Το “Ποτέ πια” του Βασίλη Κουγέα – Ένας κόσμος που αργοσβήνει…
09/02/2023Γράφει η Ευσταθία Νιάρχου *
Στην όγδοη ποιητική συλλογή του Βασίλη Κουγέα, με τίτλο “Ποτέ πια”, ο ποιητής προχωρά ένα βήμα μπροστά τον μοναχικό άνθρωπο. Τον άνθρωπο, που θεωρεί κριτικά έναν κόσμο που αργοσβήνει, τις αξίες και τα πιστεύω του, αναδεικνύοντας όσα κατά τη γνώμη του αξίζουν να παραμείνουν στο προσκήνιο. Με συχνά καυστική γλώσσα αρκείται στο ελάχιστο και σημαντικό. Τα σημάδια της απώλειας και της φθοράς επανέρχονται επίμονα μέσα στον χρόνο που διανύεται με ταχύτητα.
Με μια σχεδόν μπεκετική γλώσσα ο ποιητής δείχνει τον δρόμο που με ευθύτητα και ειλικρίνεια έχει ο ίδιος επιλέξει. Έξι χρόνια μετά την τελευταία του ποιητική συλλογή “Το τρυγόνι δεν ζει πια εδώ” και “Η ζωή με και χωρίς αγάπη”, ο Βασίλης Κουγέας καταθέτει εκ νέου στην ποιητική παραγωγή του τόπου τη συλλογή με τον τελεσίδικο(;) τίτλο “Ποτέ πια”, διασκεδάζοντας τη ματαιότητα και το αδιέξοδο που διαβάζει στον κόσμο.
Χαρακτηριστικά ποιήματα από τη συλλογή:
Πουλάκι
Πουλάκι του δρόμου / πουλάκι μου / χωρίς άλλη λέξη
πως χτυπάει η καρδιά σου στην παλάμη μου / πες τσίου στο θάνατο
τώρα που σ’ έχω / να μη σε λογαριάσει στους δικούς του
σ’ ένα απ’ τα τρία κυπαρίσσια που τα δείχνουν όλα / εσύ να μη φαίνεσαι
αλλά να μιλάς / και μίλα.
Στο Πάνθεον
Mεσημέρι, / Εμείς / απέναντι στο Πάνθεον, όπως κι ο Φρόιντ
μπροστά στο σπίτι όλων των θεών που πίστεψαν οι άνθρωποι
άφωνοι καθώς / απ’ την οπή του τρούλου αναδυόταν
ένα σύννεφο πίστης και ψιθύρων προς τον ουρανό
αυτό που φοβόμαστε / η γνώση
πως τίποτα δεν φτάνει πουθενά / για να εισακουσθεί
Αdieu
Όταν το παιδί ήταν παιδί δεν μπορούσε / να δει το λάθος στα λόγια του
αλλά στην ποίηση είναι δύσκολο να στρίψεις / λέξη με λέξη
προς την κατεύθυνση που βρίσκεται / ο μίτος της Αριάδνης, η αλήθεια σου
να μην αφήσεις απλά ένα χρώμα στην ατμόσφαιρα / και να το λήξεις
όχι με λόγια αόριστα μα βέβαια / για το νόημά τους.
Γράψε ό,τι θέλεις (όχι κι ό,τι) / αρκεί να το πιστεύεις
κι όχι μια ιδέα που πέρασε απλά απ’ το σκερβέλο σου
οι πόντοι φεύγουν απ’ την κάλτσα εν ριπή.
Καμιά επιθυμία
Καθώς μου έκοβε μια φέτα σαλάμι για να δοκιμάσω
Είπα, πως όλοι είμαστε αναμνήσεις κάποιου άλλου,
που όταν φύγει, οι άλλοι, δεν θα υπάρχουν.
Μου έκανε μια δύσκολη μέτρηση του χρόνου που χρειάζεται
για να εξαφανιστούνε όλοι όσοι με θυμούνται
μα δεν συγκράτησα πόσο ακριβώς.
Βγήκα στο δρόμο, ένα γερόντιο ανάμεσα σε κομπάρσους –
όσο έπιανε το μάτι / δεν υπήρχε ιεραρχία.
Άρχισα πάνω κάτω απ’ το μπακάλικο ως την πλατεία,
να συμπιέσω το χρόνο και τη συχνότητά του – ναι, είχα και καλές στιγμές
τώρα ένας σκύλος μ’ είχε πάρει από πίσω
ο αέρας μύριζε σάπια λινάτσα και βρεγμένο άχυρο.
Μετασχηματισμός
Η ψυχή φορτώθηκε χωρίς λόγο μ’ ένα σώμα:
κάθε ανησυχία έβγαινε σ’ αυτό σαν πληγή
κάθε ερώτησή φαινόταν σαν ασθένεια.
Και πήρε χρόνο να ενωθούν τα δύο σ’ ένα,
τόσο επώδυνα αλλά και τόσο απλά / βρέθηκε ο λόγος να συνεχιστεί η ζωή.
Όπως απ’ το ποτήρι χύνεται /το νερό στη λεκάνη, /τελειώνει από εκεί που ήταν
κι η νέα του επιφάνεια είναι πιο μεγάλη / αλλά πιο ρηχή,
το νέο σώμα ακολουθεί / πλέον τα όρια της ψυχής.
Η ψευδαίσθηση της επιλογής
Στο βασίλειο του Εκείνο, φως και σκοτάδι είναι ίδια.
Το στόμα κλείνει ερμητικά και δεν αφήνει / να βγεί ούτε μια λέξη
που συνεπάγεται την τιμωρία. / Αλλά τα δόντια / πρέπει να παραμένουν καθαρά,
είναι στην πύλη / μιας λειτουργίας ηδονής / και της λειτουργίας του λόγου.
Η γλώσσα χάνεται. / Την πύλη ελέγχει / το Εκείνο μέσω του Εγώ.
Τα δόντια επομένως / δεν μαύρισαν απ’ τον καπνό και την τροφή
αλλά απ’ ό,τι / κρατήθηκε στη σιωπή μες τη σπηλιά τους.
Τα λευκά δόντια πάλι δεν σημαίνουν το αντίθετο, / δείχνουν
μια επιμέλεια να κρυφτεί η πραγματικότητα / ώσπου κάποτε
να μείνει ένα δόντι μόνο του / ακίνητο / βαθειά στο χώμα,
χωρίς το Εκείνο, χωρίς το Εγώ.
Τίποτα να χωρίσουν
Σ’ ένα παγκάκι πλάι πλάι καθισμένοι / αμίλητοι /φίλοι
ο Γιάννης Αγιάννης κι ο Ιαβέρης /βλέπουνε να περνάνε όσοι τους διάβασαν.
Φίλοι, /δεν έχουν / τίποτα να χωρίσουν / οι δύο, ένας άνθρωπος
που κυνήγησε τον εαυτό του, / όπως εμείς.
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης από το σύντομο βιογραφικό που παραθέτω παρακάτω, ο Βασίλης είναι πολυσχιδής προσωπικότητα. Εκτός από ποιητής, είναι επιστήμονας με αξιομνημόνευτη ακαδημαϊκή διαδρομή. Κι αυτό κατά έναν αδιόρατο τρόπο προσθέτει στην ποίησή του.
Ο Βασίλης Κουγέας σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη και στις Βρυξέλλες, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Ιστορίας στο Παρίσι. Είναι ομότιμος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου χρημάτισε και αναπληρωτής Πρύτανης. Από το 2020 είναι αναπληρωτής πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.