Ούτε συγκάλυψη ούτε μικροκομματικό κυνήγι μαγισσών
01/04/2018Η υπόθεση Novartis επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της κάθαρσης του πολιτικού συστήματος και μάλιστα κατά τρόπο που εκτόξευσε την πόλωση και τις εκατέρωθεν κατηγορίες. Όταν οι Αγανακτισμένοι φώναζαν προς τη Βουλή το ισοπεδωτικό «κλέφτες, κλέφτες», έθεταν με στρεβλό τρόπο το μείζον πρόβλημα της κλεπτοκρατίας. Η διαφθορά υπάρχει καθόλη τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών και μάλλον έφθασε να μην είναι η εξαίρεση, δεδομένου ότι η συγκάλυψη ήταν η κυρίαρχη τάση του πολιτικού συστήματος.
Πέρα, όμως, από τους πολιτικούς που δωροδοκήθηκαν, υπάρχει και το ευρύτερο ζήτημα της ανοχής από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Ως φορείς της λαϊκής εντολής για την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος, οι υπουργοί, αλλά και οι βουλευτές συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης έχουν μερίδιο ευθύνης για την εδραίωση του κλεπτοκρατικού, σπάταλου, ανορθολογικού και παρασιτικού μοντέλου, που έριξε την Ελλάδα στον γκρεμό.
Παρόλα αυτά, η εστίαση της λαϊκής οργής αποκλειστικά στους πολιτικούς είναι και ηθικά άδικη και πολιτικά λανθασμένη, επειδή αφήνει στη σκιά βαρόνους του χρήματος και των ΜΜΕ. Αυτοί λειτούργησαν ως βασικοί πυλώνες του κλεπτοκρατικού μοντέλου και επωφελήθηκαν τα μέγιστα απ’ αυτό.
Η βίαιη συρρίκνωση του εισοδήματος των μικρομεσαίων στρωμάτων έσπασε τη μακρόχρονη ανοχή τους στο καρκίνωμα της διαπλοκής/διαφθοράς, στο πλαίσιο της εκατέρωθεν ένοχης ανοχής που χαρακτήριζε τη σχέση ανάμεσα στην κορυφή και στη βάσης της κοινωνικής πυραμίδας τις προηγούμενες δεκαετίες.
Το κίνημα των Αγανακτισμένων ξεφούσκωσε ως τέτοιο, αλλά –πάντα λόγω των Μνημονίων– οι πολίτες ανέτρεψαν με την ψήφο τους τους παραδοσιακούς κομματικούς συσχετισμούς. Το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ από 3-4% βρέθηκε το 2015 πρώτο κόμμα. Η δε Χρυσή Αυγή από απολύτως περιθωριακή οργάνωση του 0,κάτι% έχει εδραιωθεί στην τρίτη θέση.
Παραδοσιακά, η κάθαρση βρισκόταν εγκλωβισμένη στις συμπληγάδες: Από τη μία πλευρά εμποδιζόταν από το σύνδρομο αλληλεγγύης-συγκάλυψης, το οποίο κυριαρχούσε στα μεγάλα κόμματα-φυλές της μεταπολίτευσης. Είναι ενδεικτική η υπόθεση Τσοχατζόπουλου και όχι μόνο. Από την άλλη πλευρά η κάθαρση χρησιμοποιήθηκε επιλεκτικά ως όπλο εναντίον πολιτικών αντιπάλων και παραλλήλως ως μέσο εκτόνωσης της λαϊκής οργής.
Έρευνα δεν σημαίνει ενοχή
Η κάθαρση, ωστόσο, πρέπει να αποτελεί οργανική διαδικασία εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος. Πρέπει να καταργηθούν αφενός τα θεσμικά εμπόδια κι αφετέρου να καταστούν αδύνατοι οι επιλεκτικοί χειρισμοί και τα συναφή τεχνάσματα, στα οποία κυβερνήσεις και κόμματα καταφεύγουν συχνά όταν θέλουν ή να χρησιμοποιήσουν σκάνδαλα σαν πολιτικό όπλο ή να τα συγκαλύψουν. Στο μικροσκόπιο των αρμοδίων ελεγκτικών και δικαστικών αρχών πρέπει να μπαίνουν όλοι και κατά προτεραιότητα τα δημόσια πρόσωπα, ώστε να λειτουργεί η αποτροπή.
Έρευνα, όμως, δεν σημαίνει ενοχή. Εάν δεν κάνουμε ξεκάθαρο αυτό τον διαχωρισμό η κάθαρση θα εκφυλισθεί σε λιντσάρισμα και μάλιστα όχι υποχρεωτικά ενόχων. Η πρακτική “δίνω αίμα στον λαό” ουσιαστικά ακυρώνει την κάθαρση. Όσο κι αν είναι δικαιολογημένη η καχυποψία και η οργή των πολιτών, έχει ζωτική σημασία να αντισταθούμε, να μην διολισθήσουμε στο ανθρωποφαγικό παιχνίδι εντυπώσεων.
Η χώρα έχει ζωτική ανάγκη από κάθαρση που θα σπάσει αποστήματα, θα τιμωρήσει παραδειγματικά και θα αποτρέψει την επανάληψη νοσηρών φαινομένων. Θα είναι χειρότερα, όμως, εάν εκφυλιστεί σε ισοπεδωτικό κυνήγι μαγισσών. Ουδείς αναμάρτητος, αλλά δεν έχουν όλοι τις ίδιες αμαρτίες. Η εξίσωση πταισμάτων και κακουργημάτων στον δημόσιο βίο βολεύει πολύ τα μεγάλα λαμόγια, επειδή δημιουργεί σύγχυση και διαχέει τη λάθος εντύπωση ότι στον δημόσιο βίο είναι όλοι ίδιοι.
Όσοι ελέγχουν προβολείς δημοσιότητας μπορούν να τους στρέψουν σε αμαρτήματα που επιλέγουν. Θα ήταν ολέθριο, όμως, εάν, παρασυρόμενες από το κλίμα, οι ελεγκτικές αρχές και η Δικαιοσύνη ασχολούνταν μόνο με αυτά. Η δικαιολογημένη έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς δεν πρέπει να τους ρίξει σ’ αυτή την παγίδα.
Η παραπομπή του σκανδάλου Novartis στη Βουλή και η αποχώρηση της αντιπολίτευσης από την Προκαταρκτική Επιτροπή προσδίδουν στις παραπάνω παρατηρήσεις επιτακτική επικαιρότητα. Και βεβαίως επιβεβαιώνεται για μία ακόμα φορά πόσο ακατάλληλη είναι η Βουλή για τη διερεύνηση σκανδάλων, στα οποία αναμιγνύονται πολιτικά πρόσωπα.