Κι όμως, η Ελλάδα μπορούσε να έχει αμυντική βιομηχανία – Ο ρόλος της εξάρτησης…
18/12/2024Το 1944, στα πρώτα στάδια της απόβασης στη Νορμανδία, η τακτική των Συμμάχων περιελάβανε αποτελεσματικές αναπτύξεις στρατευμάτων. Ο γενικός σχεδιασμός, όμως, απέτυχε στον τομέα της επιμελητείας που διασφαλίζει ότι τα μαχόμενα στρατεύματα διαθέτουν τα απαιτούμενα εφόδια. Σαν αποτέλεσμα, η συμμαχική προέλαση σταμάτησε το φθινόπωρο του 1944.
Ήταν τότε που ο Αμερικανός στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϊ είπε: «Οι ερασιτέχνες ομιλούν για τακτικές και οι επαγγελματίες μελετούν την υλικοτεχνική υποστήριξη». Ο έμπειρος Μπράντλεϊ δεν ήθελε να υποτιμήσει τη σημασία της τακτικής, αλλά να τονίσει ότι η υποβάθμιση της συμβολής της υλικοτεχνικής υποστήριξης στην εφαρμογή της τακτικής έχει υψηλό κόστος. Η συμμαχική προέλαση σταμάτησε, επιτρέποντας στους Γερμανούς να βελτιώσουν την άμυνα τους. H καθυστέρηση στη λήξη του πολέμου κόστισε χιλιάδες ζωές.
Για την Ελλάδα, το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι η απειλή από τη γείτονα δεν αντιμετωπίζεται χωρίς μια ισχυρή αμυντική υλικοτεχνική υποδομή. Ενώ η σύναψη συμμαχιών με μεγάλες δυνάμεις φαντάζει σαν εναλλακτική λύση, στην πράξη οι σχέσεις μεταξύ κρατών εξαρτώνται πάντα από συμφέροντα που αλλάζουν ανάλογα με τις συγκυρίες. Πολύ σπάνια εξελίσσονται σε πολεμική εμπλοκή της ισχυρής “συμμάχου” υπέρ της μικρής χώρας. Παρόλα αυτά, στο δίλλημα “υλικοτεχνική υποδομή ή εξωτερική εξάρτηση”, η κυβέρνηση επιλέγει κατηγορηματικά την εξάρτηση!
Χρειάζεται πολιτική βούληση
Εγχώρια αμυντική βιομηχανία δε μπορεί να χτιστεί χωρίς ισχυρή πολιτική βούληση. Η ανεπάρκεια των κυβερνήσεων στη λήψη πολιτικών αποφάσεων εκδηλώθηκε διαχρονικά σε πέντε κρίσιμους τομείς:
Πρώτον, δεν κατανόησαν ότι σε βάθος χρόνου ήταν δυνατή η στήριξη μιας εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας μέσω μιας ρεαλιστικής, έξυπνης, ισορροπημένης και συγχρονισμένης στρατηγικής. Δεν έβγαλαν χρήσιμα συμπεράσματα από την εμπειρία της σουηδικής αμυντικής βιομηχανίας (χώρα με παρόμοιο αριθμητικά πληθυσμό), και δεν επένδυσαν στη φιλία με γειτονικές χώρες για τεχνογνωσία και συμπαραγωγές (π.χ., το πρωτοπόρο στην αμυντική βιομηχανία και νέες τεχνολογίες Ισραήλ).
Αντίθετα, όλες οι προσπάθειες των κυβερνήσεων ήταν ατελείς και πρόχειρα σχεδιασμένες, ενώ δεν μπήκαν ποτέ οι βάσεις μιας αμυντικής βιομηχανίας που σταδιακά να ικανοποιεί όλο και περισσότερες ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων, να δίνει τη δυνατότητα στις εγχώριες εταιρείες να καινοτομήσουν, να εισέλθουν σε παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και να κατασκευάσουν αξιόμαχα προϊόντα που να είναι ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. Αυτό ήταν εφικτό σε σημαντικό βαθμό, δεδομένης της ύπαρξης ταχέως αναπτυσσόμενων τομέων υψηλής τεχνολογίας με θετική συνεισφορά στην οικονομία.
Δεύτερον, δεν επεξεργάστηκαν μια εθνική πολιτική αμυντικής βιομηχανίας που να περιλαμβάνει:
- Τη σαφή κατανομή αρμοδιοτήτων για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής ανάμεσα στα διάφορα υπουργεία (Άμυνας, Οικονομικών και Ανάπτυξης).
- Τη θεσμοθέτηση της συνεργασίας μεταξύ της επιμελητείας των Ενόπλων Δυνάμεων και της αμυντικής βιομηχανίας (συμπεριλαμβανομένων των ταχέως αναπτυσσόμενων, μη-στρατιωτικά προσανατολισμένων τομέων υψηλής τεχνολογίας).
- Τη στελέχωση σώματος αξιωματικών με σημαντικό βαθμό αυτονομίας στη συνεργασία τους με την αμυντική βιομηχανία και τομείς υψηλής τεχνολογίας.
- Την αξιοποίηση προγραμμάτων ΕΕ και ΝΑΤΟ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, Νατοϊκό Ταμείο Καινοτομίας), και τις κρατικές επενδύσεις σε υποσχόμενες τεχνολογίες (σημαντικός πόρος συναλλάγματος μέσω εξαγωγών).
Τα πλεονεκτήματα από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία
Τρίτον, δεν αντελήφθησαν ότι η εγχώρια αμυντική βιομηχανία προσφέρει μεγάλα πλεονεκτήματα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας: απεξάρτηση από χώρες-προμηθευτές όπλων, αυξημένο χώρο ελιγμών εξωτερικής πολιτικής, αξιοπιστία ως αδέσμευτο έθνος, και βελτιωμένη θέση στη σημερινή, σε μεγάλο βαθμό άναρχη, παγκόσμια κοινότητα. Δεν καθιέρωσαν μια διακομματική επιτροπή εθνικής άμυνας που να διασφαλίζει τη σαφή αντιστοιχία της αμυντικής βιομηχανίας με τους πολιτικούς στόχους, και να μελετάει σε βάθος τις καθοριστικής σημασίας συνέπειες των πιθανών πολεμικών σεναρίων στα συστήματα διοικητικής μέριμνας των Ενόπλων Δυνάμεων.
Λόγω αυτής της ανεπάρκειας, υπάρχουν αμφιβολίες αν το είδος και το εύρος των πολεμικών σεναρίων για τα οποία προετοιμάζονται οι Ένοπλες Δυνάμεις προσομοιάζουν επαρκώς τις πραγματικές συνθήκες πολέμου που θα προκύψουν και τις αντίστοιχες ανάγκες επιμελητείας. Ενώ η τεχνολογική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων έχει την ίδια σημασία με τη τακτική που εφαρμόζουν στο πεδίο της μάχης, η αμυντική βιομηχανία δεν εξασφαλίζει την ανάπτυξη και διατήρηση αυτής της ικανότητας. Βέβαια, μια επαρκής πολιτική εθνικής άμυνας προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικού οράματος, το οποίο είναι ένα θέμα που δεν έχει απασχολήσει καμία κυβέρνηση.
Τέταρτον, δεν μελέτησαν επαρκώς τις αντισταθμίσεις κόστους και μακροπρόθεσμων οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων όταν έδιναν παραγγελίες οπλικών συστημάτων σε ξένους προμηθευτές. Επειδή οι παραγγελίες δεν βασίζονταν σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική, ο στρατιωτικός εξοπλισμός της Ελλάδας θυμίζει “Βαβυλωνία”, όπου ξένοι προμηθευτές και εγχώρια λόμπι εμπόρων όπλων με μεγάλη πολιτική επιρροή πουλούν στην χώρα μια σειρά από συχνά πανάκριβα οπλικά συστήματα.
Επειδή δεν εξασφαλίζονται ουσιαστικά αντισταθμιστικά οφέλη (συμπαραγωγές εξαρτημάτων/ανταλλακτικών των εισαγόμενων οπλικών συστημάτων, υποκατασκευαστικά έργα, συμμετοχή στην εν συνεχεία υποστήριξη), τα απαραίτητα εξαρτήματα/ανταλλακτικά μπορεί να μην είναι διαθέσιμα όταν οι Ένοπλες Δυνάμεις τα χρειάζονται περισσότερο (USNI: «Η διοικητική μέριμνα κερδίζει (και χάνει) πολέμους»).
Πέμπτον, δεν εξετάστηκαν εναλλακτικές προοπτικές, όπως η καινοτόμα προσαρμογή εισαγόμενων εξαρτημάτων για εγχώριες ανάγκες. Όταν κατασκεύασε το μαχητικό “F-21 Κφιρ”, το Ισραήλ δεν εισήγαγε τεχνολογία αυτή καθαυτή, αλλά εξαρτήματα που στη συνέχεια συναρμολόγησε. Το δε F-21 εξήχθη σε διάφορες χώρες, μεταξύ αυτών και στις ΗΠΑ. Επίσης, δεν εξετάστηκε η δημιουργία βιομηχανίας όπλων με βάση άδειες από ξένους προμηθευτές – μέθοδος που μειώνει το κόστος και που εφάρμοσαν η Ινδονησία, Ταϊλάνδη, Πακιστάν, Ισραήλ, Νότιος Αφρική). Υπάρχει και η “ανάστροφη μηχανική” ξένης τεχνολογίας όπλων. Η κραταιά νοτιοκορεάτικη βιομηχανία ξεκίνησε με τον επανασχεδιασμό αμερικανικών πυροβόλων που εξήγαγε σε πολλές τριτοκοσμικές χώρες). Τέλος δεν έγινε διαπραγμάτευση για παρουσία στη χώρα ξένων εταιριών παραγωγής όπλων, όπως έκανε η Σιγκαπούρη αποκομίζοντας μεγάλα οφέλη.
Μία αποκαλυπτική έκθεση
Είναι δηλωτικό της διαχρονικής αποτυχίας του ελληνικού κράτους το ότι έκθεση του υπουργείου Εθνικής Άμυνας αποκαλύπτει: «Τα καίρια ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η εθνική στρατηγική αμυντικής βιομηχανίας συνοψίζονται (α) στο χαμηλό επίπεδο συμμετοχής της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στις προμήθειες των Ενόπλων Δυνάμεων και συνακόλουθα στο χαμηλό βαθμό υποστήριξης των Ενόπλων Δυνάμεων από αυτή, (β) στους περιορισμούς που θέτει το ευρωπαϊκό και εθνικό νομικό πλαίσιο στη συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στις προμήθειες των Ενόπλων Δυνάμεων».
Αυτά τη στιγμή που η περιβόητη RAND) επισημαίνει: «Ακόμη και οι μικρότερες τριτοκοσμικές χώρες από τη δεκαετία του 1980 παρήγαγαν ορισμένους τύπους όπλων και πυρομαχικών. Ξεκίνησαν με απλά, παλαιότερης τεχνολογίας οπλικά συστήματα και στη συνέχεια παρήγαγαν πιο εξελιγμένα συστήματα». Το ίδιο επισημαίνει και η UNESCO: «Η εγχώρια παραγωγή όπλων στον Τρίτο Κόσμο αυξάνεται σήμερα ταχύτερα από τις στρατιωτικές δαπάνες και εισαγωγές όπλων».
Συμπερασματικά, ενώ δεν ήταν βέβαια δυνατή η εγχώρια παραγωγή όλων όσων χρειάζονται οι Ένοπλες Δυνάμεις, ήταν ωστόσο εφικτή η εξασφάλιση μιας υλικοτεχνικής υποδομής που θα μείωνε σταδιακά τις ανάγκες για προμήθειες ορισμένων τύπων οπλισμού από το εξωτερικό και θα δρούσε αποτρεπτικά. Το ότι αυτό δεν επετεύχθη αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της ελληνικής άρχουσας τάξης. Αντίθετα με την ελληνική, η τουρκική άρχουσα τάξη είχε τη πολιτική βούληση να επενδύσει δυναμικά στην αμυντική βιομηχανία, και σε συνδυασμό με τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της χώρας, να κάνει προσοδοφόρες συμφωνίες (οικονομικές και διπλωματικές) με όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Διατηρεί μια επεκτατική εξωτερική πολιτική (εδαφικές διεκδικήσεις στη Μεσόγειο, στρατιωτικές επεμβάσεις σε Λιβύη, Συρία και αλλού) που της αποδίδει μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη. Οι αποτυχίες της ελληνικής πολιτικής είναι γνωστές στη τουρκική πλευρά. Ο Δρ. Χατσί Μποϊράζ (πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης) κομπάζει: «Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι ανίκανη να εκσυγχρονίσει τον στρατό της, χρησιμοποιώντας δικές της πηγές, καταφεύγει σε εξωτερική υποστήριξη. Ο τουρκικός στρατός γίνεται συνεχώς ισχυρότερος στηριζόμενος στις δικές του εγχώριες και εθνικές δυνάμεις και με δεδομένο ότι η συνεργασία της Αθήνας με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ είναι επιρρεπής σε αλλαγές μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα θα απογοητευθεί μελλοντικά».
Η σαφής προειδοποίηση του Μποϊράζ είναι ότι μια εξαρτημένη χώρα που μόνο αγοράζει όπλα, θα βρεθεί μοιραία σε πολύ μειονεκτική θέση έναντι μιας χώρας που παράγει όλο και μεγαλύτερο τμήμα των όπλων της.