Το “μυστικό” επιθετικό όπλο των αρχαίων Ελλήνων
14/10/2020Η ασπίδα υπήρξε το κατεξοχήν αμυντικό όπλο σε όλους τους στρατούς της υφηλίου από την προϊστορία. Ωστόσο μόνο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν τις περίφημες οκτώσχημες και Αργολικές ασπίδες ως επιθετικά όπλα. Οι μινωικοί και πρώιμοι μυκηναϊκοί στρατοί χρησιμοποιούσαν τις μεγάλες ποδήρεις ασπίδες, τους ομηρικούς σάκους, καθαρά σε αμυντικό ρόλο.
Οι ασπίδες αυτές κάλυπταν τον πολεμιστή από τα πόδια έως τον λαιμό, αλλά ήταν δύσχρηστες. Όλα όμως άλλαξαν με την, άγνωστο πότε ακριβώς, υιοθέτηση από τους Μυκηναίους φαλαγγίτες, της οκτώσχημης ασπίδας. Το όπλο αυτό ήταν επίσης πρωτοποριακής σύλληψης για την εποχή του και προσέδωσε ακόμα μεγαλύτερη ισχύ στους άνδρες που το χρησιμοποιούσαν.
Η οκτώσχημη ασπίδα είχε το ίδιο σχεδόν μέγεθος με την πυργόσχημη ποδήρη ασπίδα ήταν όμως κοίλη και ο πολεμιστής κυριολεκτικά μπορούσε να εισέλθει εντός της βρίσκοντας απόλυτη κάλυψη. Ήταν επίσης κατασκευασμένη από στρώσεις δερμάτων επί πλεγμένου με ξύλο λυγαριάς σκελετού. Διέθετε όμως λαβή και σχήμα, με κεντρική ισχυρή ξύλινη νεύρωση, που της επέτρεπε να ωθήσει τον αντίπαλο πολεμιστή και να ανοίξει πέρασμα στο εχθρικό τείχος ασπίδων.
Ήταν η πρώτη ασπίδα παγκοσμίως που όχι μόνο επέτρεπε στον μαχητή να τη χρησιμοποιήσει σε τακτικές ωθισμού, αλλά μάλλον του το επέβαλε. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι και πάλι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο από τους άνδρες του πρώτου ζυγού της φάλαγγας, ως επιθετικό όπλο. Αν οι άνδρες των πίσω ζυγών διέθεταν τέτοιες ασπίδες και προσπαθούσαν να ωθήσουν τους εμπρός τους εβρισκόμενους συναδέλφους τους, ήταν σίγουρο ότι θα τους τραυμάτιζαν. Η οκτώσχημη ασπίδα, για κάποιους λόγους άγνωστους σε εμάς, έφτασε να θεωρείτε ακόμα και λατρευτικό σύμβολο.
Ίσως η λατρεία αυτή των Μυκηναίων να πήγαζε από τη χρησιμότητα της ως όπλου και από τις νίκες που τυχόν τους είχε χαρίσει. Αργότερα εξελίχθηκε περαιτέρω και έφτασε έως τους αρχαϊκούς χρόνους με την ονομασία «βοιωτική» ασπίδα. Το όπλον ήταν η δεύτερη, μετά την οκτώσχημη, ασπίδα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επιθετικά, όχι όμως από τον πρώτο μόνο ζυγό των οπλιτών, αλλά από το σύνολο των ανδρών που συγκροτούσαν τη φάλαγγα. Το σχήμα της ήταν κυκλικό και κοίλο, συνδυάζοντας την προστασία με την αντοχή και την χρηστικότητα.
Ο οπλίτης κρατούσε το όπλον του από δύο λαβές. Περνούσε το αριστερό του χέρι μέσα από τον πόρπακα, την κύρια λαβή, στηρίζοντας το βάρος της ασπίδας με το μπράτσο του και όχι με την παλάμη. Στο δεξιό άκρο της η ασπίδα έφερε και μια μικρότερη λαβή, την αντιλαβή, την οποία κρατούσε ο πολεμιστής με την παλάμη. Με τον τρόπο αυτό το βάρος της ασπίδας, το οποίο κυμαινόταν μεταξύ 8 και 13 κιλών, μοιραζόταν σε δύο σημεία του χεριού, έτσι ώστε να μην κουράζει τον πολεμιστή. Στο τέλος του κοίλου τμήματός της η ασπίδα είχε ένα πλατύ γείσο. Επί του γείσου αυτού γίνονταν η επαφή με την ασπίδα του διπλανού οπλίτη, ώστε να σχηματίζεται ένα τείχος ασπίδων.
Το όπλον ήταν απευθείας απόγονος της οκτώσχημης ασπίδας για αυτό και τα πρώτα υποδείγματα ήταν του λεγομένου βοιωτικού τύπου – ουσιαστικά μια μικρότερων διαστάσεων οκτώσχημη ασπίδα, χωρίς κεντρική νεύρωση και καλυμμένη με φύλλα μετάλλου. Η σχήματος έλλειψης ασπίδα είχε στα δύο άκρα της στενής της πλευράς άνοιγμα που επέτρεπαν στον οπλίτη να προτάσσει το δόρυ του όντας πλήρως καλυμμένος πίσω από τη ασπίδα. Η χωρίς νεύρωση, ομαλή εξωτερική επιφάνεια της ασπίδας επέτρεπε στους άνδρες των πίσω ζυγών να ωθούν με τις ασπίδες τους συναδέλφους τους των πρώτων ζυγών, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους τραυματίσουν.
Η βοιωτική ασπίδα εγκαταλείφθηκε γύρω στον 6ο αιώνα δίνοντας τη θέση της στην κλασική αργολική ασπίδα, η οποία όμως συνυπήρχε μαζί της τουλάχιστον από τον 7ο αιώνα π.Χ. Το αργολικό όπλον είχε κατά μέσο όρο διάμετρο 90 εκ. Ονομάστηκε αργολικό γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, εφευρέτης της ασπίδας αυτής αλλά και του σχηματισμού της φάλαγγας, ήταν ο Ηρακλείδης Βασιλιάς του Άργους Φείδων.
Ο Φείδων παραμένει έως σήμερα μια αινιγματική προσωπικότητα, για την οποία λίγα πράγματα γνωρίζουμε (μάλλον υπήρξαν δύο βασιλείς από το οίκο των Τημενιδών με το ίδιο όνομα, ο αρχαιότερος των οποίων βασίλευσε τον 9ο αιώνα). Επί των ημερών του – πρώτο μισό του 7ου αιώνα – η πόλη του Άργους κατέστη πρώτη δύναμη του ελλαδικού χώρου. Ο Φείδων έθεσε υπό την εξουσία του και την Αίγινα και έκοψε τα πρώτα ελληνικά νομίσματα, τις περίφημες χελώνες.
Η ισχύς του Άργους οφειλόταν στην πανίσχυρη στρατιωτική του μηχανή, στην οπλιτική φάλαγγα. Το 669 π.Χ. στις Υσσιές, σύμφωνα με την παράδοση, η φάλαγγα των Αργείων οπλιτών συνέτριψε τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι πολεμούσαν ακόμα με το παλαιό σύστημα. Οι ηττημένοι, καθώς και οι λοιποί Έλληνες γρήγορα αντέγραψαν το σχηματισμό της φάλαγγας. Το μυστικό της επιτυχίας της φάλαγγας όμως δεν ήταν άλλο από την οπλιτική ασπίδα και για αυτό οι άνδρες που την συγκροτούσαν ονομάστηκαν οπλίτες και όχι δορυφόροι.
Η ασπίδα αυτή λειτουργούσε ως πολλαπλασιαστής ισχύος, επιτρέποντας την απόκτηση τοπικής υπεροχής, έναντι μιας μη αντίστοιχης δύναμης, σε τόπο και χρόνο. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η μάχη των Θερμοπυλών όπου ο κάθε Έλληνας οπλίτης που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή υποστηριζόταν από άλλους πέντε έως επτά οπλίτες, έχοντας να αντιμετωπίσει, ενώπιόν του, μόνο έναν Πέρση πολεμιστή.