Με πόσα κρούσματα και πώς θα ήταν ασφαλείς οι ευάλωτοι
26/04/2022Με εξαίρεση την Κίνα, οι υπόλοιπες χώρες πήραν προ μηνών μια απόφαση για τα κρούσματα που υλοποιείται διεθνώς σταδιακά: Γίνεται αποδεκτός ένας “άλφα” αριθμός θανάτων και επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Αλλού αυτή η απόφαση αιτιολογήθηκε με την μείωση των θανατηφόρων περιστατικών λόγω της σχετικής ηπιότητας της μετάλλαξης Όμικρον και αλλού απλά τα πράγματα ειπώθηκαν ως είχαν: Δεν αντέχει η οικονομία άλλα μέτρα και εφ’ όσον οι θάνατοι δεν είναι σε τρομακτικά επίπεδα, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάποιοι άνθρωποι θα συνεχίσουν να πεθαίνουν.
Εκείνοι που δεν είναι τόσο κυνικοί, έχουν και ένα επιχείρημα περί υγείας. Όταν η οικονομία καταρρέει, συμπαρασύρει και το σύστημα υγείας, αλλά και την ικανότητα των πολιτών να φροντίσουν εν γένει για την υγεία τους, που δεν απειλείται μόνον από τον κορονοϊό. Η θνησιμότητα από όλα τα αίτια αυξάνει σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, κάτι που εξάλλου βίωσε και η Ελλάδα με τη χρεοκοπία της. Τουτέστιν, αν δεν επανέλθει η κοινωνική ζωή στην κανονικότητα, με όσες παράπλευρες απώλειες και αν συνεπάγεται αυτό, τελικά θα απειληθεί έμμεσα η επιβίωση των πολιτών από τις βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες αλλά και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ασχέτως εάν ευσταθούν τα ανωτέρω σχήματα, κάποιοι προσπάθησαν να βρουν αν και πότε θα μπορούσαν να νιώσουν σχετικά ασφαλείς οι ευάλωτοι.
Και κατέληξαν στο δυσάρεστο συμπέρασμα ότι για να είναι σχετικά ασφαλείς οι ευάλωτοι στις επιπλοκές του κορονοϊού, τα κρούσματα δεν θα πρέπει να ξεπερνούν τα 700 την ημέρα για μια χώρα με τον πληθυσμό της Ελλάδας. Ερεύνησαν συγκεκριμένα με πόσα κρούσματα θα μπορούσαν να μειώσουν στο ελάχιστο τις πιθανότητες να προσβληθούν οι ανοσοκατεσταλμένοι, οι ηλικιωμένοι εν γένει, αλλά και οι άνθρωποι με αυτόν τον άγνωστο παράγοντα Χ στο DNA τους, δηλαδή εκείνο ή εκείνα τα γονίδια που τους καθιστούν ευάλωτους στη λοίμωξη, ενώ είναι απολύτως υγιείς.
Στην έρευνά τους έθεσαν ορισμένες κρίσιμες παραδοχές. Η πρώτη από αυτές είναι ότι οι ευάλωτοι θα φορούν μάσκα και δεν θα συχνάζουν χωρίς λόγο σε κλειστούς χώρους. Ως “αποδεκτό” ρίσκο έθεσαν το να κινδυνεύει να προβληθεί το 1% των ευπαθών σε μια περίοδο τεσσάρων μηνών. “Τα έβαλαν κάτω” και λογάριασαν πότε αυτοί οι ευπαθείς θα ήταν σχετικά ασφαλείς. Διαπίστωσαν ότι αυτό θα μπορούσε να είναι εφικτό εάν σημειώνονταν πλέον 7 κρούσματα την ημέρα ανά 100.000 πληθυσμού ή 700 ανά 10 εκατομμύρια και εφ’ όσον μέχρι να πέσουν τόσο χαμηλά τα κρούσματα η πολιτεία θα επέβαλε μάσκες σε όλους τους κλειστούς χώρους.
Κρούσματα και χρήση μάσκας
Ο λόγος είναι ότι δυστυχώς, ακόμα και αν ο ευπαθής φοράει μάσκα υψηλής προστασίας, η μάσκα αυτή τον προστατεύει ελάχιστα όταν δεν φοράει μάσκα ο φορέας. Οι μάσκες σώζουν ζωές, κυρίως όταν τις φοράνε οι φορείς παρά οι υγιείς που προσπαθούν να μην κολλήσουν, καθώς συγκρατούν σε σημαντικό ποσοστό την διασπορά του ιού από τη μύτη και το στόμα των φορέων. Αν φορούν τη μάσκα ευπαθείς και μη, η προστασία φτάνει περίπου το 80%. Αν όμως την φοράει μόνον ο ευπαθής, η προστασία μειώνεται κατακόρυφα.
Αν και η μάσκα δεν είναι διόλου επιβαρυντική για την οικονομία, “χαλάει” την αίσθηση της κανονικότητας και είναι σίγουρα εξαιρετικό δυσάρεστη στους νέους που θέλουν να έχουν πια μια φυσιολογική προσέγγιση μεταξύ τους. Εντούτοις, η πικρή αλήθεια είναι ότι άπαξ και φοράει μάσκα μόνον ο ευπαθής, οι πιθανότητες να κολλήσει είναι εικοσαπλάσιες από ό,τι αν φοράει και ο φορέας, ακόμα και αν ο δεύτερος βρίσκεται σε απόσταση τριών μέτρων.
Συγκεκριμένα, έγιναν δύο σχετικές έρευνας. Σύμφωνα με την πρώτη έρευνα που ήταν γενικότερη και δεν έλαβε υπ΄ όψιν της αν οι άλλοι φοράνε μάσκα ή όχι, οι πιθανότητες να κολλήσει κάποιος που φοράει διαρκώς μάσκα σε εσωτερικούς χώρους, αν μεν αυτή είναι υφασμάτινη, φθάνουν το 44%, αν είναι απλή χειρουργική μειώνονται στο 34% και αν είναι σχετικά υψηλής προστασίας οι πιθανότητες να κολλήσει μειώνονται στο 17%.
Σε πιο ειδική έρευνα μεταξύ συνομιλητών, θεωρήθηκε ότι ο φορέας ήταν σε απόσταση τριών μέτρων από μη φορέα και εξετάσθηκε η μετάδοση ανάλογα με τον αν φορούσε μάσκα ο ένας, και οι δύο ή κανένας. Κατ’ αρχήν, όταν ήταν χωρίς μάσκα αμφότεροι, η μετάδοση έφθανε το 90% μέσα στα πρώτα τρία λεπτά. Αν ο μη φορέας του ιού φορούσε μάσκα και καθόταν σε απόσταση ενάμιση μέτρου από τον υγιή, μετά από μισή ώρα συνομιλίας ο δεύτερος είχε και πάλι 90% πιθανότητες να κολλήσει αν η μάσκα του ήταν χειρουργική ενώ αν φορούσε μάσκα υψηλής προστασίας ακόμα και μετά από συνομιλία μίας ώρας οι πιθανότητες να κολλήσει ήταν 20%.
Στη συγκεκριμένη έρευνα, όταν και οι δύο φορούσαν απλή χειρουργική μάσκα οι πιθανότητες να κολλήσει ο δεύτερος μετά από συνομιλία μίας ώρας ήταν 30%, ενώ αν φορούσαν και οι δύο μάσκα υψηλής προστασίας, οι πιθανότητες μειώνονταν στο 0,4%. Εν τω μεταξύ, παρά την αισιοδοξία που εκπέμπει η κυβέρνηση στην Ελλάδα, καμία έρευνα δεν έχει δημοσιευθεί για την αποδοτικότητα των αντιικών σκευασμάτων είτε της Pfizer είτε της Merck στην πράξη, παρότι χορηγούνται εδώ και μήνες διεθνώς. Θεωρητικά, αυτά τα χάπια θα προστάτευαν τους ευπαθείς από την σοβαρή νόσο ή και το θάνατο, το ένα υποτίθεται σε ποσοστό 90% και το άλλο σε ποσοστό 30-46%. Είναι έτσι; Δεν έχουμε δυστυχώς ούτε μία πανεπιστημιακή έρευνα επί του θέματος, που να δίνει απάντηση στο ερώτημα αυτό.