Πώς να θεραπεύσουμε την εθνική απώλεια του 1922
31/12/2021Πριν από αρκετά χρόνια, διάνυσα μια περίοδο της ζωής μου κατά την οποία με δυσκολία διάβαζα ο,τιδήποτε αφορούσε το 1922˙ κι αυτό σε αντίθεση με άλλες στιγμές κατά τις οποίες καταβρόχθιζα κάθε τι το σχετικό. Για αρκετό καιρό δεν μπορούσα να εντοπίσω επακριβώς την αιτία αυτής της απομάκρυνσης. Σήμερα, νομίζω πως τη γνωρίζω. Ήταν η βαθιά συνείδηση του ρήγματος, του ακρωτηριασμού του “σώματός” μου.
Ήταν η συνείδηση πως η μιζέρια μου οφείλεται πρωτίστως στο ότι η Ελλάδα έμεινε μετέωρη, χωρίς τον ελληνισμό, έμεινε “μικρή”, μια “Πρέβεζα”, χωρίς εκείνα τα πνευμόνια που την άνοιγαν στον κόσμο, στον “μέγα ελληνικό κόσμο” του Καβάφη. Ο Διονύσης Σαββόπουλος εξέφρασε μια γενιά που έμεινε να αντιπαλεύει με γραικύλους και νάνους, με χλιαρούς “κοντοπόδαρους κωλοέλληνες” που “από το πόδι με τραβάν βαθιά μέσα στο χώμα”.
Είναι φυσιολογικό να αποφεύγουμε να ξύνουμε παλιές πληγές, μην τυχόν και ερεθίσουμε το σημείο του ακρωτηριασμού που παραμένει ανοικτό, αιμάσσον. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορώ να μην επιστρέφω σε αυτό. Όχι για να θρηνήσω πάνω από πόλεις της Ιωνίας –που ποτέ δεν γνώρισα– αλλά για να κατανοήσω την πρώτη και τη νέα γεωγραφία μου, για να κατανοήσω το “Dasein” μου μέσα στον κόσμο. Και, επί τέλους, γιατί η πληγή δεν μπορεί να επουλωθεί με τη λήθη. Και «δεν αρμόζει σε σέ που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη», η φυγή μπροστά στην αλήθεια. Πρέπει η διάγνωση να είναι αυστηρή για να μπορέσουμε να ζήσουμε και πάλι, αν όχι χιλιάδες, τουλάχιστον μερικές εκατοντάδες χρόνια!
Μετασχηματισμός του εύρους σε βάθος
Πρέπει να απαντήσουμε στο πώς και γιατί ο ακρωτηριασμός του ενιαίου σώματος του ελληνισμού δεν επέτρεψε τη συγκρότηση μιας σύγχρονης και αυτοδύναμης νεοελληνικής ταυτότητας, η οποία εξακολουθεί να παραπαίει μέχρι σήμερα στο δίπολο “φωταδισμός-σκοταδισμός”. Πώς και γιατί, ταυτοχρόνως, η μετάγγιση του ζωντανού στοιχείου του Μικρασιατικού και Θρακιώτικου-Πολίτικου ελληνισμού στο σώμα της ψωροκώσταινας υπήρξε ένα αποφασιστικό βήμα προς μια τέτοια συγκρότηση, έστω και εάν παραμένει ακόμα ζητούμενη.
Το αίτημα που μας θέτει η ιστορία δεν είναι βέβαια η λήθη, δεν είναι η εγκατάλειψη των “χαμένων πατρίδων”, όπως ισχυρίζονται οι ανιστόρητοι, αλλά η αναβίωσή τους σε μια εσωτερικότητα, απαραίτητη για να ολοκληρώσουμε την υπέρβαση της διχοτόμησης, αυτού του τραγικού διπόλου που μας σακατεύει. Μόνο εάν πραγματοποιήσουμε τον τετραγωνισμό του κύκλου, αν δηλαδή ενσωματώσουμε αυτή την Ελλάδα που μας λείπει –και η οποία μας άνοιγε σε έναν ευρύτερο κόσμο– στη σημερινή μας πραγματικότητα, αν μετασχηματίσουμε το εύρος του ελληνισμού σε βάθος, σε επίπεδο πνευματικής και υλικής αυτοδυναμίας και αυτονομίας, μόνον τότε θα έχουμε απαντήσει δημιουργικά στην πρόκληση του σχισίματος και της απώλειας που σηματοδότησε το 1922.
Η “γενιά του ’30” αποτέλεσε μια πρώτη ρωμαλέα απάντηση σε αυτή την πρόκληση. Άραγε θα μπορέσουμε να την ολοκληρώσουμε; Το διακύβευμα είναι τεράστιο, και από την απάντηση σε αυτό θα εξαρτηθεί και το εάν θα συνεχίσουμε να ζούμε ως συλλογικό υποκείμενο στον κόσμο που έρχεται. Στα σχεδόν εκατό χρόνια που πέρασαν, Παλαιο-ελλαδίτες και Μακεδόνες, Πόντιοι και Κρητικοί, Αρβανίτες και Βλάχοι, Μικρασιάτες και Εφτανησιώτες, γίναμε ένα, ελλαδικοί. Μένει να γίνουμε, όλοι μαζί –και μαζί μας οι Κύπριοι, οι Βορειοηπειρώτες, οι έξω Έλληνες– και πάλι Έλληνες. Θα το μπορέσουμε;
Εξάλλου η ιστορία δεν μας δίνει πλέον πολλά περιθώρια, στις επόμενες δεκαετίες θα κριθεί εάν ο ελληνισμός μπορεί να έχει μια οποιαδήποτε συνέχεια ή εάν αντίθετα θα χαθεί στη σκόνη της ιστορίας. Με αφετηρία το 1922 θα πρέπει να επιχειρήσουμε τη διερεύνηση της ελληνικής πραγματικότητας τα εκατό χρόνια που ακολούθησαν, μέσα στην αντιφατικότητά της, ανατρέχοντας στην παλαιότερη ιστορία μας, αντιμετωπίζοντας τις τρέχουσες αντιπαραθέσεις, πάντα υπό το φως –αυτό το μαύρο φως του Χρυσοστόμου Σμύρνης– του ’22.