουδέτερες για τον κορονοϊό.
Αυτό, όπως επισημαίνουν, ισχύει ακόμη και για τη «διάσημη» μετάλλαξη DG14G, που έχει θεωρηθεί ότι κάνει πιο μεταδοτικό τον ιό. Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, η νέα μελέτη δεν βρήκε ενδείξεις πως η εν λόγω μετάλλαξη σχετίζεται με κάποια αξιοσημείωτη αύξηση της μεταδοτικότητας του SARS-CoV-2. Οι περισσότερες συχνές μεταλλάξεις φαίνεται να έχουν προκληθεί από την επαφή του ιού με το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα, παρά ως αποτέλεσμα καλύτερης προσαρμογής του ιού στον άνθρωπο ξενιστή. Αυτή η διαπίστωση έρχεται σε αντίθεση με μια προηγούμενη ανάλυση από τους ίδιους ερευνητές σχετικά με το τι συνέβη, όταν ο κορονοϊός «πήδησε» από τους ανθρώπους στα γουνοφόρα ζώα βιζόν (μινκ).
«Όταν αναλύσαμε γονιδιώματα του ιού από βιζόν, εκπλαγήκαμε που είδαμε την ίδια μετάλλαξη να εμφανίζεται ξανά και ξανά σε διαφορετικές φάρμες μινκ, παρόλο που οι εν λόγω μεταλλάξεις σπάνια είχαν παρατηρηθεί προηγουμένως στους ανθρώπους», ανέφερε η βαν Ντορπ. Οι γενετιστές εκτιμούν ότι ο κορονοϊός θα μεταλλαχθεί περαιτέρω στους ανθρώπους και τελικά θα διαχωριστεί σε διαφορετικές επιμέρους εξελικτικές πορείες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι κατ’ ανάγκη θα γίνει πιο μεταδοτικός ή επικίνδυνος.
«Ο κορονοϊός φαίνεται καλά προσαρμοσμένος για να μεταδίδεται μεταξύ των ανθρώπων και μπορεί ήδη να είχε φθάσει στο αποκορύφωμα της προσαρμοστικότητάς του στον άνθρωπο ξενιστή, όταν πια για πρώτη ανιχνεύθηκε ως νέος ιός», ανέφερε η Ντορπ. Οι ερευνητές θεωρούν πιθανό ότι η επικείμενη εμφάνιση των εμβολίων θα ασκήσει νέες εξελικτικές πιέσεις στον κορονοϊό για να μεταλλαχθεί περαιτέρω, ώστε να ξεφύγει από το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτό πιθανώς θα οδηγήσει σε μεταλλάξεις που θα «ξεγλιστρούν» από τα αντισώματα των εμβολίων. Όμως οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι θα τις εντοπίζουν έγκαιρα, ώστε ανάλογα να βελτιώνεται και η σύνθεση των εμβολίων, εφόσον αυτό απαιτείται.