Πως μπορεί να επιβληθεί ρήτρα εγχώριας προστιθέμενης αξίας στο ΕΣΠΑ
03/01/2021Εννοείται ότι θέλουμε ξένες επενδύσεις και μάλιστα σαν τρελοί. Εννοείται ότι πρέπει να τις διευκολύνουμε με κάθε τρόπο, θεσμικά, αντιγραφειοκρατικά, αλλά όχι και να μαζέψουν όλο το χαρτί από τα 32 δισ. ευρώ του κορονοϊού και το νέο ΕΣΠΑ. Διότι πρόκειται και περί αυτού …
Το θέμα απασχολεί και ορισμένους κύκλους του ΣΕΒ, που ενώ χαίρονται για τις ανακοινώσεις ξένων σημαντικών επενδύσεων από την κυβέρνηση, από την άλλη διαβλέπουν πως η δωρεάν χρηματοδότηση (grants) των ξένων επενδύσεων, δεν θα προκαλέσει τα αναγκαία πολλαπλασιαστικά φαινόμενα για την ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα εάν δεν υπάρξει μια “ρήτρα εγχώριας προστιθέμενης αξίας” γι΄ αυτές.
Συνομιλητής από το χώρο της βιομηχανίας μου ανέφερε το παράδειγμα των ανεμογεννητριών που έρχονται από την Κίνα και μου υπενθύμισε το καθεστώς που ίσχυε για τις αμυντικές προμήθειες, που προέβλεπαν συμπαραγωγή 40% και μεταφορά τεχνολογίας. Βέβαια, η επιβολή μιας “ρήτρας εγχώριας προστιθέμενης αξίας” θα συναντήσει ενδεχομένως αντιδράσεις στις Βρυξέλλες.
Αλλά κάποτε πρέπει να αρχίσουμε να διαπραγματευόμαστε και μάλιστα σκληρά. Αντίστοιχες αντιρρήσεις θα φέρει και το Βερολίνο που προσδοκά να σαρώσει τα πάντα, εκμεταλλευόμενο τις επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Βασικά επιχειρήματα που θα μπορούσαν να στηρίξουν το ελληνικό αίτημα είναι:
- Το γεγονός ότι η κρίση 2009-2018 και οι δραματικές αστοχίες των μνημονίων προκάλεσαν επενδυτικό κενό 100 δισ. ευρώ, αποτελεί ικανό πολιτικό και ηθικό κατ΄ αρχήν έρεισμα για μια ελληνική παρέκκλιση.
- Η τεράστια ανεργία που προκάλεσαν οι άστοχοι χειρισμοί από την τρόικα της ελληνικής κρίσης μετατράπηκε σε χρόνια και δομική, γι’ αυτό και απαιτείται η συστηματική και μακροχρόνια στήριξη της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.
- Οι αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει ο νέος κύκλος επενδύσεων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από τις εισαγωγές επενδυτικού υλικού. Σημειωτέον, ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου υπολογίζεται ότι θα εκτιναχθεί στα 11 δισ. ευρώ για το 2020, δημιουργώντας μια νέα ανισορροπία στα θεμελίωση της οικονομίας.
Πολιτική πίεση
Βέβαια, το ζήτημα είναι κατ΄εξοχήν πολιτικό, άσχετα εάν μπορούν να κατατεθούν πολλά οικονομικά και νομικά επιχειρήματα πέρα από τα παραπάνω. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Γερμανία επιχειρεί με αφορμή την επιδιωκόμενη ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, να ελέγξει κρίσιμους παραγωγικούς τομείς των χωρών του Νότου, ιδιαίτερα της Ιταλίας και της Ελλάδας χρησιμοποιώντας τα “παράνομα” πλεονάσματά της και να επιβάλλει ένα συνολικότερο καταμερισμό των έργων σε όλη την Ευρώπη.
Η Ελλάδα πέρα από τα προφανή οικονομικά επιχειρήματα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και ισχυρά πολιτικά που διαθέτει, αν και αυτό απαιτεί άλλου τύπου πολιτικές ηγεσίες. Το Βερολίνο πάντως θα μπορούσε να πιεστεί με μια σειρά ολοσέλιδων συστηματικών καταχωρήσεων στον γερμανικό τύπο, φωτογραφιών από τα εγκλήματα των Γερμανών στην Ελλάδα, μαζί με επεξηγηματικά μικρά κείμενα. Έτσι ώστε να μάθουν οι σύγχρονοι εταίροι μας, την πραγματικότητα που αγνοούν για τα εγκλήματα των Γερμανών εναντίον αμάχων, για την καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, για την αρπαγή της παραγωγής τροφίμων που προκάλεσε το λιμό της Αθήνας κ.ο.κ.
Έχουμε επισημάνει με πολλές αφορμές τις διαστάσεις που προσλαμβάνει ο αφελληνισμός του εναπομείναντος εθνικού παραγωγικού ιστού και των εθνικών υποδομών, ιδιαίτερα δε οι αλλεπάλληλες εξαγορές ελληνικών εταιριών υψηλής τεχνολογίας. Το φαινόμενο αυτό – πέρα από τις όποιες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας– θα μπορούσε να λυθεί εν μέρει με τη συγκρότηση ενός δυναμικού χρηματιστηρίου μέσω του οποίου θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη ελληνικών εταιριών.
Νέα γενιά εθνικού κεφαλαίου
Δυστυχώς, μετά το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου της περιόδου 2000 και μετά τη χρεοκοπία, οι κυβερνήσεις εγκατέλειψαν τόσο τις τράπεζες, όσο και το χρηματιστήριο στα ξένα funds.
Να θυμίσουμε πόσο εντυπωσιάστηκε το πανελλήνιο τα χρόνια της σκληρής δυσπραγίας που είχε προκαλέσει η απληστία των “ικανών”, όταν μία από τις συνεχώς ανακεφαλαιοποιούμενες ελληνικές τράπεζες, χρηματοδότησε ένα δισ. ευρώ περίπου την Fraport για να πάρει τα 14 αεροδρόμια.
Ήταν η εποχή που “δεν υπήρχε σάλιο” στην αγορά και το γεγονός προκάλεσε πολλά ερωτηματικά, δεδομένου ότι η “επιδημία του χρέους” έκλεινε δεκάδες επιχειρήσεις ελλείψει ρευστότητας. Έχουμε επίσης θέσει κατ΄ επανάληψη το ζήτημα της συγκρότησης μιας νέας γενιάς εθνικού κεφαλαίου που θα στηρίζεται σε νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές τις οποίες δεν θα ελέγχει το ξένο κεφάλαιο, έτσι ώστε να υπάρχει κι ένας αναπτυξιακός μοχλός εθνικού ελέγχου, αλλά δυστυχώς το πολιτικό προσωπικό όλων των αποχρώσεων έχει οπτική ματιά το πολύ μέχρι τον επόμενο ανασχηματισμό ή τις επόμενες εκλογές…