Γιατί ο κορονοϊός σκοτώνει και εμβολιασμένους
22/08/2021Κατέληξε τα μεσάνυχτα και δεύτερος ασθενής που ήταν πλήρως εμβολιασμένος. Ενώ, όμως, για τον πρώτο, τον 70χρονο οδοντίατρο από τη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν γνωστά αίτια (όπως υποκείμενα νοσήματα) και ανήκε ατυχώς στο 10% που δεν το “πιάνει” το εμβόλιο για ανεξήγητους λόγους, στο νέο θάνατο έπαιξε ρόλο η ανοσοκαταστολή του θανόντα.
Πρόκειται για 77χρονο ασθενή που λόγω σοβαρού νοσήματός του λάμβανε θεραπευτική αγωγή που προκαλεί μεγάλη ανοσοκαταστολή και που ουσιαστικά αδρανοποιεί το εμβόλιο. Ήταν δηλαδή από τις περιπτώσεις που μπορούν να σωθούν μόνον με την συλλογική ανοσία, καθώς ο οργανισμός τους δεν μπορεί να παράγει αντισώματα, ούτε με φυσικό τρόπο ούτε με εμβολιασμό.
Ο 77χρονος είχε εισαχθεί με βαριά συμπτώματα στη ΜΕΘ του Γενικού Νοσοκομείου Ζακύνθου πριν από 20 ημέρες και πριν από 10 μέρες διασωληνώθηκε. Τελικά σήμερα υπέκυψε. Σε αρκετές περιπτώσεις όπως δείχνει έρευνα του Ισραήλ, οι ασθενείς που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή μπορούν να παράγουν κάποια αντισώματα με την τρίτη, ενισχυτική ή “αναμνηστική” δόση του εμβολίου.
Όμως μια μερίδα από αυτούς, κυρίως όσοι παίρνουν χημειοθεραπεία για κακοήθειες ή πάσχουν από αιματολογική κακοήθεια, δύσκολα αναπτύσσουν αντισώματα έστω και με την τρίτη δόση αν λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία κατά την επίμαχη περίοδο. Αυτές οι κατηγορίες ασθενών, ανεξαρτήτως της ηλικίας τους, μπορούν να προστατευθούν μόνον αν η συλλογική ανοσία φθάσει στο 75%-80%, κάτι που έχει πετύχει μέχρι στιγμής στην Ευρώπη μόνον η Πορτογαλία, όπου τα κρούσματα από ότι 4.000 μειώθηκαν στα 2.500 την ημέρα παρά την μετάλλαξη Δέλτα και οι θάνατοι χθες ήταν 8 ενώ στην Ελλάδα ήταν 23.
Ο ρόλος των αντισωμάτων
Όσον αφορά στον 70χρονο οδοντίατρο που πέθανε πριν από μια εβδομάδα, είχε κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου των Pfizer/BioNTech, πρόσεχε και ήταν εμβολιασμένη και η οικογένειά του. Δεν είναι γνωστό πώς κόλλησε, αλλά κατέληξε στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από νοσηλεία τριών εβδομάδων με βαρύτατη πνευμονία.
Εικάζουν οι ειδικοί ότι στην ευπάθεια προς τον ιό αλλά και στην ικανότητα ανάπτυξης επαρκών αντισωμάτων παίζουν ρόλο και γονιδιακοί παράγοντες, αλλά και το ιικό φορτίο που προσβάλλει κάποιον εξαρχής. Το γεγονός για παράδειγμα ότι πολλοί νέοι νοσούν βαρύτερα, αποδίδεται κυρίως στο ότι συγχρωτίζονται στα κέντρα διασκέδασης ή και στις καφετέριες χωρίς κανένα μέτρο, δεν τηρούν διόλου αποστάσεις, τραγουδούν, φωνάζουν και γίνονται κατά συνέπεια πομποί και δέκτες υψηλού ιικού φορτίου λόγω πολλών σταγονιδίων.
Η ποσότητα του ιικού φορτίου παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς όσο λιγότερη είναι, τόσο περισσότερο περιθώριο χρόνου έχει ο προσβεβλημένος να προλάβει να αναπτύξει επαρκή αντισώματα. Επιπλέον η Δέλτα έχει και την ιδιαιτερότητα να κολλάει από την δεύτερη μέρα. Όλοι οι κορονοϊοί βεβαίως μεταδίδονται και πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων, αλλά ειδικά η Δέλτα μεταδίδεται πιο γρήγορα πιθανόν επειδή αναπτύσσεται αρχικά “σιωπηλά” στο ρινοφάρυγγα. Κατά συνέπεια ο φορέας μεταδίδει επί τουλάχιστον δύο ημέρες προτού εμφανίσει ο ίδιος συμπτώματα, χωρίς καν να υποψιάζεται ότι νοσεί.
Η τρίτη δόση
Η μόνη πρόληψη είναι να θεωρούν όλοι (περιλαμβανομένων και των εμβολιασμένων) ότι είναι εν δυνάμει φορείς και να φορούν μάσκα όσο βρίσκονται σε συγχρωτισμό με άλλους. Πάντως μεταξύ των 13.391 νεκρών στην Ελλάδα, οι πλήρως εμβολιασμένοι που έχουν πεθάνει μέχρι στιγμής ειναι μόνον δύο, και ουσιαστικά μόνον ο ένας παραμένει απρόσμενο γεγονός αφού ο δεύτερος ήταν σε ανοσοκαταστολή.
Στο Ισραήλ, επειδή εκπνέει η δράση των εμβολίων μετά από 9-12 μήνες έχουν αρχίσει την τρίτη δόση και στο γενικό πληθυσμό. Ξεκίνησαν με τους ανοσοκατεσταλμένους, εν συνεχεία με τους άνω των 60 ετών επειδή λόγω ηλικίας είναι κι αυτοί σε μια κατάσταση τρόπον τινά μέτριας φυσικής ανοσοκαταστολής, προχώρησαν μετά στους άνω των 50 και τώρα χορηγούν τρίτη δόση στους άνω των 40.
Ειδικά στους ανοσοκατεσταλμένους διαπίστωσαν ότι η τρίτη δόση παράγει αντισώματα στο 86% από αυτούς, ενώ ένα 24% δυστυχώς δεν ανταποκρίνεται ούτε στην ενισχυτική δόση. Άλλη ισραηλινή μελέτη έδειξε ότι σε 100.000 πληθυσμού, στα 172 βαριά περιστατικά ανεμβολίαστων άνω των 60 ετών, αναλογούν 21 περιστατικά εμβολιασμένων της ίδια ηλικίας.