Κι όμως, ο πόλεμος δεν ανήκει στο παρελθόν
14/03/2022Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου επικράτησε εν πολλοίς η αντίληψη ότι ο πόλεμος μεταξύ κρατών, τουλάχιστον στο Δυτικό Κόσμο, ήταν κάτι που ανήκε στο παρελθόν. Κι όμως, ο πόλεμος δεν ανήκει στο παρελθόν. Από τις δυτικές χώρες, οι ΗΠΑ και η Βρετανία ήταν πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν στρατιωτικές δυνάμεις σε περιορισμένους ή πολέμους επιλογής. Επιπλέον, οι συγκρούσεις μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου έλαβαν την ονομασία “ασύμμετρες” και κατόπιν “υβριδικές”.
Και οι δύο όροι είναι εντελώς αποπροσανατολιστικοί, καθώς όλοι οι πόλεμοι είναι ασύμμετροι, επειδή είναι αδύνατον να υπάρχουν δύο συμμετρικοί στρατοί, ακόμη κι όταν είναι τακτικοί. Επιπλέον, κάθε πόλεμος από την εποχή του Πελοποννησιακού (431-404 π.Χ., περιλαμβάνει δραστηριότητες που είναι “υβριδικές”. Η Ρωσία χρησιμοποίησε περιορισμένα στρατιωτικά μέσα στη Γεωργία, την Κριμαία και τη Συρία, αποκομίζοντας σημαντικά πολιτικά οφέλη.
Στη Δύση έφτασαν στο σημείο να κωδικοποιήσουν τον υποτιθέμενο νέο ρωσικό τρόπο πολέμου ως υβριδικό και ως “Δόγμα Γερασίμοφ“, που δίνει σημασία στα μη στρατιωτικά μέσα για την επίτευξη πολιτικών σκοπών. Όλα αυτά, βέβαια, διαλύθηκαν όταν η Ρωσία, χρησιμοποιώντας ωμή στρατιωτική βία, εισέβαλε στην Ουκρανία. Βλέπουμε, λοιπόν, έναν πόλεμο μεταξύ δύο μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, δύο χώρες να εμπλέκονται σε πόλεμο με το σύνολο της στρατιωτικής τους ισχύος.
Και στην Ελλάδα σημειώθηκε αυξημένη κατανάλωση των όρων “ασύμμετρος” και “υβριδικός”. Έφτασαν να χρησιμοποιούνται από σχετικούς και άσχετους, ορισμένες φορές μάλιστα και με κάποια αυταρέσκεια. Παρά την ολοφάνερη και πολλαπλώς εκδηλούμενη τουρκική απειλή, στη χώρα μας υπάρχει σε ορισμένους κύκλους μια απέχθεια για τη στρατιωτική ισχύ. Αυτή η προσέγγιση ερμηνεύει με όρους πολιτισμικούς τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της Τουρκίας: είναι πολιτισμικά κατώτεροι, “ανατολίτες”, δεν έχουν το δικό μας ανώτερο βιοτικό επίπεδο και την ευρωπαϊκή νοοτροπία.
“Σημειακή Κρίση”
Το κυριότερο είναι ότι θεωρήθηκε ότι και η Ελλάδα βρισκόταν πέρα από την εποχή των πολέμων, που ανήκαν στο παρελθόν. Αυτή τη νοοτροπία εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο και με τη γνωστή του ευφράδεια, το 2010 ο υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος την κωδικοποίησε ως “σημειακή κρίση“: «είναι προφανές ότι η εποχή και οι συνθήκες δεν επιτρέπουν μια παρατεταμένη σύγκρουση σε πολλά μέτωπα. Το ζήτημα πάντα είναι η διαφύλαξη του κύρους και του διπλωματικού κεφαλαίου της χώρας. Άρα κυρίως πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για σημειακές κρίσεις, επεισοδιακού χαρακτήρα».
Ενδεχομένως, κάποιος να υποστηρίξει ότι αυτή είναι μια αντίληψη της προηγούμενης δεκαετίας. Παρά ταύτα η δημιουργία την προηγούμενη χρονιά της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου εδράζεται στην ίδια λογική. Όσο και αν δεν αναφέρεται ρητά, μια τέτοια οργάνωση αντιστοιχεί σε μια αντίληψη που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι είναι δυνατή η περιορισμένη ή ελεγχόμενη χρήση βίας.
Αν όντως αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι μόνο “σημειακές κρίσεις” τότε δεν χρειαζόμαστε στρατό, αλλά αστυνομική δύναμη. Εφόσον, όμως, δεν έχουμε αποκλείσει τον πόλεμο ως πολιτική επιλογή, πρέπει να προετοιμάσουμε όχι μόνο τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και την κοινωνία. Η προετοιμασία είναι, επίσης, κάτι που αντιλαμβάνονται οι εχθροί και οι σύμμαχοι.
Δύο τρόποι για αποστρατιωτικοποίηση
Ο Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία επειδή η Ρωσία επιθυμεί να αποκτήσει στρατηγικό βάθος προς Δυσμάς, ένας δε από τους όρους που θέτει για τον τερματισμό του πολέμου, είναι και η αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας. Η Τουρκία με αντίστοιχη αναθεωρητική πολιτική χρειάζεται επίσης στρατηγικό βάθος, το οποίο τελευταία έχει κωδικοποιήσει ως “Γαλάζια Πατρίδα”. Ως τον πρώτο δε στόχο στην πορεία υλοποίησης της “Γαλάζιας Πατρίδας”, έχει επιλέξει την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου.
Τα νησιά προσφέρουν σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα και η αποστέρηση από την Ελλάδα αυτού του πλεονεκτήματος αποτελεί βασική επιδίωξη της Τουρκίας. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι να συμφωνήσει όντως η Ελλάδα να μην εγκαταστήσει πυραυλικά συστήματα στα νησιά. Θεωρώ ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα συναινέσει σε έναν τέτοιον ακρωτηριασμό μιας τόσο σοβαρής δυνατότητάς μας.
Παρά ταύτα εδώ ελλοχεύουν τρεις παγίδες. Η πρώτη είναι να πεισθεί, αφού πιεσθεί, η Ελλάδα να απόσχει από την εγκατάσταση “επιθετικών” όπλων εγγύς των μικρασιατικών ακτών για να μην απειλεί την Τουρκία. Είναι πασιφανές, ωστόσο, ότι ο επιτιθέμενος, με την πολιτική έννοια, είναι η Τουρκία, ενώ από στρατηγικής πλευράς το ότι η Ελλάδα είναι αμυνόμενη δεν σημαίνει ότι απλώς καλύπτεται για να αποφύγει τα κτυπήματα του αντιπάλου.
Η δεύτερη παγίδα και πιο πονηρή, είναι να ισχυρισθούμε ότι εφόσον οι στρατιωτικές μονάδες, πεζικού και άλλες, παραμένουν στα νησιά, δεν δεχόμαστε αποστρατιωτικοποίηση. Ωστόσο, να μην προχωρήσουμε σε εγκατάσταση πυραυλικών συστημάτων στα νησιά. Η τρίτη παγίδα είναι να αποσύρει η Ελλάδα από τα νησιά πυραυλικά συστήματα, με το πρόσχημα της παλαιότητας και της μελλοντικής, σε αόριστο χρόνο, αντικατάστασης τους. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η πρόσφατη απαξιωτική αναφορά του πρωθυπουργού σε τέτοια συστήματα δεν γίνεται με τέτοιο σκοπό.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να μην γίνει καμία συμφωνία αποστρατιωτικοποίησης αλλά η Τουρκία να μας απειλεί, με διάφορους τρόπους, να απόσχουμε από μια τέτοια ενέργεια και εμείς, μη φιλοπόλεμοι και πιο πολιτισμένοι όντες, να συμμορφωθούμε. Φυσικά και έχουμε γίνει ειδικοί στη δικαιολόγηση τέτοιων αποφάσεων, διακηρύσσοντας ότι παραμένει μεν δικαίωμά μας, θα το ασκήσουμε δε όποτε κρίνουμε οι ίδιοι κάπου στο μέλλον, όπως ακριβώς έχουμε πράξει με την επέκταση των χωρικών υδάτων.