Ευρώπη και φυσικό αέριο – Αδιέξοδο και εναλλακτικές
25/08/2022Το ενεργειακό πλήγμα καταφθάνει ταχύτερα από το αναμενόμενο, οι δε εναλλακτικές λύσεις στο φυσικό αέριο (υγροποιημένο, άνθρακας, πυρηνική ενέργεια και ανανεώσιμες πηγές) δεν επαρκούν. Η ΕΕ κατευθύνεται σε ένα προδιαγεγραμμένο έλλειμμα ενέργειας, ταχύτερα από τις σχετικές προβλέψεις, παρά τις πρόσφατες κινήσεις με στόχο την μείωση της ζήτησης και την αύξηση της προσφοράς. Ευρώπη και φυσικό αέριο, λοιπόν, θα είναι ο τίτλος του επερχόμενου δράματος.
Η απίστευτα ρευστή κατάσταση, για την οποία ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μπορεί να προκαλέσει τεράστια καταστροφή σε βιομηχανίες και νοικοκυριά. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και ο κλάδος ενέργειας συνασπίζονται σε μία προσπάθεια να περιορίσουν τα χρηματοοικονομικά πλήγματα, αλλά μάλλον απαιτείται σειρά δραστικών κινήσεων πριν από την έναρξη της χειμερινής περιόδου.
Οι ελπίδες για μία περίοδο χάριτος κατά την διάρκεια της θερινής περιόδου δεν δικαιώνονται. Οι ροές φυσικού αερίου περιορίζονται και οι ανάλογες του υγροποιημένου (LNG) φθάνουν στο όριο της χωρητικότητας για τα διακινούμενα φορτία. Με τις θερμοκρασίες σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, η προσφορά δεν επαρκεί για να καλύψει την ζήτηση, ώστε να δημιουργηθούν τα απαραίτητα αποθέματα για την ασφαλή μετάβαση στους χειμερινούς μήνες.
Τον Απρίλιο η πλειονότητα των αναλυτών στον τομέα της ενέργειας εκτιμούσε πως η χειμερινή περίοδος πρόκειται να αποτελέσει την χειρότερη εποχή για τους καταναλωτές και κατ’ επέκταση και για τις κυβερνήσεις. Πράγματι, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι η Ευρώπη κατευθύνεται σε μία καταιγίδα πολύ νωρίτερα, χωρίς την ανάλογη προετοιμασία και χωρίς εναλλακτικές λύσεις για το χάος που θα επακολουθήσει.
Αναταραχή χωρίς προηγούμενο
Η αβεβαιότητα που περιβάλλει το θέμα του ανεφοδιασμού της Ευρώπης σε φυσικό αέριο, έχει άμεση επίπτωση στην διακύμανση των τιμών. Αποτέλεσμα είναι το ιδιαίτερα ευμετάβλητο ζήτημα του ανεφοδιασμού να οδηγεί σε μεγάλες διακυμάνσεις τιμών τουλάχιστον ένα επτάμηνο πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Στα τέλη Φεβρουαρίου με την έναρξη των συγκρούσεων οι τιμές διαμορφώνονταν στο ιστορικά απίστευτο επίπεδο των €530 ανά MWh, πριν σταθεροποιηθούν προσωρινά στα €180 ανά MWh. Η νέα απρόβλεπτη(;) κατάσταση με τον αγωγό Nord Stream 1 εκτόξευσε τον Ιούλιο τις τιμές στα €280 ανά MWh, περισσότερο από τριπλάσιες από την ανάλογη τιμή προ δωδεκαμήνου.
Η απότομη άνοδος των τρεχουσών τιμών αγοράς (spot), μεταβάλλει ανοδικά την καμπύλη των προσεχών τιμών, αφού εντείνεται η βασική αβεβαιότητα για τους επερχόμενους χειμερινούς μήνες, όταν η ισορροπία προσφοράς/ζήτησης δεν θα έχει σχεδόν κανένα περιθώριο βελτίωσης. Οι εναλλακτικές επιλογές της Ευρώπης σε σχέση με το φυσικό αέριο, τον άνθρακα, την πυρηνική ενέργεια και τις ανανεώσιμες πηγές, για την κάλυψη του ενεργειακού της κενού, παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες και δραματικά δαπανηρές.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανακοινώνουν μέτρα για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερες ποσότητες καυσίμων, στήριξης των καταναλωτών και μείωσης της ζήτησης για να αντιμετωπίσουν την συνεχιζόμενη κρίση. Το σημείο που τα πλήγματα θα αποκτήσουν μεγαλύτερο βάθος και καταστροφικότητα, εμφανίζεται να πλησιάζει επικίνδυνα με την μετάβαση στην φθινοπωρινή περίοδο και το ερώτημα δεν αφορά το εάν θα ενσκήψει η απόλυτη καταιγίδα, αλλά απλώς το πότε.
Τα δύο πλήγματα
Στα μέσα Ιουνίου ο ανεφοδιασμός της Ευρώπης σε φυσικό αέριο δέχθηκε ένα διπλό πλήγμα. Το πρώτο αφορά την επιβεβαίωση της διακοπής λειτουργίας για 90 ημέρες των εγκαταστάσεων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) του Freeport στο Τέξας, μετά από μία μεγάλη έκρηξη στις εκεί εγκαταστάσεις. Από εκεί εξάγεται το μεγαλύτερο μέρος των αποθηκευμένων ποσοτήτων στην Ευρώπη, καλύπτοντας το 2,5% της ζήτησης. Το δεύτερο πλήγμα ήλθε, όταν η Gazprom μείωσε τις ροές προς την Ευρώπη μέσω NordStream 1 από 167 MMcmd (εκατομμύρια κυβικά μέτρα ανά ημέρα), σε 67 MMcmd, αφαιρώντας ακόμα 7,5% από το σύνολο της προσφοράς και 60% από την δυναμικότητά του.
Οι αρνητικές εξελίξεις επηρεάζουν δραματικά τις τιμές αναφοράς (Title Transfer Facility – TTF) στην Ολλανδία που αποτελούν τον βασικό δείκτη για ολόκληρη την Ευρώπη, με αποτέλεσμα από τα €83 ανά MWh στις 13 Ιουνίου, να εκτιναχθούν στα €120 ανά MWh, την αμέσως επομένη, όταν ο αγωγός Nord Stream 1 εισήλθε σε προγραμματισμένη δεκαήμερη διακοπή λειτουργίας λόγω εργασιών συντήρησης.
Με την είσοδο στην περίοδο του Αυγούστου και τον αγωγό να λειτουργεί μόλις στο 20% της δυναμικότητάς του, η τιμή υπερέβη τα €250 ανά MWh, έχοντας διπλασιασθεί σε διάστημα μικρότερο του διμήνου, με δεδομένο ότι πλέον έχει εξαφανισθεί το 17,5% από το σύνολο της προσφοράς ενέργειας στην Ευρώπη. Με δεδομένη μάλιστα την τριήμερη διακοπή λειτουργίας του αγωγού στα τέλη Αυγούστου για συντήρηση, εκτινάχθηκε στα €290 ανά MWh.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα οι εναλλακτικές λύσεις για την κάλυψη των κενών με την μείωση της προσφοράς ρωσικού φυσικού αερίου, δεν χαρακτηρίζονται βιώσιμες. Η Νορβηγία εξάγει τα πλεονάσματά της, που όμως κρίνονται ανεπαρκή, ενώ και η αύξηση των εισαγωγών από το Αζερμπαϊτζάν και την Αλγερία αποδεικνύεται τελικά περιορισμένη. Εάν προκύψει κάποια ουσιαστική μεταβολή αυτή θα προέλθει από το ολλανδικό Groningen.
Πίεση για σχιστολιθικό αέριο
Όπως παρατηρείται συχνά, όμως, αρκετά τραύματα οφείλονται σε αυτοτραυματισμούς. Αυτό ισχύει στην περίπτωσή μας. Οι περιορισμένες ποσότητες προς διάθεση οφείλονται κατά κύριο λόγο στην πρώιμη αποχώρηση από τη αγορά του γιγαντιαίου ολλανδικού ομίλου παραγωγής φυσικού αερίου Groningen. Από το 2014, ο όμιλος περιορίζει συνεχώς την προσφορά του στην αγορά και το 2019 έφθασε πλέον σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα, με συνέπεια ο γνωστός οργανισμός Rystad Energy να διατυπώσει την πρόγνωση πως η δραματική κάμψη της παραγωγής του ολλανδικού ομίλου, μετασχηματίζει τραγικά το ενεργειακό τοπίο στην Ευρώπη.
Ο ολλανδικός όμιλος από τις αρχές του νέου αιώνα είχε μία παραγωγή που έφθασε στο ανώτατο επίπεδό της το 2013 με 57 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, αποτελώντας επί δεκαετίες τον βασικό πυλώνα εφοδιασμού της βορειοδυτικής Ευρώπης. Όπως παρατηρεί ο Rystad Energy, η έξοδος του ομίλου Groningen από τον τομέα πρωτογενούς παραγωγής ενέργειας στην Ευρώπη, μετέτρεψε την Ολλανδία από εξαγωγέα σε εισαγωγέα ενέργειας και οδήγησε την υπόλοιπη Ευρώπη σε μείωση των αποθεμάτων της.
Υπό την πίεση των ακραίων συνθηκών, πάντως, εξετάζεται η ενεργοποίηση των κοιτασμάτων του Groningen, που κάποτε με την παραγωγή 55 Bcma (δισ. κυβικά μέτρα) σε ετήσια βάση, ανταγωνίζονται την ετήσια παροχή του Nord Stream 1 (51 Bcma). Κατά την διάρκεια, όμως, των τριών τελευταίων δεκαετιών η περιοχή υποφέρει από σεισμικές δονήσεις με αποτέλεσμα να φθίνει συνεχώς η παραγωγή.
Τα κοιτάσματα έχουν την δυνατότητα να εισφέρουν σε σύντομο χρονικό διάστημα 20 Bcma, εάν η ολλανδική κυβέρνηση και οι τοπικές αρχές συναινέσουν στην επανάληψη των αντλήσεων, καλύπτοντας σημαντικό μέρος των ελλείψεων από την Ρωσία. Προς το παρόν, όμως, η ολλανδική κυβέρνηση έχει αποδεχθεί μία ελάχιστη παραγωγή της τάξης των 2,8 Bcma έως τον Οκτώβριο 2023.
Πάντως, η Γερμανία διαθέτει σε σχιστολιθικά πετρώματα περισσότερα από 2 τρισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, που επαρκούν για την κάλυψη της κατανάλωσης επί μία εικοσαετία, η οποία φθάνει σε ετήσια βάση τα 100 δισ. κυβικά μέτρα. Η Ομοσπονδιακή Γερμανική Ένωση Φυσικού Αερίου, Πετρελαίου και Γεωενέργειας, που δημοσιοποιεί τα στοιχεία, πιέζει το Βερολίνο να αποδεχθεί την λύση της υδραυλικής θραύσης (fracking), αν και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και οι Οικολόγοι αντιτίθενται στην άρση της απαγόρευσης.