Χαμηλή “πτήση” χωρίς κάλπες μπροστά
04/11/2017του Σταύρου Λυγερού –
Η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει χάσει εκλογικό έδαφος, αλλά δεν καταρρέει. Το δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, φαίνεται και εμπειρικά. Η βασική αιτία της διάχυτης κοινωνικής δυσαρέσκειας είναι τα αλλεπάλληλα επώδυνα μνημονιακά μέτρα (περικοπές, υπερφορολόγηση, πλειστηριασμοί κλπ) και βεβαίως το γεγονός ότι η πραγματική οικονομία -λόγω αυτών των μέτρων- παραμένει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Για να κλείσει η 2η αξιολόγηση απαιτήθηκε η λήψη πρόσθετων επώδυνων μέτρων, τα οποία επιδείνωσαν το πολιτικό κλίμα για το κυβερνητικό στρατόπεδο. Από την άλλη πλευρά, όμως, η συμφωνία στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου προκάλεσε ανακούφιση. Απομάκρυνε την αβεβαιότητα και πρόσφερε μία ανάσα σταθερότητας. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται και η 3η αξιολόγηση.
Τα αντιφατικά αισθήματα που διατρέχουν την κοινωνία είναι σημείο των καιρών και απόδειξη της ομηρίας, στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα. Η ζωτική ανάγκη για σταθερότητα, όμως, ικανοποιείται έστω και εν μέρει, έστω και συγκυριακά από τους δανειστές. Και αυτοί την ικανοποιούν μόνο εφόσον η Αθήνα δέχεται τον κορμό των απαιτήσεών τους.
Παρά τη δεδομένη δυσαρέσκειά τους, οι πολίτες έχουν κατά κανόνα συνειδητοποιήσει ότι τις πολιτικές τις υπαγορεύουν οι δανειστές. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου, ανεξαρτήτως ιδεολογικού-πολιτικού χρώματος, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από τα να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του ευρωιερατείου και του ΔΝΤ.
Η αντίφαση της ΝΔ
Δεδομένου ότι κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν συζητάει καν το ενδεχόμενο μία εναλλακτικής που στην πράξη ισοδυναμεί με ρήξη, το μνημονιακό μονοπάτι καθίσταται μονόδρομος. Και το κοινό αφήγημα είναι ότι μόνο αν εφαρμόσουμε το Μνημόνιο θα απαλλαγούμε από αυτό. Με άλλα λόγια, εάν επανέρχονταν τώρα οι “γαλάζιοι” στην εξουσία δεν θα άλλαζε τίποτα ουσιαστικό.
Η στάση της ΝΔ, άλλωστε, είναι συνεχώς εξόφθαλμα αντιφατική. Κατηγορούσε την κυβέρνηση Τσίπρα, επειδή είχε καθυστερήσει να κλείσει τη 2η αξιολόγηση. Την ίδια στιγμή, όμως, αρνήθηκε να ψηφίσει τα προαπαιτούμενα για το κλείσιμο. Υποστηρίζει πως εάν η 2η αξιολόγηση είχε κλείσει εγκαίρως, τα μέτρα θα ήταν λιγότερα.
Ακόμα και εάν δεχθεί κανείς αυτό τον ισχυρισμό, για να είναι συνεπής με τον εαυτό του, ο Μητσοτάκης θα έπρεπε να είχε ζητήσει από τότε που άρχισαν οι σχετικές διαπραγματεύσεις, η Αθήνα να δεχθεί αμέσως τις απαιτήσεις των δανειστών για να μη βαρύνει ο λογαριασμός. Μόνο έτσι θα έκλεινε γρήγορα η αξιολόγηση και δεν θα υπήρχε καθυστέρηση.
Αντί γι’ αυτό, η ηγεσία της ΝΔ ακολούθησε την πεπατημένη των κομμάτων που βρίσκονται στην αξιωματική αντιπολίτευση. Πατάει σε δύο βάρκες, ποντάροντας στο γεγονός ότι η εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων φθείρει την κυβέρνηση και εξ αντιδιαστολής φουσκώνει τα εκλογικά πανιά της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου
Μπορεί από την άποψη της εθνικής ευθύνης η στάση αυτή να είναι προβληματική, αλλά αποδίδει εκλογικά. Ειδικά από ένα χρονικό σημείο και πέρα, οι ψηφοφόροι παύουν να συγκρίνουν την κυβέρνηση με την αξιωματική αντιπολίτευση. Αρχίζει να κυριαρχεί το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου: να φύγει η κυβέρνηση και ας έρθει οποιοσδήποτε.
Έχουμε ήδη εισέλθει σ’ αυτή τη φάση, αλλά όχι κατά τρόπο δυναμικό. Ενώ η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δυσφορεί και παίρνει αποστάσεις από την κυβέρνηση Τσίπρα δεν πιέζει για την άμεση ανατροπή της, επειδή δεν ελπίζει από μία αλλαγή φρουράς. Γι’ αυτό και παρά τη διάχυτη δυσφορία, υπάρχουν φάσεις που η εκλογική καμπύλη του ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιείται ή κάποιες στιγμές παίρνει ελαφρώς και την ανιούσα.
Υπάρχει, βεβαίως, ο παράγοντας της αδράνειας στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Αυτός ισχύει και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι οι κεντροαριστεροί που το 2012 και το 2015 τον ψήφισαν έχουν σχετικά χαλαρή πολιτική σχέση μαζί του. Δεν είναι, όμως, αυτός η κύρια αιτία που το κόμμα του Τσίπρα αντέχει δημοσκοπικά.
Όσοι λόγω των Μνημονίων είχαν πάρει αποστάσεις από το ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι τώρα από δυσαρεστημένοι έως εξοργισμένοι με τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά κατά κανόνα δεν επιστρέφουν εκλογικά στο παλιό κόμμα τους. Επειδή, μάλιστα, δεν βλέπουν να υπάρχει αξιόπιστη αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη με προοπτική εξουσίας, βρίσκονται σε μία κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού.
Φυγή προς τα “εμπρός”
Η ιδιότυπη αυτή ατμόσφαιρα εκ των πραγμάτων δίνει πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η προσδοκία της αγοράς ότι η επικράτηση κλίματος πολιτικής σταθερότητας θα τονώσει τη δοκιμαζόμενη πραγματική οικονομία.
Στο Μαξίμου διαπιστώνουν την πολιτική-εκλογική φθορά, αλλά θεωρούν πως δεν έχουν άλλη επιλογή από τη φυγή προς τα “εμπρός”. Αυτό στην πράξη σημαίνει εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων με την ελπίδα πως τελικώς θα επικρατήσει το αισιόδοξο σενάριο. Η οικονομία θα σταθεροποιηθεί και σιγά-σιγά θα αρχίσει να μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης.
Ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του ελπίζουν πως εάν αυτό συμβεί μπορεί να μην αποφύγουν την ήττα στις επόμενες εκλογές, αλλά θα εδραιωθούν ως ο δεύτερος πυλώνας του πολιτικού συστήματος. Με άλλα λόγια, πως θα παραμείνουν κόμμα εξουσίας και θα έχουν μέλλον.
Στην πραγματικότητα, όλα τα παραπάνω στοιχεία σκιαγραφούν μία ασταθή πολιτική ισορροπία. Μετά και το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης, πάντως, η κυβέρνηση Τσίπρα έχει αγοράσει αρκετό πολιτικό χρόνο. Και με την απόφασή της να κλείσει γρήγορα την 3η αξιολόγηση το κλίμα αυτό θα συνεχισθεί. Κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει την εξάντληση της τετραετίας, αλλά αν δεν συμβεί κάτι που σήμερα δεν είναι ορατό, κυβέρνηση θα συνεχίσει την ίδια χαμηλή πτήση της.