Το πειρατικό τουρκολιβυκό μνημόνιο και οι ελληνικές παραλείψεις
07/10/2022Εκμεταλλευόμενη την παγκόσμια ρευστότητα, αλλά και τη διαχρονική κατευναστική πολιτική της Ελλάδος, η Τουρκία επιδίδεται χωρίς κανέναν φραγμό, σε μια πρωτοφανή πολεμική και ρατσιστική ρητορική σε βάρος της χώρας μας, αμφισβητώντας με καθαρό τρόπο την κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου μέσω του κατασκευασμένου ιδεολογήματος της “γαλάζιας πατρίδας”. Ο βασικός αντίπαλος και το μεγάλο εμπόδιο στην επεκτατική της μεγαλομανία, που αποτυπώνεται και στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, αποτελούν οι δύο κρατικές οντότητες του Ελληνισμού, η Ελλάδα και η Κύπρος.
Ο στρατηγικός στόχος που υποκρύπτεται πίσω από κάθε ενέργεια κατά της Ελλάδος, με το άνοιγμα της βεντάλιας των παράνομων διεκδικήσεων της (αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, Θράκη, υφαρπαγή τεράστιων θαλάσσιων περιοχών που ανήκουν στην ελληνική ΑΟΖ με βάση το Διεθνές Δίκαιο κλπ) είναι ο εκφοβισμός και το σύρσιμο της Αθήνας σε διαπραγματεύσεις με το πιστόλι στον κρόταφο και με κεντρικό στόχο τη φινλανδοποίηση Ελλάδος και Κύπρου.
Είναι άλλωστε ενδεικτικές οι πρόσφατες δηλώσεις Ερντογάν ότι «εμείς δεν θέλουμε να έχουμε προβλήματα με γείτονες, αρκεί να ακολουθούν τη βούληση μας»! Πρόκειται ασφαλώς για το απαύγασμα της επιθετικής αναθεωρητικής τουρκικής πολιτικής, ενάντια σε δύο μέλη – κράτη της Ε.Ε. Πλην όμως κάποιων ψοφοδεών δηλώσεων ουδεμία επίπτωση έχουν για την Τουρκία στους δύο τομείς που πονάει, δηλαδή τις οικονομικές κυρώσεις για τις οποίες η Ε.Ε. ποιεί την νήσσαν, αλλά και την απαγόρευση πωλήσεως στρατιωτικού υλικού από μέλη της Ε.Ε. Ακόμα και οι αμερικανικές κυρώσεις σε βάρος της οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην προμήθεια των ρωσικών S-400 και όχι στο ότι απειλείται ευθέως μια σύμμαχος χώρα η οποία, μάλιστα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα της έχει παραχωρήσει χώρους για εγκατάσταση κρίσιμων στρατιωτικών βάσεων.
Βασικός βραχίονας της επιθετικής στρατιωτικής τακτικής σε βάρος της Ελλάδος είναι αναμφισβήτητα και το τουρκολιβυκό μνημόνιο το οποίο υπογράφηκε τον Νοέμβριο του 2019, κατά πλήρη καταστρατήγηση των στοιχειωδών κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και της γεωγραφίας. Και αυτό γιατί η Τουρκία δεν έχει θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, δεδομένου ότι η Κρήτη που είναι ένα από τα μεγαλύτερα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου, έχει πλήρη επήρεια ΑΟΖ και συνεπώς τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας–Λιβύης κινούνται στη μέση θαλάσσια γραμμή. Πλην, όμως, αυτό το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο παράγει ήδη de facto αποτελέσματα, όπως προκύπτει από το νέο μνημόνιο συνεργασίας της Άγκυρας με τα “δεκανίκια” της στη μη νόμιμη κυβέρνηση της Τρίπολης. Με βάση, δε, αυτό, είναι πιθανόν η Τουρκία να επιδιώξει τη δημιουργία τετελεσμένων τεστάροντας τις αντοχές της Ελλάδος με γεωτρύπανα νότια της Κρήτης, πέραν δηλαδή των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων που μεγαλόψυχα οι “πειρατές της Άγκυρας” και τα θλιβερά “λιβυκά εξαπτέρυγα” τους αναγνωρίζουν για την Κρήτη!
Δεν φθάνουν οι διαμαρτυρίες
Απέναντι σε αυτόν τον σοβαρό κίνδυνο, η στρατηγική της Ελλάδας εξαντλήθηκε σε συνεχείς διαμαρτυρίες και ενημερώσεις της διεθνούς κοινότητας, πιστεύοντας ότι αυτό έφτανε για την αδρανοποίηση του παράνομο τουρκολιβυκού μνημονίου. Η μοναδική σοβαρή, αλλά ελλιπής κίνηση, ήταν ο καθορισμός της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, που όμως δεν είναι ικανή να επιφέρει τετελεσμένα γεγονότα, αφού η Αίγυπτος για τους δικούς της λόγους έχει αποφύγει ως σήμερα στην άμεση εμπλοκή της στις ελληνοτουρκικές διαφορές, κάτι που όπως φαίνεται θα συνεχίσει να πράττει και στο μέλλον. Αντικειμενικά η μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, χωρίς δηλαδή το τμήμα της ευρύτερης περιοχής του Καστελόριζου, ναι μεν έχει ισχυρό συμβολισμό αφού τέμνει το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, δεν λύνει όμως συνολικά αυτό το θέμα. Αντίθετα δίνει και λάθος μηνύματα ελληνικής αδυναμίας έναντι των δικαιουμένων από το Διεθνές Δίκαιο ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ευρύτερη περιοχή.
Απέναντι στους φανερούς αρπακτικούς σκοπούς της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος, 100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, που πέραν της συμβολικής σημασίας έχει και ενεργή υπόσταση, αφού η τουρκική ηγεσία φανερά πλέον διεκδικεί μεγάλα τμήματα της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, ως δήθεν διάδοχος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ελλάδα οφείλει ανεξαρτήτως των πρόδηλων αδυναμιών του πολιτικού προσωπικού εξουσίας, αλλά και της διοικητικής γραφειοκρατίας της, να προχωρήσει άμεσα σε ενέργειες οι οποίες θα ακυρώσουν εν τοις πράγμασι τις τουρκικές επιδιώξεις με βάση το παράνομο τουρκολιβικό μνημόνιο.
Ειδικότερα, μετά τη δημοσιοποίηση της νέας συμφωνίας της Τουρκίας με τη μεταβατική κυβέρνηση της Τρίπολης οφείλει αφενός καταθέσει τα όρια της ΑΟΖ έναντι της Λιβύης στον ΟΗΕ, ακολουθώντας πιστά τα ισχύοντα στο Διεθνές Δίκαιο με βάση τη μέση γραμμή (υπάρχει ήδη η συμφωνία Αθήνας–Καίρου, που παρά τις παραχωρήσεις της Ελλάδος αποτελεί ένα νόμιμο τετελεσμένο) και αφετέρου να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα και τον εναέριο χώρο στα 12 μίλια νότια της Κρήτης.
Θα ανέμενε κανείς με βάση τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών τον Ιανουάριο του 2021, ότι η επόμενη φάση επέκτασης στα 12 μίλια, μετά αυτή του Ιονίου Πελάγους, θα αφορούσε τη περιοχή της Κρήτης, ότι οι μελέτες για το κλείσιμο των κόλπων και τη χάραξη ευθειών γραμμών βάσης που είναι απαραίτητος όρος για την επέκταση θα έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Οι παράλληλες αυτές ενέργειες, που είναι σύμφωνες με το Διεθνές Δίκαιο και τα ισχύοντα του Δικαίου της Θαλάσσης θα γίνουν σε περιοχές για τις οποίες δεν ισχύει το τουρκικό casus beli (Αιγαίο) καθώς και δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη διεθνή ναυσιπλοΐα λόγω των στενών στα Δαρδανέλια. Οποιαδήποτε αντίρρηση προβληθεί από τη λιβυκή πλευρά εν σχέσει με το καθορισμό της ΑΟΖ, θα μπορούσε να παραπεμφθεί στα διεθνή δικαστήρια, κάτι το οποίο θα ήταν ευπρόσδεκτο από την πλευρά μας.
Fast track αδειοδοτήσεις
Παράλληλα με τις δύο άμεσες αυτές επιτακτικές κινήσεις, η Ελλάδα οφείλει να επανορθώσει άμεσα τις εγκληματικές αμέλειες των τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων και, ειδικότερα της σημερινής, ως προς το ζήτημα των ερευνών για ύπαρξη υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου νότια της Κρήτης, όπου σύμφωνα με τις μέχρι τώρα επιστημονικές διαπιστώσεις υφίστανται τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου. Με διαδικασίες fast-track θα πρέπει να γίνουν αδειοδοτήσεις σε όλη την περιοχή νότια της Κρήτης, δεδομένου ότι η ενέργεια αυτή έχει πανευρωπαϊκή σημασία λόγω του τεράστιου ενεργειακού προβλήματος που πλήττει τη γηραιά ήπειρο και του εφιαλτικού προβλεπόμενου χειμώνα μετά την διακοπή της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Τέλος, η χώρα μας οφείλει να διαμορφώσει μια συνεκτική στρατηγική και παρουσία έναντι της Λιβύης από την οποία δυστυχώς είναι απούσα. Ο παράγοντας αυτός είναι κρίσιμος, αφού ήδη η Τουρκία επιχειρεί να μετατρέψει τη Λιβύη σε δορυφόρο της, εκμεταλλευόμενη τους πλούσιους φυσικούς της πόρους, αλλά και παράλληλα να παγιώσει τη στρατιωτική της παρουσία μέσω αεροπορικών και ναυτικών βάσεων, περικυκλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη χώρα μας και από τα νότια σύνορα της, κάτι που γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία μας.
Και στο σημείο αυτό οι κυβερνητικές ευθύνες είναι τεράστιες, καθ΄ όσον μετά την κλήση του Χαφτάρ λίγο πριν την πρώτη σύνοδο για το Λιβυκό στο Βερολίνο (από την οποία είχε αποκλειστεί η Ελλάδα με γερμανική πρωτοβουλία) δεν υπήρξε η συνέχιση μιας τέτοιας συμμαχίας, ούτε οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση. Αποκορύφωμα των ελληνικών παραλείψεων στο Λιβυκό αποτελεί η απογοητευτική εικόνα της υπουργού Εξωτερικών της Λιβύης, Αλ Μανγκούs, η οποία μέχρι τώρα εμφανιζόταν από την Ελλάδα ως το όπλο της στη λιβυκή κυβέρνηση, και η οποία έκανε στροφή 180 μοιρών, υπογράφοντας τη νέα πειρατική συμφωνία με την Τουρκία.
Είναι προφανές ότι πέρα από αυτάρεσκες κορώνες και έναν υπονομευμένο δημόσιο διάλογο για τα μεγάλα εθνικά θέματα της χώρας, αφού παρά το σοβαρό τουρκικό κίνδυνο λόγω της προηγηθείσας κυρίαρχης εθνομηδενιστικής αντίληψης κυριαρχούν οι ασάφειες και οι αντιφάσεις, η χώρα μας οφείλει να αποκτήσει συνεκτική εθνική στρατηγική η οποία πέραν των καταγγελιών και της ενημερώσεως των διεθνών παικτών -που σημειωτέον παραμένουν επιεικώς αδιάφοροι απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό- θα πρέπει να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες και πράξεις, όπως οι παραπάνω προτεινόμενες, καταδεικνύοντας ότι οι δηλώσεις περί προστασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας δεν είναι άνευ περιεχομένου.