Ο Τσαβούσογλου, οι παγίδες της Χάγης και στη γωνία η συνεκμετάλλευση
06/11/2019Τον Δεκέμβριο 2017, η κεμαλική αντιπολίτευση κατηγορούσε την κυβέρνηση Ερντογάν ότι δεν ήταν επαρκώς σκληρή εναντίον της Ελλάδας αναφορικά με τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Από εκείνον τον ανταγωνισμό εθνικισμού και επεκτατισμού σε βάρος της χώρας μας, προέκυψε μία αξιοπρόσεκτη επίσημη δήλωση του Τσαβούσογλου.
Απαντώντας, λοιπόν, σε έναν κεμαλικό βουλευτή, που ζητούσε στρατιωτική δράση για την εκδίωξη της Ελλάδας από νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών όρισε τις τρεις εναλλακτικές λύσεις: διπλωματία, προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο και στρατιωτική κατάληψη των νησίδων. Δήλωσε πως η τουρκική κυβέρνηση έχει επιλέξει τη διπλωματία, αλλά εάν δεν προκύψει λύση, θα ζητήσει από την Εθνοσυνέλευση να αποφασίσει ποιος θα είναι ο εναλλακτικός δρόμος, δηλαδή η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο ή η στρατιωτική δράση.
Ήταν η πρώτη φορά που η Άγκυρα προσδιόρισε τις εναλλακτικές λύσεις, έστω και δυνητικά. Για τη στρατιωτική κατάληψη των ελληνικών νησίδων, εκ των οποίων αρκετές είναι κατοικημένες, δεν έχουμε να πούμε πολλά. Μία τέτοια ενέργεια εκ των πραγμάτων ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου εκ μέρους της Τουρκίας και όλοι το γνωρίζουν.
Ας μείνουμε, λοιπόν, στην εναλλακτική της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, η οποία για πρώτη φορά είχε μπει με σαφήνεια από την Άγκυρα στο τραπέζι. Για την ακρίβεια, πάντα πρότασσε τις διμερείς διαπραγματεύσεις, αλλά θεωρητικά δεν απέρριπτε την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο. Προτιμούσε τις διμερείς διαπραγματεύσεις, επειδή έχει πεισθεί από τις αντιδράσεις της Αθήνας ότι μπορεί να τη ρυμουλκήσει σε διευθετήσεις, οι οποίες θα παρακάμπτουν το διεθνές δίκαιο και θα ευνοούν τα τουρκικά συμφέροντα. Αλλά και την παραπομπή στη Χάγη, η Άγκυρα τη συζητάει μόνο σ’ ένα πλαίσιο, το οποίο επίσης θα παρακάμπτει το διεθνές δίκαιο και επιπροσθέτως θα νομιμοποιεί τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις, καθιστώντας τες νομικές διαφορές.
Ο Τσαβούσογλου και η αμφισβήτηση του εδαφικού καθεστώτος
Η Ελλάδα παραδοσιακά ζητούσε η διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας να παραπεμφθεί στη Χάγη. Αυτή η θέση, όμως, είχε νόημα όσο δεν υπήρχε τουρκική αμφισβήτηση του εδαφικού καθεστώτος. Πώς θα οριοθετήσει το Διεθνές Δικαστήριο, όταν η μία πλευρά διεκδικεί νησίδες της άλλης; Ο μόνος τρόπος είναι να τεθεί την κρίση του και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Μπορεί η ελληνική θέση από νομικής απόψεως να είναι ισχυρότατη, αλλά καμία χώρα δεν θέτει την εδαφική της ακεραιότητα στην κρίση τρίτων, ακόμα και δικαστών.
Το Διεθνές Δικαστήριο δεν είναι “αδιάβροχο” από πολιτικές σκοπιμότητες. Όταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ή στην ατζέντα της Χάγης, βρίσκονται για μοίρασμα μόνο ελληνικές νησίδες και καμία τουρκική, η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει. Ιδανικές αποφάσεις και 100% δικαίωση είναι εξαιρετικά σπάνια. Η ελληνική πλευρά, λοιπόν, έχει μόνο να χάσει αν μπει σ’ αυτό το μονοπάτι.
Η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου (με μία εξαίρεση). Δεδομένου ότι δεν διεκδικεί τίποτα από την Τουρκία, δεν έχει κανένα λόγο να ζητάει παραπομπή. Εάν η Άγκυρα θέλει να προσφύγει μονομερώς εναντίον της Ελλάδας, επειδή θεωρεί ότι αδικείται, μπορεί να το πράξει. Πρέπει προηγουμένως, όμως, να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Δεν το κάνει, βεβαίως, επειδή θα καθίστατο ευάλωτη σε πολλά άλλα επίπεδα. Εκτός αυτού, η θεωρία περί “γκρίζων ζωνών” (σταδιακά έπαψαν να είναι “γκρίζες” και έγιναν τουρκικές) δεν είναι νομική διαφορά για να την λύσει η Χάγη. Είναι όχημα επεκτατισμού και ως εκ τούτου πολιτικό πρόβλημα.
Η διολίσθηση στις διερευνητικές επαφές
Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια των πολύχρονων ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών, οι οποίες έχουν εδώ και χρόνια παγώσει, η Αθήνα είχε παρασυρθεί σε διαπραγμάτευση και για προβλήματα που έχουν εγείρει μονομερώς οι Τούρκοι, αλλά και για υποδείξεις που πρέπει να γίνουν προς το Διεθνές Δικαστήριο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είχε ανοίξει την πόρτα για εθνικά επιζήμιες εξελίξεις. Η λεγόμενη “πολιτική Ελσίνκι”, την οποία δρομολόγησε η κυβέρνηση Σημίτη (με υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου), εκινείτο προς αυτή την κατεύθυνση.
Υπενθυμίζουμε, πάντως, πως εάν φτάναμε στο σημείο να πάμε για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, χωρίς να έχουμε επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, η οριοθέτηση θα γινόταν με βάση τα έξι μίλια και η Ελλάδα θα έχανε το δικαίωμά επέκτασης. Όσο, πάντως, η Τουρκία βάζει στο τραπέζι εδαφικές διεκδικήσεις ο δρόμος μίας συμφωνίας παραμένει εκ των πραγμάτων κλειστός.
Είναι αξιοθρήνητο το γεγονός ότι κάποιοι κύκλοι στην Αθήνα συζητούν το ενδεχόμενο να παραπέμψουν στη Χάγη τα προβλήματα ως πακέτο, συμπεριλαμβανομένων και των “γκρίζων ζωνών”. Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα της ελληνικής πολιτικής ελίτ βλέπει τη Χάγη όχι ως έναν πολιτισμένο τρόπο επίλυσης μιας διαφοράς με ένα γειτονικό κράτος, αλλά σαν πολιτικό καταφύγιο.
Τα θυμηθήκαμε όλα αυτά, επειδή αρκετοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες στην Αθήνα έχουν φθάσει στο σημείο να επιδιώκουν τον πάση θυσία κατευνασμό της τουρκικής επιθετικότητας με την παραχώρηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στον Ερντογάν. Τότε επεδίωκαν οι όποιες παραχωρήσεις να έχει τη βούλα του Διεθνούς Δικαστηρίου, ελπίζοντας ότι έτσι οι Έλληνες θα το καταπιούν πιο εύκολα. Τώρα, οι ίδιοι παράγοντες ξανασερβίρουν το πιάτο της συνεκμετάλλευσης των όποιων ενεργειακών κοιτασμάτων.