Μάγισσες, ξόρκια και βότανα στην πρωτοχρονιάτικη παλιά Αθήνα
01/01/2022Δεν ήταν μόνο οι χωρικοί της υπαίθρου που πίστευαν τον περασμένο αιώνα σε δοξασίες χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες με μάγους και μάγισσες, σκούπες, κόσκινα και φωτιές σε περιβάλλον που παρέπεμπε στο Νυχτερέμι. Το Νυχτερέμι ριγμένο… κατά τις εκβολές του Πηνειού, στο γούπατο του πλατύκαρπου κάμπου που απλώνεται τριγωνικός από τις δασωμένες ρίζες του Κισσάβου έως τα χαμοβούνια του Ολύμπου, όπως το περιγράφει ολοζώντανα στον “Ζητιάνο” του ο Ανδρέας Καρκαβίτσας.
Ήταν και οι παλιοί Αθηναίοι και οι χωρικοί της Αττικής επηρεασμένοι απ’ τη δοξασιολογία του δωδεκαήμερου. Γι’ αυτό και μέρος της καθημερινότητάς τους ήταν οι αφηγήσεις στα νυχτέρια για τους φοβερούς και τρομερούς καλικάντζαρους, που όλο τον χρόνο πολεμούν με τα τσεκούρια τους να κόψουν το δέντρο της γης και επειδή δεν τα καταφέρνουν λόγω της Γέννησης του Χριστού, ξεσπούν την οργή τους πάνω στους ανθρώπους.
Οι αδέσποτες γάτες, τα παγανά ή καλικάντζαροι, που πηγαινοέρχονται μέσα και έξω από τα σπίτια χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα, ήταν το πρώτο μέρος της τριμερούς ευφάνταστης πραγματικότητας των παλιών Αθηναίων, η οποία τους ανάγκαζε σ’ όλο το δωδεκαήμερο να κρατούν αναμμένο με αγκαθωτά ξύλα το τζάκι, ώστε η φωτιά να έχει μεγαλύτερη δύναμη, ικανή να διδάξει τα δαιμόνια και να τα στείλει στα έγκατα της γης απ’ όπου ήρθαν.
Το δεύτερο μέρος αφορούσε δοξασίες της Πρωτοχρονιάς, βότανα και γιατροσόφια, για να ξορκιστεί το κακό (που συχνά αποτυπωνόταν στις περιγραφές των καλικάντζαρων: μαύροι διάβολοι με κόκκινα μάτια, τριχωτό σώμα και τραγίσια πόδια), αφού δεν ήταν αρκετό το αναμμένο τζάκι το οποίο –παρεμπιπτόντως– είχε κάψει ουκ ολίγα φτωχόσπιτα τότε χτισμένα με λάσπη και άχυρα, για να είναι ζεστά τον Χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι.
Έτσι μπορούσε να δει κανείς –τέτοιες μέρες, πριν έναν αιώνα– αγριοκρέμμυδα κρεμασμένα στις εξώπορτες των σπιτιών πολλών Αθηναίων, οι οποίοι μάζευαν μέρες πριν από τους αγρούς αγριοκρέμμυδα ή σκυλοκρέμμυδα της Αρχιχρονιάς, που έπαιζαν ρόλο θεραπευτικό κατά του βασκάνου. Κάποιοι μάλιστα ήταν τόσο σίγουροι γι’ αυτό, ώστε τα κρατούσαν και μετά τις γιορτές.
Προλήψεις και δεισιδαιμονίες
Δεν τα πέταγαν. Κι αν είχαν ειδικά κήπο, τα φύτευαν για να τα χρησιμοποιήσουν τον επόμενο χρόνο. Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες γύρω απ’ τα θέματα αυτά έπαιρναν κι έδιναν φυσικά. Έτσι, αν ένα παιδί είχε την… ατυχία να γεννηθεί παραμονή Χριστουγέννων, ή στη διάρκεια του Δωδεκαήμερου, το έδεναν οι αφελείς Αθηναίοι με ψαθόσχοινο, για να μην κινδυνέψει να γίνει καλικάντζαρος!
Και ήρθε η ώρα του τρίτου μέρους, που έχει να κάνει με την αγαθοσύνη, η οποία έδερνε κυριολεκτικά τους προληπτικούς παλιούς Αθηναίους. Αυτούς που πίστευαν σε ξωτικά, αερικά και καλικάντζαρους, ανεξάρτητα απ’ την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν. Έτσι, με το που έμπαινε ο νέος Χρόνος, πλούσιοι και φτωχοί έτρεχαν σε μάγους και μάγισσες (κατά προτίμηση Αιγύπτιες ή Τουρκάλες), για να μάθουν τα μελλούμενα. Αυτά φυσικά είχαν γνωρίσει ημέρες δόξας τον 19ο αιώνα (επί βασιλείας του Όθωνα και της Βαυαροκρατίας), τότε που οι Αθηναίοι πάντρευαν τους γερμανικούς θρύλους με τους ελληνικούς, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε τραγελαφικές καταστάσεις όπου επικρατούσαν σκηνές πανικού.
Μια ιδέα αυτών παίρνουμε από συμβάντα του 20ου αιώνα με χρόνο τέλεσης το δωδεκαήμερο των γιορτών των Χριστουγέννων. Πολλά σπίτια άνοιγαν τότε σε μάγους, μάγισσες και χειρομάντισσες (άγνωστους γέροντες και γερόντισσες τουρκικής καταγωγής συνήθως) που κάλυπταν τις μεταφυσικές ανάγκες των κατοίκων της Αθήνας μέχρι τον αγιασμό των Θεοφανείων.
Σημειωτέον ότι στο μυστικοπαθές και αλαφροΐσκιωτο αυτό κλίμα συνέβαλλε και το background με το ημίφως –λόγω της έλλειψης δημόσιου φωτισμού προπολεμικά– γεγονός που μετέτρεπε σε σκηνικό τρόμου τις ασέληνες νύχτες χωρίς φεγγάρι στην ελληνική πρωτεύουσα. Αυτόν τον ανυπότακτο φόβο των αφελών ανδρών και γυναικών, οι οποίοι έτρεχαν αλαφιασμένοι να ζητήσουν βοήθεια με μάτια πυρετικά και όψη αγριεμένη, φρόντιζαν να εκμεταλλευτούν τότε οι… ειδήμονες μάγοι των συνοικιών της πόλης των Αθηνών.
Σχολές μαγισσών
Κι αν ο διάσημος στο Νυχτερέμι Τζιριτόκωστας ήταν μια σχολή από μόνος του ως επαγγελματίας ζητιάνος που εξαπατούσε τις χωρικές του θεσσαλικού κάμπου με το σερνικοβότανο, το αγαπόχορτο κλπ, εκμεταλλευόμενος την πίστη τους στις δεισιδαιμονίες, στην Αθήνα είχαν ανοίξει σχολές μαγισσών από επαγγελματίες χαρτορίχτρες και μάντισσες της Ανατολής, οι οποίες έκαναν το ίδιο πολιτισμένα.
Κάτι που τις επέτρεπε να κάνουν ως και εξορκισμούς ακόμα την Πρωτοχρονιά, σε βαθμό να πείθουν τις πελάτισσές τους να βάλουν έξω απ’ τα σπίτια τους –στη διάρκεια του Δωδεκαήμερου– σκούπες με βάγια. Για τον σκοπό αυτό, μάλιστα, οι ηλικιωμένες Αθηναίες προετοιμάζονταν μήνες πριν έχοντας υπόψη τους τις μαντικές οδηγίες της περασμένης χρονιάς.
Σύμφωνα με αυτές, έσπευδαν μαζικά την Κυριακή των Βαΐων στις εκκλησίες για να πάρουν –μετά τη Θεία Λειτουργία– τα καθαγιασμένα βάγια, σε κάθε φύλλο κλωναριού των οποίων έγραφαν ένα όνομα αγγέλου ή ψαλμούς. Αυτά, όταν επέστρεφαν, τα έδεναν σε σκούπα και τα κρατούσαν για το δωδεκαήμερο, ενώ παράλληλα –μετά την Πρωτοχρονιά– έψαχναν να βρουν φυλαχτά προστασίας για τους ίδιους, τις οικογένειες και τα σπίτια τους από τις σχολές μαγείας της Αθήνας.
Τα μαγικά βότανα που μάζευαν (καλέντουλες με τα άνθη τους συνήθως) τα χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για φυλαχτά και αφεψήματα, αλλά και για αλοιφές καταπραϋντικές, ή κρέμες ομορφιάς. Από βότανα, επίσης, έφτιαχναν και τον κρύσταλλο τύχης, που ήταν ένα κομμάτι γυαλί βρασμένο με φασκόμηλο. Οι οδηγίες που έπαιρναν οι Αθηναίες απ’ τις Τουρκάλες μάγισσες (παρίσταναν τις σοφές της Ανατολής) ήταν συγκεκριμένες: έπρεπε, λέει, να αφήσουν το δοχείο με το νερό τρία μερόνυχτα έξω για να το δει ο ήλιος και το φεγγάρι, ώστε να ενεργοποιηθεί ο κρύσταλλος μέσα στο νερό και να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Τα δεδομένα αυτά, φυσικά, άφησαν τα χνάρια τους και στην εποχή μας, άλλο αν έχουν εκσυγχρονιστεί και φέρονται ως δράσεις θεραπευτικές (στην ουσία παρελκυστικές, προκειμένου να φέρουν σε πέρας απρόσκοπτα το έργο των σύγχρονων μάγων), αφήνοντας τα ψίχουλα των κερδών για τις τσιγγάνες του δρόμου. Αυτές που για χάρη της επιβίωσής τους μάς ξαναγυρίζουν στον σκοταδισμό του Μεσαίωνα, λέγοντας την μοίρα στους περαστικούς με την ιστορική πλέον εισαγωγική φράση τους: Ασήμωσε, να σου πω την μοίρα σου, να σου πω το ριζικό σου…
Όπως φαίνεται, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα εξακολουθούν να υπάρχουν συνάνθρωποί μας, οι οποίοι σπρωγμένοι είτε απ’ την αγωνία για την οικογενειακή τους κατάσταση είτε απ’ την ανάγκη να ικανοποιήσουν τις παρορμήσεις τους, ή από την λαχτάρα να βρουν την ευτυχία, θα καταφεύγουν στους μάγους και τις μάγισσες που θα αναβιώνουν τελετουργικά με ξόρκια και βότανα την χριστουγεννιάτικη παλιά Αθήνα…