Ο μύθος του φιλελεύθερου τουρκικού πολιτικού Ισλάμ
14/11/2017του Νίκου Μιχαηλίδη –
Είναι ασαφές πως θα εξελιχθούν τα πράγματα τους επόμενους μήνες στη γειτονική Τουρκία. Από την πλευρά του, το ισλαμικό καθεστώς, κατά την πάγια, προσφιλή και λαϊκιστική τακτική του, αναζητά εξωτερικούς εχθρούς. Κατηγορεί εμμέσως πλην σαφώς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ως υποκινητές του πραξικοπήματος. Το μόνο βέβαιο είναι πως το περιβόητο «τουρκικό μοντέλο» έχει χρεοκοπήσει.
Τί ήταν, όμως, αυτό το «τουρκικό μοντέλο;» Για να το κατανοήσουμε πρέπει να ανατρέξουμε στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν.
Η ανεξαρτητοποίηση των κρατών του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ στις αρχές του 1990, οδήγησε την τουρκική κρατική ηγεσία της εποχής, με την ενθάρρυνση και ενίσχυση της Δύσης, να πιστέψει ότι μπορεί να ενώσει αυτές τις χώρες κάτω από τουρκική ηγεμονία. Να τις απομακρύνει από την ρωσική σφαίρα επιρροής και να τις φέρει εγγύτερα στην φιλελεύθερη Δύση.
Επρόκειτο για μια αναβίωση του οράματος του παντουρκισμού που εύκολα το διέκρινε κανείς στη δημόσια ρητορική της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας και των δυτικών και τουρκικών ΜΜΕ. Το διέκρινες ακόμα και σε ακαδημαϊκές μελέτες, καθώς και στις δραστηριότητες των τουρκικών δικτύων επιρροής σε αυτές τις κοινωνίες.
Οι τουρκικές γραφειοκρατικές και πολιτικές ελίτ θεώρησαν ότι με αυτό τον τρόπο η χώρα τους θα κατάφερνε να αναδειχθεί σε γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ασίας. Θεώρησαν ότι θα ενίσχυαν τον ρόλο της ως αυτόνομου διεθνούς πόλου εξουσίας και οικονομίας, ο οποίος, όμως, συνεργάζεται με την Δύση.
Εξαγώγιμο “τουρκικό μοντέλο”
Κεντρικό στοιχείο αυτής της πολιτικής στρατηγικής υπήρξε η καλλιέργεια και η διασπορά του μύθου περί ενός υποτιθέμενου “τουρκικού μοντέλου” διακυβέρνησης και οικονομίας, το οποίο θα αποτελούσε πρότυπο για τις τότε πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένες μουσουλμανικές χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ.
Ο μύθος του τουρκικού μοντέλου, αποκρύπτοντας τον μιλιταριστικό χαρακτήρα του καθεστώτος στην Τουρκία, παρουσίαζε αυτή την χώρα ως εκκοσμικευμένη, δημοκρατική και φιλελεύθερη! Επιπλέον, τονιζόταν η υποτιθέμενα «κοινή καταγωγή» των κατοίκων της Τουρκίας με αυτούς των χωρών της Κεντρικής Ασίας. Σε τμήματα της ελίτ και του πληθυσμού των χωρών αυτών καλλιεργήθηκε, επίσης, η προσδοκία ότι το μέλλον τους βρίσκεται στην περαιτέρω απομάκρυνση από την ρωσική επιρροή και στην ένταξή τους σε αυτόν τον παντουρκικό συνασπισμό.
Παρά τα τεράστια ποσά και την ενέργεια που επενδύθηκε, αυτό το γεωπολιτικό project απέτυχε παταγωδώς. Οι ιδιαιτερότητες των κοινωνιών της περιοχής από την μια και οι σοβαρές εγγενείς αδυναμίες της Τουρκίας από την άλλη (τις οποίες οι αρμόδιοι σε χώρες του δυτικού κόσμου απέτυχαν να κατανοήσουν) δεν ευνόησαν την επιτυχή έκβαση αυτής της στρατηγικής.
Η Ρωσία επέστρεψε δυναμικά στις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ και τις ενέταξε στη νέα σφαίρα επιρροής της. Η δε μεγαλοϊδεατική τουρκική ηγεσία και οι επιχειρηματίες της αρκέστηκαν σε μερικά συμβόλαια, κυρίως στον κλάδο των κατασκευών.
Κουτσό άλογο
Η Δύση είχε επενδύσει σε ένα κουτσό και αλαζονικό άλογο. Το τουρκικό μοντέλο απέτυχε παταγωδώς στην Κεντρική Ασία και στον Καύκασο. Μερικά χρόνια αργότερα, ο μύθος περί τουρκικού μοντέλου, ελαφρώς τροποποιημένος, επανήλθε στη διεθνή συζήτηση με την άνοδο του ισλαμικού ΑΚΡ στην εξουσία το 2002.
Οι New York Times εκθείαζαν τον Ερντογάν και το κόμμα του ως το ιδανικό πολιτικό μοντέλο που συνδυάζει το Ισλάμ με την φιλελεύθερη δημοκρατία και την ελεύθερη αγορά. Διεθνή think tanks, δημοσιογράφοι, αναλυτές και κάθε είδους δημοσιολογούντες προπαγάνδιζαν υπέρ του τουρκικού μοντέλου του «σουνιτικού ισλαμικού φιλελευθερισμού», προωθώντας το παράλληλα προς τις αραβικές κοινωνίες ως πρότυπο προς μίμηση.
Η Τουρκία, υπό τον Ερντογάν, ανέπτυξε εκτεταμένα δίκτυα συνεργασίας και επιρροής στα κατά τόπους σουνιτικά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα, επιχειρώντας να τα θέσει υπό την ηγεμονία και τον έλεγχό της. Στρατηγική της επιδίωξη ήταν η δημιουργία μιας δικής της αυτόνομης σφαίρας επιρροής στον σουνιτικό κόσμο.
Το ιδεολόγημα του τουρκικού ισλαμικού φιλελευθερισμού επιχειρήθηκε επίσης να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την αποριζοσπαστικοποίηση των διαφόρων αντιδυτικών ισλαμικών κινημάτων στη βόρεια Αφρική και στην Μέση Ανατολή. Επίσης, ως αντίβαρο στην επιρροή του σιιτικού ιρανικού μοντέλου που συνδύαζε τον κορπορατισμό με την ισλαμική επανάσταση και την αντιδυτική ρητορική.
Ενσωμάτωση δια του Ισλάμ
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, στο εσωτερικό μέτωπο, η ισλαμική ηγεσία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης επιχείρησε να κάνει ελεγχόμενα ανοίγματα προς το κουρδικό κίνημα. Στόχος της ήταν να το ενσωματώσει δια του Ισλάμ, να δαμάσει και να εξουδετερώσει τον κίνδυνο περαιτέρω ενίσχυσης του εθνοτικού αποσχιστικού του χαρακτήρα.
Επιπλέον, περιθωριοποίησε εκείνες τις ομάδες εντός του στρατεύματος που αντιτάσσονταν σε αυτή τη νέα πολιτική στρατηγική του ενιαίου Ισλάμ υπό τουρκική ηγεμονία. Τα οικονομικά ανοίγματα και η έστω και με δανεικά ευμάρεια που δημιούργησε το κόμμα του Ερντογάν ενίσχυσαν σημαντικά τα κοινωνικά του ερείσματα σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας και ενδυνάμωσαν την πολιτική του ηγεμονία.
Έτσι πιστωτικές κάρτες, Αλλάχ και υποσχέσεις εκδημοκρατισμού είχαν καταστήσει τον Ερντογάν αδιαφιλονίκητο ηγέτη. Πολλοί, ακόμα και στην Ελλάδα, έχουν αφελώς χαρακτηρίσει τον ισλαμιστή πολιτικό και το κόμμα του ως δύναμη μεταρρύθμισης και εκδημοκρατισμού. Υιοθέτησαν άκριτα την επίσημη τουρκική προπαγάνδα και την αγγλόφωνη βιβλιογραφία για το θέμα. Δεν έλαβαν, όμως, υπόψη τους ότι στα σχεδόν 15 χρόνια της παραμονής του στην εξουσία, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης απέφυγε επιμελώς και με πολλαπλές δικαιολογίες να προβεί σε ουσιαστική συνταγματική μεταρρύθμιση.
Πολιτικοί τακτικισμοί
Έτσι, η υποτιθέμενα δημοκρατική κυβέρνηση Ερντογάν κυβερνούσε χωρίς ενδοιασμούς την χώρα με το Σύνταγμα που επέβαλλε ο δικτάτορας στρατηγός Κενάν Εβρέν στις αρχές του 1980. Ενώ όλα εκείνα τα χρόνια υπήρχε μια πλειοδοσία δημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής ρητορικής, λίγα έγιναν στην πράξη.
Ακόμα και τα περιβόητα δημοκρατικά ανοίγματα που κατά καιρούς πομπωδώς ανακοινώνονταν προς τους ετερόδοξους πολυάριθμους αλεβιτικούς πληθυσμούς, προς τους Κούρδους και προς κάθε είδους μειονότητα, απεδείχθησαν πολιτικοί τακτικισμοί. Στόχος του κυβερνώντος κόμματος ήταν να αποδυναμώσει την δημοκρατική αντιπολίτευση.
Ουσιαστικά, ο Ερντογάν σε σημαντικό βαθμό οικειοποιήθηκε τα αιτήματα και την ρητορική των δημοκρατικών και φιλελεύθερων δυνάμεων της Τουρκίας, προκειμένου να εδραιώσει την δική του ηγεμονία. Περίμενε δε τον κατάλληλο χρόνο για να ξεδιπλώσει την ισλαμική ατζέντα του.
Στόχος του ήταν να εμφανιστεί ως η μόνη ρεαλιστική μεταρρυθμιστική δύναμη και να αποδυναμώσει τα κοινωνικά και πολιτικά δίκτυα που επεδίωκαν τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό. Η καλά σχεδιασμένη αυτή οικειοποίηση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας και των σχετικών εννοιών οδήγησε τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες δυνάμεις της Τουρκίας σε προσωρινό αδιέξοδο.