Γιατί είναι αδύνατη η απεμπλοκή από τις “Πρέσπες” μετά την κύρωση
19/01/2019Έντονα συζητείται, περισσότερο σε πολιτικό και λιγότερο σε νομικό επίπεδο, το ζήτημα ενδεχόμενου τερματισμού της Συμφωνίας των Πρεσπών, κυρίως ύστερα από κυβερνητική αλλαγή και μεταβολή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών σε μία από τις δύο ή και στις δύο χώρες. Οι περιπτώσεις ενδεχόμενου τερματισμού ή ακύρωσης μίας διεθνούς συμφωνίας ρυθμίζονται από τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969, η οποία διέπει τη Συμφωνία των Πρεσπών, καθότι και τα δύο συμβαλλόμενα κράτη την έχουν υπογράψει και επικυρώσει (η ΠΓΔΜ προσχώρησε σε αυτήν διά καθολικής διαδοχής από την πρώην Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας).
Καταρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η όποια κυβερνητική αλλαγή σε ένα κράτος, δεν το απαλλάσσει, κατά την αρχή της συνέχειας του κράτους, στη διεθνή έννομη τάξη από τις διεθνείς δεσμεύσεις του και ιδία της τήρησης των συμβατικών του υποχρεώσεων κατά την γενική δικαιική αρχή pacta sunt servanda. Η αρχή αυτή, η οποία, πέραν της συμβατικής της κατοχυρώσεως (πρβλ. και άρθρο 26 Σύμβασης της Βιέννης), ισχύει διεθνώς και ως γενική αρχή του διεθνούς εθιμικού Δικαίου. Κατά συνέπεια θα πρέπει να αναζητηθούν στη Σύμβαση της Βιέννης ενδεχόμενες δυνατότητες τερματισμού ή λύσης ή αποδέσμευσης από τη Συμφωνία.
Ο τερματισμός των εννόμων συνεπειών μίας συνθήκης ή συμφωνίας προβλέπεται στο Τμήμα 3 της Σύμβαση της Βιέννης και τα άρθρα 54 επ. υπό τον τίτλο «Λήξη και αναστολή της εφαρμογής των Συνθηκών». Συγκεκριμένα τα άρθρα 54 και 56 παρ. 1 Σύμβαση της Βιέννης ορίζουν τις προϋποθέσεις λήξης ή καταγγελίας μίας συνθήκης, η οποία μπορεί να γίνει είτε σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης ή με την συναίνεση των συμβαλλομένων. Ακόμα, σε περίπτωση μη πρόβλεψης στη συνθήκη δυνατότητας καταγγελίας, η τελευταία επιτρέπεται μόνο εάν αυτό συνάγεται από τη βούληση των συμβαλλομένων ή τη φύση της συνθήκης.
Θα πρέπει λοιπόν, εν πρώτοις να ερευνηθεί εάν η Συμφωνία προβλέπει τον τερματισμό της ισχύος της διά του καθορισμού χρόνου λήξεως ή καταγγελίας. Το τελευταίο ζήτημα συζητείται στη χώρα μας, καθώς γίνεται λόγος για καταγγελία και μάλιστα «μονομερή» εκ μέρους της χώρας μας, ούτως ώστε αυτή να αποδεσμευθεί από τη Συμφωνία ακόμη και χωρίς τη συναίνεση της άλλης πλευράς.
Η Συμφωνία προβλέπει στο άρθρο 20 παρ. 9 αυτής ότι «οι διατάξεις της … θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες. Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της … Συμφωνίας που περιέχεται στα άρθρα 1(3) και 1(4)». Από το εδάφιο α’ του άρθρου 20 παρ. 9 της Συμφωνίας προκύπτουν τα κάτωθι: Πρώτον, η Συμφωνία δεν έχει ημερομηνία λήξης. Δεύτερον, δεν προβλέπεται καταγγελία της Συμφωνίας. Τρίτον, με τον νομοτεχνικά αδόκιμο, όπως θα εξηγηθεί αμέσως κατωτέρω, όρο «αμετάκλητη» δεν υπάρχει πρόθεση των συμβαλλομένων μερών να προβούν σε καταγγελία.
E contrario ερμηνεία
Από e contrario (αντίθετη) ερμηνεία του εδάφιου β’ της ίδιας διάταξης, όμως, προκύπτει ότι τα μέρη μπορούν να προβούν σε (συναινετική) αναθεώρηση της Συμφωνίας, εκτός από το άρθρο 1 παρ. 3 και 4, παρά το γεγονός ότι κατά το εδάφιο β’ αυτή είναι «αμετάκλητη». Μόνο υπό την παραπάνω εκδοχή της απαγόρευσης μονομερούς καταγγελίας μπορεί να ερμηνευθεί ο όρος «αμετάκλητη», διότι διαφορετικά, εάν ο όρος «αμετάκλητη» ερμηνευθεί ως μη «αναθεωρήσιμη» η γραμματική αντίφαση με το εδ. β’ δημιουργεί ερμηνευτικό absurdum (εις άτοπον απαγωγή).
Προς αποφυγήν του absurdum, η αντίφαση ή αντινομία αυτή αίρεται με την ως άνω ερμηνευτική μέθοδο και ερμηνευτικό αποτέλεσμα. Βέβαια το εδάφιο β’ περιέχει ένα είδος «ρήτρας αιωνιότητας» (Ewigkeitsklausel) κάποιων όρων της Συμφωνίας, εάν δανειστούμε έναν όρο του Συνταγματικού Δικαίου, εφόσον αποκλείει expressis verbis την αναθεώρηση των παρ. 3 και 4 του άρθρου 1, που αναφέρονται στο όνομα της γειτονικής χώρας ως «Βόρεια Μακεδονία» και της ιθαγένειας (εθνότητας)/nationality και γλώσσας των κατοίκων της ως «Μακεδονική».
Άρα, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 9 της Συμφωνίας σε συνδυασμό με τα άρθρα 54 και 56 παρ. 1 Σύμβασης της Βιέννης η μονομερής καταγγελία απαγορεύεται. Άλλη δυνατότητα για να πάψει η Συμφωνία να επιφέρει έννομα αποτελέσματα είναι η αναστολή της εφαρμογής της σύμφωνα με το άρθρο 57 Σύμβασης της Βιέννης η οποία επιτρέπεται μόνο εάν προβλέπεται από αυτήν ή και χωρίς πρόβλεψη στο συμβατικό κείμενο με την συναίνεση των συμβαλλομένων μερών. Για την αναστολή εφαρμογής θα πρέπει να υφίστανται σοβαροί λόγοι, που θα πρέπει να γίνονται δεκτοί από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, εάν δεν υπάρχει συμβατική πρόβλεψη.
Στην περίπτωση της Συμφωνίας δεν υπάρχει πρόβλεψη για αναστολή εφαρμογής της. Eνδεχόμενη συναινετική αναστολή θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη, εάν όχι απίθανη, καθότι δεν διαφαίνεται λόγος για την άλλη πλευρά να συναινέσει σε ένα τέτοιο εξαιρετικό ενδεχόμενο, όταν μάλιστα η διεθνής κοινότητα θα τάσσεται υπέρ της συνέχισης της εφαρμογής της.
Πρέπει να είναι ουσιώδης
Περαιτέρω, υπάρχει η δυνατότητα της λήξης ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης συνεπεία παραβιάσεώς της (ένσταση μη εκπληρωθείσης παροχής) βάσει του άρθρου 60 Σύμβασης της Βιέννης που ορίζει στην παρ. 1 ότι αυτή πρέπει να είναι ουσιώδης. Βέβαια, η εφαρμογή της διάταξης αυτής στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τα άρθρα 65 παρ. 3 και 66 Σύμβασης της Βιέννης, σε αρμονία με τα οποία βρίσκεται το άρθρο 19 της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Το εν λόγω άρθρο προβλέπει μηχανισμό ειρηνικής επίλυσης οποιασδήποτε διαφοράς προκύπτει από τη Συμφωνία με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ (παρ. 1), τις διμερείς διαπραγματεύσεις (παρ. 2 εδ. α’), την παροχή των καλών υπηρεσιών του ΓΓ του ΟΗΕ (παρ. 2 εδ. β’) και εν τέλει την παραπομπή της διαφοράς στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (παρ. 3 εδ. α’), είτε κατόπιν συνυποσχετικού (παρ. 3 εδ. β’) είτε μονομερώς (παρ. 3 εδ. γ’).
Κατά συνέπεια, ακόμη και σε περίπτωση ουσιώδους παραβίασης των όρων της Συμφωνίας των Πρεσπών υπό την έννοια του στοιχ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 60 Σύμβασης της Βιέννης από το έτερο μέρος, από τον συνδυασμό των άρθρων 60, 65 παρ. 3 και 66 Σύμβασης της Βιέννης και 19 της Συμφωνίας δεν προκύπτει δικαίωμα μονομερούς καταγγελίας ή λήξεως της ισχύος της Συμφωνίας, αλλά παραπομπή του θέματος στον ως άνω μηχανισμό για την εντός του πλαισίου της Συμφωνίας επίλυση της διαφοράς, εν τέλει δια της παραπομπής του ζητήματος στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Μία ακόμη περίπτωση λήξης μίας συνθήκης ή αποχώρησης από αυτήν προβλέπει το άρθρο 62 παρ. 1 Σύμβασης της Βιέννης που κατοχυρώνει τη ρήτρα rebus sic stantibus (απρόβλεπτη μεταβολή των περιστάσεων), η οποία δικαιολογεί την λήξη της συνθήκης σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων, η οποία πρέπει να είναι θεμελιώδης, απρόβλεπτη και ριζική. Ως ριζική δε μεταβολή των συνθηκών δεν μπορεί να νοηθεί κατά τα ανωτέρω ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή ή συνταγματικού χαρακτήρα μεταβολές στο εσωτερικό των συμβαλλομένων κρατών ή ακόμη και αλλαγές στο διεθνές γίγνεσθαι σε σχέση με το εσωτερικό status ή το διεθνές περιβάλλον κατά τον χρόνο συνομολόγησης της συνθήκης.
Κατά συνέπεια είναι εξαιρετικά δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, για μία από τις δύο πλευρές να επικαλεστεί μία τέτοια περίσταση για να προβάλει την ως άνω ρήτρα ως λόγο λήξης της Συμφωνίας. Άλλωστε και η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης είναι μέχρι τώρα αρνητική στο να δεχθεί την εφαρμογή αυτής της ρήτρας. Η μόνη περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να απεμπλακούν από την Συμφωνία, παρά τα όσα αυτή ορίζει είναι βάσει του άρθρου 59 Σύμβασης της Βιέννης, η οποία προβλέπει την κατάργηση μίας Συνθήκης με νέα Συνθήκη.
Μόνο με την σύναψη νέας Συμφωνίας μπορεί να ξεπερασθεί η υπάρχουσα Συμφωνία, αυτή, όμως, προϋποθέτει την συναίνεση του άλλου μέρους και ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, που εάν δεν είναι υποστηρικτικό, τουλάχιστον δεν θα είναι αντίθετο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κάτι που υπό τις υπάρχουσες διεθνείς ισορροπίες φαίνεται πολιτικά εξαιρετικά δύσκολο.
Να μην κυρωθούν οι “Πρέσπες”
Τέλος, επίκληση ακυρότητας της Συνθήκης εκ μέρους της χώρας μας πρέπει να αποκλεισθεί, διότι βάσει της Σύμβασης της Βιέννης αυτή προβλέπεται μόνο σε περιπτώσεις πλάνης (άρθρο 49), απάτης (άρθρο 50), δωροδοκίας αντιπροσώπου (άρθρο 51) και άσκησης βίας κατά αντιπροσώπου (άρθρο 52), οι οποίες βέβαια προφανώς και δεν συντρέχουν εν προκειμένω.
Από τα παραπάνω καταφαίνεται ότι οι νομικές δυνατότητες νομικής απεμπλοκής από την Συμφωνία μετά την κύρωση και επικύρωσή της από τα συμβαλλόμενα μέρη και την θέση της σε ισχύ στην διεθνή και την εσωτερική τους έννομη τάξη είναι εξαιρετικά περιορισμένες και πάντως, όπου υφίστανται απαιτούν την συναίνεση και των δύο πλευρών, η οποία προϋποθέτει αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων και στις δύο χώρες αλλά και στο διεθνές περιβάλλον.
Δεδομένου ότι η Συνθήκη τίθεται σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 3 αυτής κατόπιν των αμοιβαίων γνωστοποιήσεων ότι επήλθε η κύρωσή της στο εσωτερικό εκάστης χώρας, δηλ. αμέσως μετά την κύρωσή της και από την Ελλάδα, καθίσταται κρίσιμη η τελευταία για την έναρξη της ισχύος της στην διεθνή αλλά και δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 Σ και στην εσωτερική έννομη τάξη.
Δεδομένου, επίσης, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών προβαίνει στην αναγνώριση «μακεδονικής» ιθαγένειας (εθνότητας)/nationality και γλώσσας (βλ. άρθρο 1 παρ. 3 στοιχ. β΄ και γ΄ της Συμφωνίας), ζήτημα το οποίο πράγματι μπορεί να αποτελέσει εστία μελλοντικών -και όχι μόνο- νομικών/ερμηνευτικών προβλημάτων, καθίσταται επιτακτική η αποφυγή κύρωσής της κατά την δικαιοπαραγωγική διαδικασία. Δηλαδή ψήφισή της από την Βουλή, έκδοση και δημοσίευσή της από το Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος διατηρεί ένα τυπικό (και εξαιρετικά περιορισμένο μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 1986) δικαίωμα αναπομπής, το οποίο μέχρι τώρα δεν έχει ασκηθεί από κανέναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Μετά την κύρωσή της και την θέση της σε ισχύ είναι εξαιρετικά δύσκολο, εάν όχι αδύνατο για οποιαδήποτε κυβέρνηση στην χώρα μας να πετύχει την ανατροπή ή την αναθεώρησή της χωρίς την συναίνεση της άλλης πλευράς και σε ένα αρνητικό εάν όχι εχθρικό διεθνές περιβάλλον για οποιαδήποτε μεταβολή της Συμφωνίας.