Ελληνική Επανάσταση: Τα τετελεσμένα που οδήγησαν στην ανεξαρτησία
22/03/2022Η Ρωσία, κατά τον πόλεμο του 1828-29 και λίγο μετά την Ελληνική Επανάσταση, είχε ανοίξει δύο μέτωπα, με τον Σουλτάνο και παλαιότερα με τον Σάχη του Ιράν, κάτι που οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν ως διπλή απειλή για τα συμφέροντά τους στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ινδία. Αλλά η Ρωσία δεν μπορούσε να διαλύσει πλήρως την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όχι τόσο στρατιωτικά, αλλά κυρίως στην περίπτωση που πραγματοποιούσε αυτό τον στόχο, θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιμετωπίσει την αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας από κοινού. Οπότε έπρεπε να περιοριστεί σε μια καθαρή νίκη σε βάρος των Οθωμανών.
Το βρετανικό ανακτοβούλιο υπό τον Ουέλινγκτον, ξεπερασμένο από τα πράγματα, επιδίωκε να διασώσει με κάθε τρόπο την εδαφική ακεραιότητα και την σχετική, τουλάχιστον, πολιτική αυτοτέλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώστε να μην μετατραπεί σε άτυπο προτεκτοράτο της Ρωσίας. Και αυτό, σε ό,τι αφορούσε τα ελληνικά ζητήματα, οδηγούσε τον Βρετανό πρωθυπουργό να προτρέπει προφορικά τον Σουλτάνο να δεχτεί μόνο ένα προτεκτοράτο περιορισμένο στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες, χωρίς να υποστηρίζει αυτή τη θέση δημόσια.
Ωστόσο, επρόκειτο για απολύτως ανέφικτη θέση. Πρωτίστως επειδή οι Έλληνες είχαν δημιουργήσει και εξακολουθούσαν να χτίζουν με τα όπλα τους εδαφικά τετελεσμένα, ενώ επιπλέον η βρετανική λύση προσέκρουε σε έντονες εσωτερικές αντιδράσεις. Οι Έλληνες, όχι μόνο είχαν συνεχίσει να πολεμάνε, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις της βρετανικής κυβέρνησης, επιπλέον, όλα μαζί τα κόμματα της Γερουσίας ομόφωνα, εξέφραζαν έντονη δυσαρέσκεια και δήλωναν ότι η συνέχιση του πολέμου για την επέκταση της εθνικής επικράτειάς τους θα ήταν αναπόφευκτη, αν περνούσαν οι βρετανικές θέσεις.
Ο φόβος του Μέτερνιχ
Η απειλή είχε διαβιβαστεί από τους Έλληνες στο βρετανικό ανακτοβούλιο και στην Βουλή των Λόρδων από τον πρίγκιπα Χριστιανό Λεοπόλδο Φρειδερίκο υποψήφιο για τον ελληνικό θρόνο. Το ίδιο παρουσίαζε, αλλά ως αναπόφευκτη συνέπεια και ο Ιωάννης Καποδίστριας σε ένα υπόμνημά του προς τα τρία ευρωπαϊκά ανακτοβούλια. Τι μπορούσε, άραγε, να σημαίνει η απειλή των Ελλήνων για συνέχιση του πολέμου; Νέες αρνήσεις των Ελλήνων, νέες καταστροφές, ατελείωτοι πόλεμοι που θα οδηγήσουν σε διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κίνδυνο ευρωπαϊκού πολέμου, όπως φοβόταν ο Μέτερνιχ από τον Ιανουάριο του 1828.
Πράγματι, ο Αυστριακός καγκελάριος έβγαινε έξω από το πλαίσιο της συζήτησης για το εύρος της ελληνικής επικράτειας και έθετε το ζήτημα της ανεξαρτησίας ως μόνη λύση για να σταματήσει ο διαρκής κίνδυνος ενός γενικευμένου ευρωπαϊκού πολέμου εξαιτίας της Ελληνικής Επανάστασης. «Οι Έλληνες έχουν εξαρχής διακηρύξει σε όλους τους τόνους ότι θέλουν να κατακτήσουν την απόλυτη ανεξαρτησία τους», έγραψε ο Μέτερνιχ σε ένα υπόμνημα, το οποίο απηύθυνε προς το βρετανικό ανακτοβούλιο και σε άλλα.
Η γαλλική πρόταση στον Τσάρο
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1829, όσο τα ρωσικά στρατεύματα βρίσκονταν έξω από την Κωνσταντινούπολη και οι Έλληνες έδιναν την τελευταία μάχη εναντίον των Οθωμανών στην Πέτρα της Βοιωτίας, ο Γάλλος υπουργός των εξωτερικών Αύγουστος Πολινιάκ, εν αγνοία των Βρετανών, παρουσίασε στον Τσάρο ένα σχέδιο αναδιάταξης των συνόρων και των κυριαρχιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Οι κερδισμένοι θα ήταν η Γαλλία, η Ρωσία και οι Έλληνες. Και οι χαμένοι οι Ολλανδοί, οι Φλαμανδοί, οι Βαλόνοι και σε κάποιο βαθμό η Βρετανία και η Αυστρία. Η Ελλάδα στο σχέδιο του Γάλλου υπουργού των εξωτερικών θα είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη και θα εκτεινόταν έως την Κρήτη. Ο Τσάρος αντιλήφθηκε ότι με το σχέδιο αυτό η Γαλλία του πρότεινε δύο επιλογές:
Είτε να διαλύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά έτσι να δεχτεί ένα μεγάλο, νέο και ανεξέλεγκτο επαναστατικό κράτος, το ελληνικό, στα νοτιοδυτικά σύνορά του με το οποίο θα μοίραζε τον έλεγχο των στενών των Δαρδανελίων αλλά ταυτόχρονα με το περιορισμένο, έστω, ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει πόλεμο ή να διακόψει τις σχέσεις με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Είτε, να μην διαλύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά να περιοριστεί στον άτυπο πολιτικό έλεγχο σε αυτήν, οπότε η ελληνική επικράτεια θα περιοριζόταν.
Διάλεξε, φυσικά την δεύτερη λύση. Και αυτή αποτυπώθηκε στην, μάλλον εξευτελιστική για τον Σουλτάνο, Συνθήκη της Αδριανούπολης, την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 14 Σεπτεμβρίου 1829. Σε αυτήν την Συνθήκη ο Σουλτάνος αναγνώρισε, μεταξύ άλλων, όλες τις προβλέψεις για την Ελλάδα τις οποίες είχαν υπογράψει οι τρεις ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Συνθήκη του Ιουλίου του 1827 και στο Πρωτόκολλο του Μαρτίου του 1828, δηλαδή ένα προτεκτοράτο.
Οι Έλληνες επιβάλουν τετελεσμένα
Οι Έλληνες ήθελαν να ακυρώσουν την περιορισμένη επικράτεια στην οποία επέμενε η Μεγάλη Βρετανία, και επίσης να κερδίσουν την ανεξαρτησία για την οποία, άλλωστε, είχαν επαναστατήσει. Ωστόσο, ανεξαρτησία και επικράτεια απαιτούσαν ανυπερθέτως διεθνή ευρωπαϊκή αναγνώριση για να αποκτήσουν νόμιμη υπόσταση. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, επειδή με την Ελληνική Επανάσταση είχε γεννηθεί ένα νέο εθνικό κράτος το οποίο δεν διέθετε καμία προηγούμενη επίσημη κρατική ιστορία, ώστε να συνεχίσει την διεθνή νομιμότητά του.
Για την επιτυχία αυτών των στόχων είχαν δημιουργήσει, όπως είδαμε, δύο τετελεσμένα στα οποία προσέκρουαν οι σχεδιασμοί των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την Ελλάδα. Το πρώτο ήταν το εδαφικό, δηλαδή η εκκαθάριση της Στερεάς από τους Οθωμανούς και οι προσπάθειες για περαιτέρω γεωγραφική επέκταση.
Το δεύτερο ήταν η ομόφωνη απόφαση της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους το καλοκαίρι του 1829, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε απόφαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την Ελλάδα θα ίσχυε μόνο εφόσον θα εγκρινόταν από τους ίδιους τους Έλληνες πληρεξούσιους, όπως ακριβώς το είχαν θέσει πριν εφτά χρόνια στο Συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας στην Βερόνα το 1822. Αυτά τα τετελεσμένα ήταν αδύνατο να ανατραπούν από τα τρία ευρωπαϊκά κράτη με διπλωματικά ή άλλα πολιτικά μέσα. Και η χρήση στρατιωτικών μέσων εναντίον των Ελλήνων ήταν αδιανόητη.
Η στάση της Μεγάλης Βρετανίας
Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση διευκόλυνε ανεπίγνωστα τους Έλληνες επειδή υπονόμευε η ίδια τους σχεδιασμούς της. Ναι μεν η Ελλάδα, με την επιμονή της Βρετανίας, προοριζόταν να γίνει προτεκτοράτο του Σουλτάνου, αλλά την ίδια στιγμή η Οθωμανική αυτοκρατορία με βάση την Συνθήκη της Αδριανούπολης μετατρεπόταν, σχεδόν de jure, σε υποτελές κράτος του Τσάρου.
Μόνο όταν διάβασαν την ρωσοτουρκική συνθήκη αντιλήφθηκαν οι Βρετανοί πολιτικοί ιθύνοντες ότι είχαν συμβάλει οι ίδιοι να συγκροτηθεί εν δυνάμει μια πολιτική δομή η οποία θα έσπρωχνε τους Έλληνες σε μια συμφέρουσα, όσο και αναγκαστική, συμμαχία με την Ρωσία, η οποία μάλιστα, θα διευκολυνόταν από το γεγονός ότι κυβερνήτης ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας. Έλληνες και Ρώσοι θα είχαν κοινό συμφέρον να διαλύσουν ότι θα είχε απομείνει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και σε αντάλλαγμα οι Έλληνες θα μπορούσαν να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους, ίσως και επιπλέον εδάφη.
Με ξαφνικό διπλωματικό τροχάδην σε τέσσερις μήνες από την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης, με πλήρη υπαναχώρηση και επισπεύδον το βρετανικό ανακτοβούλιο δια του υπουργού των εξωτερικών Λόρδου Άμπερντην και πριν καν συμφωνηθούν οριστικά τα όρια της ελληνικής επικράτειας, την 3η Φεβρουαρίου του 1830 οι τρεις ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνώρισαν νομικά και εγγυήθηκαν την πλήρη και ολοκληρωμένη ανεξαρτησία, την οποία οι Έλληνες είχαν εμπράκτως κατακτήσει με την Επανάσταση.
Η Επανάσταση πέτυχε τον κρισιμότερο στόχο της
Οι Έλληνες είχαν νικήσει, είχαν κερδίσει τον κρισιμότερο στόχο τους. Η επικράτεια οριστικοποιήθηκε αργότερα, το 1832, και εν τέλει με εξαίρεση την Σάμο, περιέκλειε τις περιοχές εκείνες τις οποίες οι Έλληνες είχαν απελευθερώσει με τις δικές τους δυνάμεις και με τα όπλα τους: την Στερεά και την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες και τις Σποράδες, περιοχές στις οποίες προστέθηκε η Εύβοια.
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας στο κεφάλαιο Β’ όριζε την ελληνική επικράτεια ως μία και αδιαίρετη, την οποία συγκροτούσαν επαρχίες, ενώ η έκταση της καθοριζόταν με επαναστατικά κριτήρια: «επαρχίαι της Ελλάδος είναι όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας». Το πρώτο σκέλος της ενιαίας και αδιαίρετης επικράτειας το είχαν εξασφαλίσει.
Το δεύτερο σκέλος του επαναστατικού ορισμού της έκτασης της επικράτειας, το κέρδισαν σταδιακά στο διάστημα των επόμενων ενενήντα δύο χρόνων. Τότε, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, η Ελλάδα που θέλησαν οι επαναστάτες του 1821 είχε ολοκληρωθεί εν πολλοίς.