Η δικτατορία, ο Γιώργος Παναγούλης, οι Σοβιετικοί και ο… Σφόρτσα
21/07/2022Η εσώτερη φύση του αυταρχικού καθεστώτος των ετών 1967-1974, η δικτατορία, αποκαλύπτεται από “καλαμπούρι” που μπορεί και να θυμούνται όσοι υπήρξαν τότε φοιτητές: «Μα τι έγινε ο… Τάδε;» έπεφτε η ερώτηση σχετικώς με κάποιον φίλο που είχε καιρό να φανεί. «Επνίγη, ενώ εκολύμβα», ερχόταν η απάντηση. Και με το γέλιο που γενικώς και αυτομάτως επικρατούσε, γινόταν δυνατή η επανασυγκόλληση της νεανικής παρέας, χωρίς παρεξηγήσεις και μνησικακίες.
Η προέλευση, βέβαια, αυτής της “χαριτωμένης” απάντησης κάθε ἀλλο παρά ιλαρή και αστεία υπήρξε. Αφορούσε τον Γιώργο Παναγούλη, αδελφό του Αλέκου, την τραγικότερη ίσως μορφή ολόκληρης της κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών αντιστασιακής κίνησης. Ο Γιώργος Παναγούλης, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, είχε, όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, τον βαθμό του υπολοχαγού των ΛΟΚ (Λόχοι Ορεινών Καταδρομών).
Ήταν αξιωματικός αθλητικός, πολύ ικανός και –όπως έλεγαν οι παλαιοί– φέρελπις. Απεχθανόταν βαθύτατα, όμως, το αυταρχικό καθεστώς που τότε επιβλήθηκε στη χώρα μας. Όταν όμως, στις 27 Μαΐου 1967, έναν μήνα από όταν επιβλήθηκε η δικτατορία, ο αδελφός του Αλέκος, που τότε υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, “λιποτάκτησε”, προκειμένου να αναλάβει αντικαθεστωτική δράση, παγιώθηκε μέσα του η απόφαση να κάνει το ίδιο κι αυτός. Έτσι, τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, έχοντας πρώτα λάβει κανονική άδεια, έβγαλε τη στολή του και πέρασε κρυφά την ελληνοτουρκική μεθόριο.
Ο Παναγούλης και η δικτατορία
Στην Τουρκία, όμως, δεν μπόρεσε να μείνει. Κατά συνέπεια, πέρασε πρώτα στη Συρία και μετά στον Λίβανο. Ούτε εκεί μπόρεσε να σταθεί, με αποτέλεσμα να καταφύγει στο Ισραήλ. Και εκεί ακριβώς άρχισε η σειρά των “παθημάτων” που αντί να καταλήξουν σε κάθαρση επέφεραν τη θανάτωσή του. Μετά από διαβουλεύσεις –δήθεν μυστηριώδεις– οι ισραηλινές αρχές τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στον καπετάνιο του υπερωκεάνιου “Βασίλισσα Άννα Μαρία” που εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Χάιφα.
Στο εν λόγω πλοίο, ο Γιώργος Παναγούλης κλείστηκε, σιδηροδέσμιος, σε μια καμπίνα και μάλιστα με φρουρό μπροστά στην πόρτα της. Λίγο μετά το πλοίο ξεκίνησε, για να επιστρέψει στον Πειραιά, όπου ο αδελφός του Αλέκου έμελλε να παραδοθεί στις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές, προκειμένου να δικαστεί. Κι όμως, όταν το “Άννα Μαρία” έφτασε στον προορισμό του, διαπιστώθηκε ότι ο Γιώργος Παναγούλης είχε εξαφανιστεί και κανείς δεν ήταν σε θέση να πει τι είχε απογίνει. Μέχρι σήμερα επισήμως θεωρείται αγνοούμενος. Σύμφωνα, πάντως, με “ψιθύρους” που ακόμη κυκλοφορούν, αφότου το υπερωκεάνιο έφτασε κοντά στις ελληνικές ακτές, κατάφερε να βγει από την καμπίνα όπου τον κρατούσανε και να πέσει στη θάλασσα, με σκοπό να φτάσει κολυμπώντας σε στεριά. Όμως πνίγηκε, “ενώ εκολύμβα”.
Τώρα, αυτό το “πνίγηκε ενώ εκολύμβα” δεν είναι συμβατό με την περίπτωση του Γιώργου Παναγούλη, επειδή αυτός είχε τη φήμη κολυμβητή δεινού. Επιπλέον, βάσει της εμπειρίας του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει με πνιγμό, έχει γίνει πασίγνωστο το ότι, τουλάχιστον σε θάλασσα σχετικώς ήρεμη, είναι τελείως απίθανο να πνιγεί κάποιος που ξέρει καλό κολύμπι. Άρα, εάν πνίγηκε, αυτό θα έγινε, επειδή επίτηδες πετάχτηκε αλυσσοδεμένος στο νερό. Το πτώμα του, όμως, δεν βρέθηκε. Γιατί; Ουδείς μέχρι σήμερα γνωρίζει και το όλο ζήτημα έχει μπει στο αρχείο, εάν, βέβαια, υποτεθεί πως τέτοια αρχεία πραγματικά υφίστανται και στη δική μας χώρα.
Η δικτατορία και οι πραξικοπηματίες
Ο θάνατος του Αλέκου Παναγούλη σε τροχαίο δυστύχημα κατά την 1η Μαΐου 1976, οπωσδήποτε σχετίζεται με τον προηγούμενο θάνατο του αδελφού του. Δεν έχει βέβαια αποδειχθεί ότι το συγκεκριμένο γεγονός υπήρξε “στημένο”. Υπάρχουν, όμως, ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το θανατηφόρο ατύχημα του Αλέκου στην ουσία ήταν θανάτωση. Και η ισχυρότερη από αυτές εντοπίζεται σε αφήγηση του ίδιου του Στυλιανού Παττακού…
Στις 3 Απριλίου 1967, λίγες μέρες πριν επιβληθεί η δικτατορία, έγινε, ως γνωστόν, υπουργός Αμύνης ο Παναγής Παπαληγούρας (μαθητής προσφιλέστατος του Ραϋμόν Αρόν). Το ότι ετοιμαζόταν “κίνημα”, δηλαδή στρατιωτικό πραξικόπημα, ήτανε πια κάτι σαν το segreto di Pulcinella. Με άλλα λόγια, το ήξεραν σχεδόν όλοι, με αποτέλεσμα στις τότε λαϊκές συνοικίες της πρωτεύουσάς μας οι γηραιότεροι να συμβουλεύουν τους θερμοκέφαλους νεαρούς, αενάως ανακατεμένους σε διαδηλώσεις: «Καθήστε ήσυχα, γιατί σε λίγο θα ξυπνάμε με καραμούζες» (στρατιωτικές σάλπιγγες).
Οι πρωτεργάτες του εν δυνάμει πραξικοπήματος, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Νίκος Μακαρέζος και Στυλιανός Παττακός παρέμεναν τοποθετημένοι στην Αττική και μάλιστα σε θέσεις νευραλγικές. Ειδικώς ο Παττακός ανησυχούσε: Μήπως, έτσι που όλοι μιλούσαν πια για “επανάσταση του Στρατού” και με τον δημοσιογράφο τότε Σάββα Κωνσταντόπουλο να επισείει το φόβητρο της “κομμουνιστικής δικτατορίας”, τελικώς τους έπιαναν ή, έστω, τους μετέθεταν στην επαρχία, σε θέσεις ασήμαντες;
Η δικτατορία και ο Παπαληγούρας
Μήπως, έστω, στέλνονταν πίσω τα τανκς και οι μονάδες που είχαν έρθει στην Αθήνα για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου και ακόμη βρίσκονταν στην Αττική; Ειδικώς αυτές οι τελευταίες είχαν κρατηθεί στην πρωτεύουσα με πρωτοβουλία του ίδιου του Παττακού – ο οποίος δεν είχε ως προς αυτό τη συγκατάθεση των ανωτέρων του στη στρατιωτική ιεραρχία. Λογικώς λοιπόν αυτός ανησυχούσε μήπως τιμωρηθεί.
Και να που τότε, εμφανίστηκε ωσάν από μηχανής θεός ο ίδιος ο υπουργός Αμύνης, ο Παπαληγούρας που λέγαμε, και τον καθησύχασε: Ενέκρινε την παραμονή στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας των μονάδων της παρέλασης και γενικώς καθησύχασε τον Παττακό. Κανείς δεν επρόκειτο να πειράξει τους επίδοξους πραξικοπηματίες! Ο ίδιος ο Παττακός απέδωσε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία του Παπαληγούρα στην “παραλυσία” που εντόνως χαρακτήριζε πια το κοινοβουλευτικό καθεστώς και στο “κενό εξουσίας” που συνακολούθως είχε προκύψει. Μία στοιχειώδης, όμως, αναδίφηση των πηγών οδηγεί σε διαμετρικώς αντίθετα συμπεράσματα. Ο ἰδιος ο Καραμανλής άλλωστε ποτέ του δεν έπαψε να μιλάει για την τότε “αυτοκτονία” (και όχι δολοφονία) του κοινοβουλευτισμού…
Δολοφονία Κέννεντυ
Έχοντας κανείς όλα αυτά κατά νουν, αβίαστα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρχή των γεγονότων, κατάληξη των οποίων υπήρξε η επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου στη χώρα μας, εντοπίζεται στις εξελίξεις του έτους 1963 και ιδίως στη… δολοφονία του Κέννεντυ! Το Ισραήλ, υπό την πίεση της αραβικής απειλής είχε, τότε περίπου, υπάρχει η πληροφορία ότι είχε ζητήσει πυρηνικά όπλα από τις ΗΠΑ.
Ο Κέννεντυ αρνήθηκε να τα δώσει και το θέμα γρήγορα προσέλαβε διαστάσεις καταλυτικές, επειδή η Σοβιετική Ένωση, που αρχικώς υπήρξε φιλική προς τους Ισραηλινούς, μετέβαλε στάση και άρχισε, με κάθε τρόπο, να ενισχύει τους Άραβες. Έτσι, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έγινε ουσιαστικώς βάση των Σοβιετικών. Κι αυτό αποτελούσε παραβίαση του δόγματος Μακίντερ σύμφωνα με το οποίο, οι λαοί που κατέχουν το κέντρο της Ευρασίας, ειδικώς οι Σλάβοι και ειδικότερα οι Ρώσοι, δεν πρέπει να αποκτήσουν διέξοδο σε θερμή θάλασσα, ιδίως τη Μεσόγειο. Γιατί; Διότι έτσι οιονεί αυτοί “θέτουν υποψηφιότητα” για παγκόσμια κυριαρχία.
Συνακολούθως, άρχισαν –θεωρητικώς– μυστηριώδεις εκτελέσεις προσωπικοτήτων που, συνειδητά ή όχι, ευνοούσαν την εν λόγω “ρωσική κάθοδο” στη Μεσόγειο. O χορός άρχισε με την εκτέλεση, τον Απρίλιο 1963, του Χουλιάν Γκριμάου στην Ισπανία του Φράνκο. Συνεχίστηκε με τη δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Ακολούθησε η δολοφονία του Κέννεντυ στο Τέξας το Νοέμβριο και έλαβε χώρα και η εκτέλεση του Πορτογάλου ναύαρχου Oυμπέρτο Ντελγκάντο, σε πόλη ισπανική μεν αλλά από όργανα της PIDE (πολιτική αστυνομία του Σαλαζάρ), τον Φεβρουάριο 1965.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 υπήρξε το οιονεί επιστέγασμα. Όπως πράγματι είχε γλαφυρώς διασαλπίσει ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, η Ελλάδα είναι «σαν τον φελλό του μπουκαλιού που δεν αφήνει τη σλαβική μάζα να χυθεί στη Μεσόγειο».
Η δικτατορία και το Πολυτεχνείο
Και πάλι έχοντας αυτά κανείς κατά νουν, κατανοεί το κατά την επταετία 1967-1974 πλέγμα των διεθνών σχέσεων του αυταρχικού καθεστώτος. Οι ΗΠΑ επισήμως αποδοκίμαζαν την κατάλυση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το ΝΑΤΟ, όμως, υποστήριζε αναφανδόν τους συνταγματάρχες. Και επειδή, όπως ψιθυριστά έλεγαν τότε οι φοιτητές, “ΗΠΑ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο”, ο Παπαδόπουλος έσπευσε να συμμορφωθεί προς τας άνωθεν υποδείξεις. Εξ ου και η σύναψη διπλωματικών σχέσεων με την Αλβανία του Εμβέρ Χότζα και η προσέγγιση με την Κίνα του Μάο κ.ο.κ.
Το τέλος του Παπαδόπουλου ήρθε το 1973 με την εξέγερση του Πολυτεχνείου που –όπως ορθώς επισημάνθηκε στο SLpress– απογύμνωσε το στρατιωτικό καθεστώς από τη νομιμοποίηση που έως τότε το περιέβαλε. Ο Παπαδόπουλος, βέβαια, είχε από καιρό την αίσθηση ότι κινδύνευε, αλλά, όπως φαίνεται, δεν ήξερε από πού ακριβώς “θα του ερχόταν”. Και αιτία του τέλους του δεν υπήρξε η απαγόρευση διέλευσης από τον ελληνικό εναέριο χώρο, προκειμένου να ενισχυθεί το Ισραήλ, πολεμικών αεροπλάνων των ΗΠΑ. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και η Ισπανία του Φράνκο είχε επιβάλει παρόμοια απαγόρευση.
Λόγοι της κατάρρευσης του “παπαδοπουλικού καθεστώτος” υπήρξαν δύο άλλες ενέργειες:
- Η άρνηση εγκατάστασης ναυτικής βάσης των ΗΠΑ στον Πειραιά.
- Η εγκατάσταση πλωτής βάσης του σοβιετικού στόλου στα ανοιχτά των Κυθήρων.
Και τα δύο συνιστούσαν παραβίαση του Δόγματος Μακίντερ. Έτσι, τον Παπαδόπουλο διαδέχτηκε ο Ιωαννίδης, ο βίος και πολιτεία του οποίου ακόμη περιμένουν τον συστηματικό ερευνητή τους.
Ο κόμης Κάρολος Σφόρτσα
Τα ανωτέρω λίγο ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη. Αυτήν, όπως είναι πασιφανές, τη νοιάζει κυρίως το εάν υπήρξε [παλ]λαϊκή αντίσταση κατά της χούντας. Όπως, όμως, έχει επισημανθεί και πάλι σε στήλες της SLpress, εάν εξαιρεθούν οι γνωστές, μεμονωμένες (και συνήθως ηρωικές) περιπτώσεις, το καθεστώς προκαλούσε δυσφορία κυρίως στα πνευματικώς, πολιτιστικώς και οικονομικώς ανώτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Είναι γνωστό, πράγματι, ότι στα γεγονότα του Πολυτεχνείου πρωτοστάτησαν κατά βάση φοιτητές.
Στο πρότυπο του ερωτήματος κατά πόσον “το Όχι του 1940 το είπε ο Μεταξάς ή ο Λαός”, την κοινή γνώμη ενδιαφέρει η “παλλαϊκή πάλη” κατά των συνταγματαρχών. Απάντηση στα σχετικά ερωτήματα έχει δοθεί στα μέσα του περασμένου αιώνα στην Ιταλία. Ο κόμης Κάρολος Σφόρτσα υπήρξε πολιτική προσωπικότητα. Λίγο μετά την εκεί επιβολή του φασιστικού καθεστώτος εγκατέλειψε την Ιταλία και βρέθηκε στην Αμερική.
Επέστρεψε στην Ιταλία μετά την κατάρρευση του φασισμού (1943) κι όταν μετά το τέλος του πολέμου ρωτήθηκε από δημοσιογράφο «πόσοι ήτανε οι συνειδητοποιημένοι φασίστες στην Ιταλία την εικοσαετία 1923-1943» έδωσε αυθωρεί την απάντηση: «Σαράντα εκατομμύρια». Ο δημοσιογράφος επανήλθε δριμύτερος: «Καλά! Πόσοι όμως είναι οι ειλικρινείς αντιφασίστες στην Ιταλία σήμερα;» Ο Σφόρτσα δεν δίστασε ούτε λεπτό: «Σαράντα εκατομμύρια». Ο δημοσιογράφος σε τόνο οξύ ξαναρώτησε: «Μα τι πληθυσμό έχει τελοσπάντων η Ιταλία;» Και ο Σφόρτσα αδίστακτα απάντησε: «Σαράντα εκατομμύρια».
Απόδειξη της ορθότητας του Σφόρτσα είχε δοθεί περί τα μέσα του προπερασμένου αιώνα από τον εθνικό μας ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο: «Τα πλήθη μάρτυρες δεν γίνονται». Όλα τα άλλα περιττεύουν…