Χαίνουσα πληγή ο αφανισμός της “σποράς” των Ελλήνων
16/11/2022Ποιος είπε ότι δεν υπάρχει πολιτική σκέψη στην Ελλάδα; Υπάρχει εν αφθονία, μάλιστα, έστω κι αν ο κύκλος των εμβληματικών πολιτικών έχει προ πολλού κλείσει. Υπάρχει εν αφθονία, αν και δεν κάνει αισθητή την παρουσία της στην ελληνική πολιτική σκηνή. Κι αυτό γιατί οι εκπρόσωποί μας στο Κοινοβούλιο την επενδύουν σε κομματικές διαμάχες, ιστορίες συνωμοσίας και στρατηγικές υπονόμευσης των αντιπάλων τους, με αποτέλεσμα να φθείρονται επιδιδόμενοι σε αδιάκοπες, πεισματικές και συχνά μάταιες συγκρούσεις, για τις οποίες αδιαφορεί η πλειονότητα των Ελλήνων.
Αν λείπει κάτι απ’ τους πολιτικούς μας, συγκεκριμένα, αυτό δεν είναι η πολιτική σκέψη. Είναι η αγωνιστική διάθεση να αλλάξουν τα κακώς κείμενα στην Ελλάδα τόσο σε επίπεδο εσωτερικής, όσο και εξωτερικής πολιτικής. Κι αυτό γιατί φωλιάζει μέσα τους η αρρώστια του κομματισμού και του διχασμού. Έτσι φτάνουν οι εκπρόσωποι των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας να διασπαθίζουν τη δύναμη και τις αρετές τους σε περιττούς αγώνες ρητορικών αντιπαραθέσεων, που έχουν σαν αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό του λαού μέσω της προπαγάνδας και της κινδυνολογίας προς επίτευξη του τελικού στόχου τους: της υφαρπαγής ψηφοφόρων του αντιπάλου.
Με τέτοιες πολιτικές πρακτικές όμως διαιωνίζονται τα δεινά της Ελλάδας σε εθνικό και κοινωνικό επίπεδο. Εθνικό και κοινωνικό κακό λογαριάζω, για παράδειγμα, το κλείσιμο δημοτικών σχολείων στην ελληνική επικράτεια λόγω έλλειψης μαθητών (βλ. δημογραφικό πρόβλημα). Πολύ περισσότερο όταν αυτά βρίσκονται σε ακριτικά νησιά-φυλάκια του Αιγαίου, στα αμφισβητούμενα (”γκριζαρισμένα”) από την Τουρκία βορειοανατολικά, ανατολικά και νοτιοανατολικά σύνορά μας (βλ. Χάραξη ελληνοτουρκικών συνόρων με τις Συνθήκες Λωζάνης, 1923, & Παρισίων, 1947).
Ως εθνικό κακό ολέθριων επιπτώσεων λογαριάζω, επίσης, το γεγονός ότι όλο και λιγοστεύουν μέσα στον χρόνο τα ομογενειακά σχολεία όπου γης, με αποκορύφωμα τη δραματική συρρίκνωσή τους στις κοιτίδες που διασώζουν ψήγματα Ελληνισμού: Ελληνικές Μειονότητες. Ειδικά στην περίπτωση της Πόλης -όπως εκτιμούν παράγοντες της εκεί μειονότητας- αν συνεχιστεί η αδιαφορία της Ελληνικής Πολιτείας (διακυβερνητικά και διαχρονικά) για την μειονοτική Εκπαίδευση, τότε σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει ούτε ένας μαθητής εκεί.
Το ίδιο θα γίνει και στις άλλες ”Χαμένες Πατρίδες” του Ελληνισμού, για να μην συνυπολογίσω και τους ”Έλληνες των Σκοπίων” που πετάξαμε στον Καιάδα προ πολλού αρνούμενοι να αποδεχτούμε ότι συγκροτούν ελληνική μειονότητα στη Βόρεια Μακεδονία… Τη σπορά Ελλήνων στα μέρη αυτά και σε άλλα, δυστυχώς, τη λησμονήσαμε ως ελληνικό κράτος. Κι ας λέμε υποκριτικά ότι δεν το κάναμε για να καταλαγιάσουμε τις τύψεις μας… Ας χαρακτηρίζουμε ό,τι χάσαμε ”Αλησμόνητο” αποφεύγοντας να δούμε κατάματα την αλήθεια και να αναχαιτίσουμε την πορεία φθοράς του που τείνει προς εξαφάνιση.
Βολεύει η υποκρισία
Κι αυτό γιατί μας βολεύει η υποκρισία. Και υποκρισία είναι να δικαιολογούμε την απάθειά μας για τα αδέλφια μας στις κοιτίδες του Ελληνισμού εκτός της ελληνικής επικράτειας με το πρόσχημα ότι θα… εξωκείλουμε στον εθνικισμό, έστω κι αν γνωρίζουμε ενδόμυχα πως με την πράξη αυτή θυσιάζουμε την υγιή όψη του (την ταυτισμένη με τη φιλοπατρία, χάρη στην οποία απελευθερώθηκε η μισή Ελλάδα προπολεμικά: Μακεδονικός Αγώνας-Βαλκανικοί Πόλεμοι) στους φασίστες και νεοναζί της αποκρουστικής και αιματοβαμμένης όψης… Ας γυρίσω όμως και πάλι στο εθνικό θέμα της ραγδαίας συρρίκνωσης των Ελλήνων μαθητών στα ομογενειακά σχολεία της Πόλης, γιατί αποκτά συν τω χρόνω διαστάσεις δραματικές λόγω απειλής με αφανισμό του Ελληνισμού σ’ αυτήν και, συνακόλουθα, του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Απειλής με αφανισμό του Ελληνισμού σε μια από τις πιο ιστορικές κοιτίδες του: στην άλλοτε ”Βασιλεύουσα”, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκεί όπου σήμερα τείνει να εξαφανιστεί η παρουσία Ελληνόπουλων στα ομογενειακά σχολεία για οικογενειακούς, κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς λόγους. Στην πρώτη περίπτωση, κοντά στον αποδεκατισμό τους λόγω υπογεννητικότητας, ήρθε και προστέθηκε το πρόβλημα που έχουν δημιουργήσει οι πολλοί μικτοί γάμοι στην Κωνσταντινούπολη. Αποτέλεσμα αυτού είναι τα παιδιά που γεννιούνται να μιλούν τουρκικά και καθόλου ελληνικά.
Έτσι στις τάξεις των ομογενειακών σχολείων το 50% και παραπάνω είναι αραβόφωνοι ορθόδοξοι μαθητές, αφού τα ”Ελληνάκια” αποδεκατίζονται. Το δεδομένο αυτό, όμως, κάνει απαγορευτική τη διεξαγωγή του μαθήματος στην ελληνική γλώσσα. Όπερ σημαίνει ότι αναγκάζει τους εκπαιδευτικούς (για να γίνουν κατανοητοί στην πλειοψηφία) να καταργήσουν την ελληνική γλώσσα (βασικό συνεκτικό δεσμό των Ελλήνων μειονοτικών και ”σήμα κατατεθέν” της εθνικής τους ταυτότητας) και να διδάσκουν το μάθημά τους μόνο στην τουρκική…
Οι ευθύνες όλων ημών
Ευθύνες για την συρρίκνωση των ελληνικής καταγωγής μαθητών της Κωνσταντινούπολης έχουν και οι κοινωνικοί φορείς, οι εκπρόσωποι των τοπικών κοινοτήτων των ομογενών, οι οποίοι δεν ενισχύουν την μόρφωση των παιδιών τους με κονδύλια στα ομογενειακά σχολεία, αν και έχουν την οικονομική επιφάνεια να το κάνουν. Ίσως ακουστεί βαρύ αυτό που θα πω, αλλά -κατ’ εμέ- είναι διαπιστωμένη αλήθεια ο ”οικειοθελής”, σύγχρονος γενιτσαρισμός που επιδεικνύει μερίδα Ελλήνων εργαζομένων στην Κωνσταντινούπολη είτε αυτοί είναι υπάλληλοι επιμορφωτικών ιδρυμάτων, είτε έφοροι, γονείς, εκπαιδευτικοί ή μέλη διπλωματικών μας αποστολών, οι οποίοι νοιάζονται μόνο για το ”εγώ” και όχι το ”εμείς” της διαιώνισης της ελληνικής παρουσίας στην Πόλη.
Ως εκ τούτου, δεν δίνουν… οβολό προς ενίσχυση των ομογενειακών σχολείων της. Ειδικά μάλιστα για τους εκπαιδευτικούς, θεωρώ απαράδεκτο το γεγονός ότι από δεκαετίας τουλάχιστον -ενώ αμείβονται απ’ το ελληνικό κράτος ως εκπρόσωποι του υπουργείου Παιδείας σε μια απ’ τις πιο ευαίσθητες εθνικά μειονότητες των ιστορικών κοιτίδων του Ελληνισμού- κάποιοι από αυτούς δεν ανταποκρίνονται στον εθνικό ρόλο τους και μιλούν τουρκικά μεταξύ τους στα σχολεία τοποθέτησής τους και έξω από αυτά (τη στιγμή που μέχρι και στη Σαγκάη ομιλείται η ελληνική από μαθητές και ελληνιστές δασκάλους τους). Και όχι μόνο αυτό, αλλά διαιωνίζουν στον κοινωνικό τους περίγυρο το σαράκι του κομματισμού (”προοδευτικοί”, ”συντηρητικοί”, ”ακραίοι και μη”), που καταλήγει σε διαμάχη και διχασμό τα οποία μεταγγίζονται δια της επικοινωνίας στην Ομογένεια της Κωνσταντινούπολης.
Το ότι λιγοστεύουν από χρόνο σε χρόνο τα παιδιά της ελληνικής μειονότητας στα ομογενειακά σχολεία δεν φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα τους Έλληνες αρμοδίους διακυβερνητικά και διακομματικά, όπως φαίνεται. Γι’ αυτό και διαχρονικά, πλέον, παραμένουν απαθείς και αμέτοχοι. Δεν τους συγκινεί ακόμα και το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων μειονοτικών μαθητών (σ.σ: το 2010 ανέρχονταν σε 50) δεν εγγράφονται σε σχολεία της Ομογένειας, αλλά σε ”τουρκικά κολέγια” ή σε ξενόγλωσσα σχολεία της Πόλης (γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά) απαξιώνοντας την εγκαταλελειμμένη απ’ το ελληνικό κράτος Παιδεία, που έχει όχημά της την ελληνική γλώσσα.
Φωτεινές εξαιρέσεις
Έτσι ως μόνο φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση παραμένει η διπλωματική συνεισφορά στην ομογενειακή εκπαίδευση της Πόλης του Βασίλη Μπουρνόβα, διευθυντή του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων Θράκης, κατά το παρελθόν μέχρι τον διορισμό του ως Γενικού Πρόξενου Κωνσταντινούπολης το 2010, για να συνεχίσει αργότερα τη διπλωματική του καριέρα μέχρι τον Φεβρουάριο του ’22 ως πρέσβης της Ελλάδας στην Ουκρανία.
Έγινε, πράγματι, φωτεινό παράδειγμα μίμησης για όλους τους συναδέλφους του σε εθνικά ευαίσθητες θέσεις ο εν λόγω Έλληνας διπλωμάτης, γιατί — ”χωρίς ουσιαστική βοήθεια απ’ την ελληνική Πολιτεία” (κατά μαρτυρία ομογενών της Πόλης), είχε ”επιστρατεύσει” τις δυνάμεις της διπλωματικής ελληνικής αποστολής προκειμένου να ιδρυθεί φροντιστηριακό σχολείο εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας με κέντρο το Σισμανόγλειο Μέγαρο (βλ. ”Μεγάλη οδός” του Πέρα, στον σημερινό πεζόδρομο İstiklal Caddesi στην Πλατεία Ταξίμ), ”όπου φοιτούσαν 500 ξένοι, μεταξύ των οποίων και Τούρκοι επαγγελματίες”.
Ο δρόμος που ακολούθησε τότε ένας συνειδητοποιημένος Έλληνας διπλωμάτης είναι ο δρόμος που πρέπει να ανάψει πράσινο φως για κινητοποίηση των ορισθέντων να φυλάνε Θερμοπύλες στις εκτός των συνόρων μας κοιτίδες του Ελληνισμού (Κύπρο, Βόρεια Ήπειρο-Αλβανία, Μικρά Ασία-Τουρκία, Ίμβρο, Τένεδο κλπ), ώστε να πάψει να είναι χαίνουσα πληγή για τον Μειονοτικό Ελληνισμό ο σταδιακός αφανισμός της ”σποράς” των Ελλήνων.