Ε όχι και να φορτώσουμε στο Ναυτικό μας τις αμερικανικές παλιατζούρες…
21/09/2022Αναστάτωση έχει προκληθεί με αφορμή σύσκεψη που έγινε στο Μέγαρο Μαξίμου για τα εξοπλιστικά προγράμματα στο Πολεμικό Ναυτικό. Στη σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, έλαβαν μέρος ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Θάνος Ντόκος, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος και ο αρχηγός ΓΕΝ αντιναύαρχος Στυλιανός Πετράκης.
Αφορμή, κατά τα φαινόμενα, ήταν η περιπλοκή με το πρόγραμμα ναυπήγησης νέων κορβετών, σε συνδυασμό με την ανάγκη του Πολεμικού Ναυτικού να ανανεώσει το ταχύτερο δυνατόν τον γερασμένο στόλο του. Η σύσκεψη οδήγησε σε έναν ορυμαγδό φημών στα κοινωνικά δίκτυα περί του περιεχομένου των συζητήσεων. Στο κέντρο το “αγαπημένο” θέμα της απόκτησης μεταχειρισμένων αμερικανικών πλοίων, καθώς το USNavy προχωράει στην απόσυρση σκαφών LCS (Littoral Combat Ships), καθώς επίσης και θηριωδών καταδρομικώνTiconderoga.
Σε όσες πηγές κι αν κατέφυγε ο υπογράφων δεν υπήρξε ούτε μία που να επιβεβαίωσε ότι έχει ανοίξει τέτοιο θέμα από ελληνικής πλευράς. Κατά συνέπεια, ασχέτως εάν ένα θέμα ετέθη από οποιονδήποτε υπό τη μορφή κατάθεσης μιας υποκειμενικής άποψης, δεν σημαίνει ότι αυτομάτως πρέπει να θεωρείται υφιστάμενο. Εξάλλου, τον τελευταίο λόγο σε τέτοια ζητήματα δεν μπορεί παρά να τον έχει ο τελικός χρήστης, δηλαδή το Πολεμικό Ναυτικό. Μπορεί λογικός άνθρωπος να φανταστεί πως σε κάποια χώρα με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και διακριτή ναυτική ισχύ, να επιβάλει ετσιθελικά η πολιτική ή η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία την άποψή της για το πλοίο που θα πρέπει να επιλεγεί;
Στις σοβαρές χώρες, βέβαια, όλα αυτά δεν μπορούν να εξελιχθούν σε πρόβλημα. Είναι θωρακισμένες συστημικά, με τέτοιες διαδικασίες και προϋποθέσεις στην πορεία για την υιοθέτηση της μιας ή της άλλης λύσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι η τελική επιλογή θα είναι το αποτέλεσμα μιας παραγωγικής συζήτησης και ανάλυσης των επιλογών, ασχέτως της επιρροής που μπορεί να ασκήσει οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος.
Θεσμικός έλεγχος των επιλογών
Στις σοβαρές χώρες, όμως, υπάρχει και λογοδοσία. Υπάρχει παρακολούθηση της καλής εκτέλεσης των αποφάσεων που λαμβάνονται με εκθέσεις προόδου που ασκούν σκληρή κριτική, ενώ υπάρχουν και ουσιαστικές, μη προσχηματικές, διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου. Στις αρμόδιες επιτροπές κανείς δεν επιτρέπεται να είναι άσχετος. Προς διασφάλιση αυτού το έργο των συμμετεχόντων υποστηρίζεται από ειδικούς επιστήμονες.
Αυτό διασφαλίζει ότι αν μη τι άλλο οι παρατηρήσεις θα γίνονται επί της ουσίας του εξεταζόμενου θέματος, άρα θα υπάρχει ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας στη διαδικασία. Επίσης, διασφαλίζει ότι η θεσπισμένη διαδικασία δεν θα εκφυλίζεται στην ανάγκη τήρησης ενός ανούσιου προσχήματος για να δίδεται η εντύπωση τήρησης διαφάνειας, ενώ στην ουσία η απόφαση λαμβάνεται με άλλα κριτήρια, μη επιχειρησιακά. Όλα συνυπολογίζονται και σταθμίζονται, υπάρχει όμως πάντα ένα όριο που δεν πρέπει να ξεπεράσει κανείς.
Τούτων λεχθέντων, οι υπάρχουσες πληροφορίες δείχνουν πως επιβεβαιώνεται η παρελθούσα εκτίμηση του υπογράφοντος ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία θα επηρεάσουν το πρόγραμμα των κορβετών. Επί κυβέρνησης Μάριο Ντράγκι η επιδίωξη της Αθήνας για δημιουργία “συμμαχίας του ευρωπαϊκού Νότου” είχε, αν μη τι άλλο, στέρεη γεωπολιτική λογική. Κι αυτή, σε συνδυασμό με την απολύτως αποδεκτή επιχειρησιακά πρόταση για τη ναυπήγηση κορβετών τύπου Doha από την ιταλική Fincantieri.
Όπως άλλωστε συνέβη και στην περίπτωση του συμβολαίου απόκτησης 3+1 φρεγατών FDI Belharra HN της γαλλικής NavalGroup , το οποίο άνοιξε τον δρόμο για την υπογραφή προωθημένου συμφώνου αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία. Κι όλα αυτά, ασχέτως των –εύλογων κατά την άποψη του γράφοντος– ενστάσεων για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε έως ότου καταλήξουμε στην τελική επιλογή και την υπογραφή σύμβασης.
Με απλά λόγια, η κυβέρνηση δείχνει να θεωρεί –έστω κάπως απλουστευτικά– ότι η προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης στην Ιταλία, στην οποία θα δεσπόζει ακροδεξιά παράταξη, δεν επιτρέπουν την προώθηση του αρχικού σχεδιασμού. Η ζημιά είναι μεγάλη, καθώς η ιταλική πρόταση ήταν η μοναδική που συμπεριλάμβανε τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, την επανεκκίνηση των οποίων φιλοδοξούσε να πετύχει η ελληνική πλευρά, δίνοντας τη ναυπήγηση αριθμού κορβετών σαν “προίκα”.
Συνάρτηση πολλών μεταβλητών
Το επιχείρημα είναι ότι πέραν των αναγκών υποστήριξης της ελληνικής κοινωνίας από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης που απομυζά κονδύλια δισεκατομμυρίων, υπάρχει και το πρόβλημα ουσίας για την αμυντική θωράκιση της χώρας, το πρόβλημα των κορβετών. Το πρόβλημα δεν θα υφίστατο εάν ο σχεδιασμός δεν ήταν αποσπασματικός και αφορούσε το Πολεμικό Ναυτικό μας και το Λιμενικό Σώμα όχι για τα επόμενα λίγα χρόνια, αλλά απλωνόταν στις επόμενες δεκαετίες.
Δεδομένων των συνθηκών ασφαλείας που αντιμετωπίζει η χώρα, είναι απορίας άξιο πως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η άμυνα, που εγκαταλείφθηκε για διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, πρέπει να αποτελεί βασική εθνική προτεραιότητα. Ο μακροχρόνιος σχεδιασμός θα προσέλκυε το ενδιαφέρον των κολοσσών του ναυπηγικού κλάδου και θα συντηρούσε περισσότερα του ενός ναυπηγεία.
Μπορεί η δημοσιότητα να έχει εστιάσει στις κορβέτες, αλλά οι πιεστικές ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού είναι περισσότερες:
- Πρώτον, η άσκηση του δικαιώματος για άλλη μια φρεγάτα Belharra για λόγους οικονομιών κλίμακος.
- Δεύτερον, η τελική απόφαση για την αναβάθμιση ή μη των φρεγατών MEKO 200HN. Πρέπει να ζυγιστεί η ηλικία των πλοίων με το ότι θα χρειαστούν δυο χρόνια μέχρι να υπογραφεί συμβόλαιο.
- Τρίτον, η έγκαιρη αναβάθμιση μέσης ζωής των πυραυλακάτων τύπου SuperVita ώστε να μην εξελιχθούν σε νέες MEKO.
- Τέταρτον, η αναβάθμιση μέσης ζωής των υποβρυχίων Type 214 και η προμήθεια νέων υποβρυχίων.
Σταθερή γραμμή πλεύσης
Η άμυνα είναι ακριβό “σπορ”, με το οποίο δεν γίνεται να μην ασχολούνται χώρες με καυτά προβλήματα ασφαλείας, όπως η Ελλάδα, εάν βέβαια υπάρχει απόφαση να επιβιώσουμε ως ανεξάρτητο κράτος. Πέραν της άμεσης κάλυψης των απολύτως πιεστικών ανελαστικών αναγκών, υπάρχει σοβαρό ζήτημα και με την επιλογή μιας σχεδιαστικής πρότασης για την εγχώρια ναυπήγηση πλοίου που θα καλύψει μεγάλο μέρος των αναγκών του Πολεμικού Ναυτικού τις επόμενες δεκαετίες.
Το πολιτικό σύστημα πρέπει να κατανοήσει επιτέλους ότι πρέπει να σταματήσει να αντιμετωπίζει τα προβλήματα που έχει το Πολεμικό Ναυτικό και οι υπόλοιποι Κλάδοι ως αναγκαίο κακό, αλλά ως επένδυση στο μέλλον του τόπου, η οποία μπορεί να ευεργετήσει την ελληνική οικονομία. Έτσι θα λυθεί και το πρόβλημα των ναυπηγείων, υπό την προϋπόθεση ότι πρώτα θα συνειδητοποιηθεί το διαχρονικό και διακομματικό έγκλημα που έχει συντελεστεί σε βάρος τους.
Αυτό δεν επιτυγχάνεται με αποσπασματικές αποφάσεις, για τις οποίες έχει ευθύνη και η στρατιωτική ηγεσία. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον προφανώς θα λαμβάνεται υπόψη και το γεωπολιτικό κριτήριο, αλλά μέχρι ένα όριο. Το σίγουρο είναι ότι αυτό δεν γίνεται με ανακάλυψη “ευκαιριών” για αγορές, στις οποίες θα κατευθύνονται τα κονδύλια αφενός δίχως τήρηση των εξοπλιστικών προτεραιοτήτων, αφετέρου μετατρέποντας το οπλοστάσιο των Ενόπλων Δυνάμεων σε αποθήκη κάθε παλιατζούρας που αποσύρεται από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις.