Γιατί η Χρυσή Αυγή δεν έχει σχέση με τον ελληνικό εθνικισμό
19/09/2022Εννέα χρόνια από την δολοφονία Φύσσα, θα περιγράψουμε τις ιδεολογικές ορίζουσες της εγκληματικής-ναζιστικής οργάνωσης του Νίκου Μιχαλολιάκου. Το ερώτημα για την προέλευση του ονόματος της Χρυσής Αυγής, ενός κόμματος που είχε φτάσει να είναι το τρίτο μεγαλύτερο στη Βουλή, έχει τεθεί εδώ και πολλά χρόνια. Σε συνέντευξή του στο “Telecity” το μακρινό 1994, ο Κώστας Πλεύρης είχε αναρωτηθεί μήπως πρόκειται για τη Χρυσαυγή, την ερωμένη του Αλή Πασά! Κωμική είναι η εξήγηση που ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος είχε δώσει για την ονομασία Χρυσή Αυγή.
Ο Μιχαλολιάκος, αφού είχε διαψεύσει κάθε σχέση με τον «σατανιστή» και «μασόνο» Άλιστερ Κρόουλι, είχε παραθέσει μια συγκεχυμένη ιστορία περί της «ομηρικής λέξης Ηώς», με την οποία είχε σκεφτεί αρχικά να βαπτίσει την ομάδα του. Επειδή, όμως, έπρεπε να τη μεταφράσει, κατά τον Καζαντζάκη, σε «ροδοδάκτυλη αυγή», τότε επιλέχτηκε η «Χρυσή Αυγή του Ελληνισμού»!
Έχει ενδιαφέρον όμως το γεγονός ότι ο Κώστας Πλεύρης, ο θεωρητικός του φασισμού εν Ελλάδι, παραπέμπει σε μια λησμονημένη παλλακίδα του Αλή Πασά και όχι στην πασίγνωστη αποκρυφιστική εταιρεία, για την οποία ο τεταρταυγουστιανός ιδεολόγος μάλλον θρέφει αντικρουόμενα συναισθήματα. Η μυστικιστική πτυχή του εθνικοσοσιαλισμού αποτελεί πράγματι αντικείμενο έντονης διαμάχης, έως και ρήξης, μεταξύ των ευρωπαϊκών νεοφασιστικών κινημάτων. Στους κόλπους τους υπερισχύει κατά κανόνα μια φονταμενταλιστική ερμηνεία του Χριστιανισμού.
Εξάλλου, ήδη την εποχή που το μήνυμα του Κρόουλι βρισκόταν στο απόγειό του στη δυτική Ευρώπη, ο Μπενίτο Μουσολίνι δεν δέχτηκε κανένα συμβιβασμό μαζί του. Το 1923, μόλις το φασιστικό καθεστώς είχε σταθεροποιηθεί, ο Ντούτσε φρόντισε να απελάσει τον Βρετανό μάγο από τη Σικελία, όπου το 1920 είχε εγκατασταθεί μαζί με τους οπαδούς του. Η σικελική κατοικία του ήταν μια αγροικία που ο ίδιος αποκάλεσε με την ελληνική λέξη “Αβαείο Θέλημα”, έξω από την πόλη Τσεφαλού (την αρχαία Κεφαλοίδιον). Η παρουσία και η δράση ενός σατανιστή σε ιταλικό έδαφος αποτελούσε πρόκληση για το φασιστικό κίνημα. Οι φασίστες ήταν ευθύς εξαρχής στενά συνδεδεμένοι με το καθολικό εκκλησιαστικό κατεστημένο, όπως αποδείχτηκε με την υπογραφή του κονκορδάτου ανάμεσα στο καθεστώς και στο Βατικανό το 1929.
Αποκρυφιστικές ρίζες
Η επιλογή της Χρυσής Αυγής να παραπέμπει ήδη από την ονομασία της στις βαθύτερες αποκρυφιστικές ρίζες του εθνικοσοσιαλισμού είναι σε απόλυτη συνέπεια με το ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Η επίγνωση του γεγονότος ότι ο εθνικοσοσιαλισμός έχει αφήσει ολέθριες αναμνήσεις στη χώρα μας, είχε εξαναγκάσει τα τελευταία χρόνια τους εκπροσώπους της οργάνωσης (και έτερων μορφωμάτων που προέκυψαν μετά την καταδίκη της) να αποκρύπτουν, μάλλον κακότεχνα, την ιδεολογική τους ταυτότητα πίσω από εκείνη των “εθνικιστών”.
Αυτό γίνεται στη βάση μιας σοφιστείας που έχει επινοήσει ο Κώστας Πλεύρης: Οι φασίστες είναι οι Ιταλοί εθνικιστές, οι ναζιστές είναι οι Γερμανοί εθνικιστές, οι ίδιοι τυχαίνει να είναι Έλληνες, άρα δεν μπορούν να είναι ούτε φασίστες ούτε ναζιστές, παρά μόνον “Έλληνες εθνικιστές”. Με την ίδια λογική, που αγνοεί ότι κάποια ιδεολογικά σχήματα έχουν την κακή συνήθεια να διαπερνούν τα σύνορα και να αποκτούν οπαδούς παγκοσμίως, οι κομμουνιστές δεν θα μπορούσαν παρά να είναι Ρώσοι, οι φιλελεύθεροι Βρετανοί και ούτω καθ’ εξής.
Είναι εμφανές ότι βρεθήκαμε ενώπιον μιας απόπειρας απόκρυψης της πραγματικής φύσης της οργάνωσης, ανάλογη με τα αυθεντικά ψεύδη που κατά καιρούς διέδιδε και διαδίδει ακόμα η Χρυσή Αυγή, προκειμένου να τεκμηριώσει κάποια υποτιθέμενη “ελληνική ταυτότητά” της. Τέτοιο ψεύδος, επί παραδείγματι, είναι ότι ο φασιστικός χαιρετισμός είναι στην πραγματικότητα δωρικός, ή ότι το παλαιότερο σύμβολο της οργάνωσης, το ναζιστικό Wolfsangel, είναι στην πραγματικότητα “το αρχαίο ξι της γραμμικής Β”!
“Αίμα” και “Τιμή”
Από τα πολυάριθμα τεκμήρια που προκύπτουν από τη συνολική δράση και θεωρητική παραγωγή της οργάνωσης από την ίδρυσή της το 1980 και δώθε, αποδεικνύεται ο εθνικοσοσιαλιστικός χαρακτήρας της Χρυσής Αυγής. Είδαμε, όμως, πως αυτό το στοιχείο, από μόνο του δεν ήταν αρκετό για την απόκρουση και τον περιορισμό της απήχησής της σε λαϊκά στρώματα.
Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο είναι να τεκμηριωθεί η απόσταση που διαχωρίζει τη γερμανικής εμπνεύσεως εθνικοσοσιαλιστική θεωρία της Χρυσής Αυγής από τον ελληνικό εθνικισμό, όπως διαμορφώθηκε ιστορικά. Με άλλα λόγια, υιοθετώντας πλήρως το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό δόγμα, η Χρυσή Αυγή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ιστορική αντίληψη περί ελληνικού έθνους, σε όλες τις θεωρητικές αποχρώσεις που την χαρακτήρισαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Η Χρυσή Αυγή, ακόμη και στο πιο γνωστό σύνθημά της, μιλά για “Αίμα” και “Τιμή” (μετάφραση του “Blut und Ehre” της Χιτλερικής Νεολαίας). Παραπέμπει, δηλαδή, σε πρότυπα εντελώς ξένα και ασύνδετα με την ελληνική παράδοση. Το “αίμα” είναι σαφώς εκείνο της “αρίας φυλής” που προορίζεται να κυριαρχήσει τον πλανήτη, στη βάση των σκοτεινών αποκρυφιστικών προφητειών, των οποίων ο Χίτλερ ήταν φορέας και εκφραστής.
Η θεωρία του “αίματος”
Η θεωρία του “αίματος” αποκορυφώθηκε τον 19ο αιώνα στην πρώτη συγκροτημένη φυλετική θεωρία διατυπωμένη από τον Άρθουρ ντε Γκομπινό. Οι ρίζες της, όμως, βρίσκονται στο φεουδαρχικό κοινωνικό πρότυπο που αναπτύχτηκε στη Δυτική Ευρώπη από τον 5ο αιώνα. Το φεουδαρχικό σύστημα βασιζόταν στην αυστηρή ιεράρχηση των τιτλούχων και των φεουδαρχών, καθώς και στην κληρονομική μετάδοση του τίτλου και του αξιώματος.
Αυτό φαίνεται από τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή εμμονή στα γενεαλογικά δέντρα των φεουδαρχικών οικογενειών. Σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, λοιπόν, το “αίμα” είναι καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση και την ταυτοποίηση της άρχουσας τάξης, των υπηκόων, του κοινωνικού συνόλου και κατ’ επέκταση του ίδιου του λαού και του έθνους. Στον ελληνικό κόσμο όμως η αντίληψη περί “αίματος” έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά τα πρότυπα. Στον δικό μας χώρο η έννοια του “αίματος” ποτέ δεν ξεπέρασε τη στενή αντίληψη του οικογενειακού πλαισίου: Ο Έλληνας χαρακτηρίζει ως “αίμα του” μόνον τους συγγενείς πρώτου βαθμού.
Η εξήγηση είναι απλή: στην ιστορία του ελληνικού χώρου το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα δεν απέκτησε ποτέ βαθιές ρίζες. Τόσο επί Βυζαντίου, όσο και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι τοπικοί άρχοντες ήταν κρατικοί αξιωματούχοι που διορίζονταν από την αυτοκρατορική Αυλή. Όλες οι προσπάθειες των αξιωματούχων αυτών να επιβάλουν την κληρονομική διαδοχή του τίτλου απέτυχαν.
Άρα η πολιτική σημασία του “αίματος” παρέμεινε περιορισμένη στα στενά πλαίσια της οικογενειακής πιστοποίησης, χωρίς καμία πολιτική σημασία. Το ίδιο συνέβη και με τους τιμαριούχους, η πολιτική επιρροή των οποίων ήταν έμμεση. Η πλούσια αυτή άρχουσα τάξη, σε αντίθεση με τους φεουδάρχες, δεν εντασσόταν δικαιωματικά ως τάξη καθεαυτή στο πολιτικό σύστημα της Αυτοκρατορίας.
Ο “ρατσισμός” των Σπαρτιατών
Η ελληνική αντίληψη περί “αίματος” πηγάζει από τη νομική και πολιτιστική κληρονομιά που επέβαλε στο χώρο αυτό η ρωμαϊκή διοίκηση και η αρχαιοελληνική πρώτα και ελληνιστική αργότερα κληρονομιά, όταν το πολιτιστικό στοιχείο επικράτησε πλήρως στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Ήδη η χιτλερική προπαγάνδα είχε κάνει μεγάλη προσπάθεια στην προβολή μιας υποτιθέμενης αρχαιοελληνικής φυλετικής αντίληψης του κράτους στη βάση του ορισμού της φυλής από μέρους του Ηρόδοτου ως «το όμαιμον, το ομόγλωσσον, τα κοινά ιερά και αι θυσίαι».
Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι αναφέρονταν στους όρους “φυλή” και “αίμα”, αποδίδοντάς τους περιεχόμενο που προσδιορίζει συγγενικές σχέσεις φατρίας (tribu, klan) και όχι φυλετικές διαφορές. Ο ίδιος ο υποτιθέμενος ρατσισμός των Σπαρτιατών, που τόσο φαίνεται να ενθουσίασε τον Χίτλερ, οφειλόταν στην αναγκαιότητα πολιτικής και κοινωνικής επιβολής τους έναντι των ειλώτων και όχι στο γεγονός ότι τους θεωρούσαν κατώτερη φυλή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι διάκριση μεταξύ φύλων/φατριών εντός της αρχαίας πόλεως χρησιμεύει πάντα για την ταξική διαστρωμάτωση στο εσωτερικό της πόλης, ιδιαίτερα σε δημοκρατικό καθεστώς. Ποτέ δεν καθόρισε την εξωτερική πολιτική της, όπως, επί παραδείγματι, μια προνομιακή σχέση μεταξύ δωρικών ή ιωνικών πόλεων.
Επίσης, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι αρχαίοι συγγραφείς σπανίως αναφέρονται σε κάποιον με τα εξωτερικά φυλετικά χαρακτηριστικά του, όπως επί παραδείγματι, το χρώμα της επιδερμίδας. Ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος ήταν πιθανώς μαύρος, το υποθέτουμε διότι στα νομίσματά του απεικονίζεται με μέταλλο πιο σκούρο σε σχέση με εκείνο των προσώπων της οικογένειάς του. Κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν θεώρησε σημαντικό να καταγράψει την πληροφορία αυτή.
Ήδη κατά την ελληνιστική περίοδο, εξάλλου, το πολιτιστικό στοιχείο είχε ευρέως κυριαρχήσει στον προσδιορισμό της ελληνικής ταυτότητας, με ρητή εντολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στους αξιωματικούς και στρατιώτες του για μικτούς γάμους. Τόσο, που οι διάφοροι συγγραφείς της εποχής χαρακτηρίζουν «Έλληνες» tout court όλους όσους μιλούν την ελληνική γλώσσα και θυσιάζουν στους ελληνικούς θεούς.
Η ίδια παράδοση συνεχίστηκε στο Βυζάντιο με την χριστιανική οικουμένη που χαρακτήριζε τους Ρωμαίους πολίτες, ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνικής καταγωγής. Έτσι εξηγείται η αναρρίχηση στον θρόνο αυτοκρατόρων Σύριων, Αρμενίων ή καταγόμενων από άλλους λαούς, χωρίς αυτό να προκαλεί σκάνδαλο.
Χρυσή Αυγή και ελληνικός εθνικισμός
Ενδεικτικό της αδυναμίας του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού να συνδυάσει τα φυλετικά του κηρύγματα με την ιστορική παράδοση του ελληνικού έθνους είναι το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή απλώς αγνοεί το Βυζάντιο. Ενίοτε, έχει εκτοξεύσει μύδρους εναντίον της εβραϊκής καταγωγής της χριστιανικής θρησκείας, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την παρακμή του Ελληνισμού. Επίσης ενδεικτικό του ευτελούς χαρακτήρα της χρυσαυγίτικης προπαγάνδας είναι το γεγονός ότι προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την πολεμική των Βυζαντινών εναντίον των Ελλήνων. Αποκρύπτει ότι στον ελληνικό Μεσαίωνα η λέξη αυτή χαρακτήριζε τους “εθνικούς”, δηλαδή τους ειδωλολάτρες της αρχαίας θρησκείας.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στο στοιχείο αυτό, διότι όλη η νεοελληνική λογοτεχνία, από τον Διγενή Ακρίτα και δώθε αποτελεί αδιάψευστη μαρτυρία του πολιτιστικού και όχι φυλετικού (του “αίματος”) προσδιορισμού του λαού και του έθνους. Ο ίδιος ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ελληνικού εθνικισμού, ο Περικλής Γιαννόπουλος, επέκτεινε το πολιτιστικό στοιχείο στον τομέα της αισθητικής, αγνοώντας πλήρως κάθε φυλετικό προσδιορισμό.
Αξίζει όμως να προσθέσουμε ότι οι Έλληνες, ακριβώς ενώ έδιναν τη μάχη για την ανεξαρτησία τους, έπεσαν οι ίδιοι θύματα των γερμανικής προέλευσης θεωριών περί “αίματος”. Αναφερόμαστε στην πασίγνωστη περίπτωση του Γιάκομπ Φαλμεράιερ, ο οποίος προσπάθησε να αποδείξει ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες ήταν, από φυλετικής άποψης, Σλάβοι ή Αλβανοί:
«Ούτε μία απλή σταγόνα αίματος, γνησίου ελληνικού αίματος, δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σημερινής Ελλάδας. Μια τρομερή καταιγίδα διασκόρπισε έως την πιο απόμακρη γωνιά της Πελοποννήσου μια νέα φυλή, συγγενή προς την μεγάλη φυλή των Σλάβων. Οι Σκύθες-Σλάβοι, οι Ιλλυριοί-Αρβανίτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους λαοί, είναι εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Έλληνες. Ένας λαός με σλαβικά χαρακτηριστικά, τοξοειδείς βλεφαρίδες και σκληρά χαρακτηριστικά Αλβανών βοσκών του βουνού, που φυσικά δεν προέρχεται από το αίμα του Νάρκισσου, του Αλκιβιάδη και του Αντίνοου. Μόνο μια δυνατή ρομαντική φαντασία μπορεί να ονειρεύεται ακόμα μια αναγέννηση των αρχαίων Ελλήνων», έγραψε στο “Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων”.
Το γεγονός ότι αυτοί οι (υποτιθέμενοι) Σλάβοι και Αλβανοί μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και εκείνη ακριβώς την περίοδο αγωνίζονταν υπέρ του Ελληνισμού δεν προβλημάτισε τον Γερμανό λόγιο. Όπως και οι ναζιστές έναν αιώνα αργότερα, που θα ασπαστούν άκριτα τις θεωρίες του, ο Φαλμεράιερ ενδιαφερόταν μόνο για την “καθαρότητα του αίματος”. Η κατάληξη δεν μπορεί παρά να είναι μια και μοναδική. Η Χρυσή Αυγή και τα μορφώματα που προέκυψαν μετά την καταδίκη της, δεν έχουν καμία σχέση με τον ελληνικό εθνικισμό ή το εθνικό κίνημα, όπως εξελίχθηκε ιστορικά, αλλά αποτελούν μία προσπάθεια μονοκόμματης και καθόλου επεξεργασμένης εισαγωγής των εθνικοσοσιαλιστικών θεωριών στην Ελλάδα.