Μπορεί η νέα στρατηγική του Τραμπ να διεμβολίσει τον Οργανισμό της Σανγκάης;
16/12/2025
H πολιτική Τραμπ, όπως εκφράστηκε στο νέο έγγραφο για την Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ που δημοσιεύτηκε πριν από μερικές ημέρες εκφράζει έναν πρωτοφανή διαχωρισμό του ευρωατλαντικού στρατοπέδου σε δύο διακριτά μέρη, πιθανώς και εν μέρει ανταγωνιστικά, με διαφορετικές γεωπολιτικές αναγνώσεις και γεωστρατηγικές στοχεύσεις.
Παρεμπιπτόντως, θα ήταν τεράστιο λάθος να αποδώσουμε τα προβλήματα αυτά σε ιδιορρυθμίες της προσωπικότητας του προέδρου Τραμπ (δεν συζητάμε καν για τις εξοργιστικά παρανοϊκές και ανοϊκές, σε σημείο κρετινισμού αντιλήψεις ότι ο πρόεδρος Τραμπ ελέγχεται από τη Μόσχα και τα συναφή). Αντιθέτως, φαίνεται ότι αποτελούν στοιχείο των γεωπολιτικών κοσμοαναγνώσεων ευρύτερων και βαθύτερων δυνάμεων και δομών εξουσίας μέσα στο πολιτικό οικοσύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αναλυτικότερα, θα πρέπει να αντιληφθούμε το νέο κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής των ΗΠΑ ως έκφανση στο τακτικό επίπεδο μιας ευρύτερης και μακρόπνοης υψηλής αμερικανικής στρατηγικής, εν μέρει άτυπης αλλά υπαρκτής, η οποία προκύπτει από τις γεωπολιτικές αναγνώσεις του βαθέoς συστήματος εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι αναγνώσεις αυτές ναι μεν είναι υποκειμενικές ως έναν βαθμό αλλά εδράζονται πάνω σε μια απολύτως αντικειμενική γεωγραφική πραγματικότητα.
Στο πιο θεμελιώδες επίπεδο, η πραγματικότητα αυτή είναι ότι ο κόσμος αποτελείται από δύο μεγάλα νησιά που βρίσκονται μέσα στον παγκόσμιο ωκεανό. Ένα μεγαλύτερο και ένα μικρότερο. Το μεγάλο νησί είναι η “Παγκόσμια Νήσος” (World Island κατά Sir Halford Mackinder), δηλαδή το σύμπλεγμα Ευρασίας-Αφρικής, με κυρίαρχη δομή την Ευρασία και το δεύτερο η Αμερική. Οι ΗΠΑ ως απόλυτα κυρίαρχη δύναμη στην Αμερική και στους ωκεάνιους δρόμους, έχει ως θεμελιώδες συμφέρον την ύπαρξη μιας διαιρεμένης Ευρασίας, με ανταγωνιστικές δυνάμεις σε αυτήν.
Και αυτό γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, οι τεράστιοι πόροι της Ευρασίας δεν θα αφιερωθούν στην ανάπτυξη ισχυρών χερσαίων στρατευμάτων, τα οποία θα πολεμάνε το ένα το άλλο, αλλά σε ένα πανίσχυρο ναυτικό το οποίο αργά ή γρήγορα θα απειλήσει και τις ΗΠΑ. Αυτό δεν είναι πλέον μια θεωρητική πραγματικότητα. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ότι το Ναυτικό της Κίνας, μόλις έπαψε να υφίσταται η απειλή της Ρωσίας, αναπτύσσεται με τρομακτικά γρήγορους ρυθμούς.
Φυσικά, αυτή είναι απλώς μια έκφανση, ίσως η πιο απλοϊκή, του άτυπου πλην όμως απόλυτα και αδυσώπητα υπαρκτού ανταγωνισμού μεταξύ Αμερικής και Ευρασίας. Όμως, η ίδια φιλοσοφία κυριαρχεί παντού. Ιδιαίτερα σε έναν παγκοσμιοποιημένο οικονομικά και τεχνολογικά κόσμο. Σε έναν “Επίπεδο Κόσμο” κατά τον χαρακτηρισμό του Φρίντμαν. Μια συσπειρωμένη Ευρασία αποτελεί μια τεράστια αγορά, μεταξύ των άλλων, αλλά και ένα απέραντο πεδίο φυσικών πόρων, ενεργειακών πηγών, βιομηχανίας, υψηλής τεχνολογίας, ανθρώπινου δυναμικού κλπ, έναντι της οποίας οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αντιτάξουν ισάξια μεγέθη. Ακόμη και οι ΗΠΑ με το “προγεφύρωμά” τους στην Ευρασία, κατά την κυνική ορολογία του Ζμπίγκινου Μπρεζίνσκι, δηλαδή τη Δυτική Ευρώπη, θα κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα περιθωριοποιημένο μέγεθος.
Η Ευρώπη και η Ινδική γεωστρατηγική
Το “προγεφύρωμα” θα πρέπει να ασκεί επίδραση στο ευρύτερο εσωτερικό αλλιώς κινδυνεύει να εξελιχθεί σε έναν απομονωμένο υπό πολιορκία χώρο, όπως ήταν το προγεφύρωμα του Άντζιο στην Ιταλία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή οι συμμαχικές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Άρα, ίσως ακόμη και κυρίαρχες αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η πολιτική Τραμπ είναι έκφανση του παραδοσιακού απομονωτισμού των ΗΠΑ ή ότι οι ΗΠΑ θέλουν να μετακινήσουν την προσοχή τους προς την Κίνα, να είναι από περιοριστικές έως παραπλανητικές ή ακόμη και εντελώς λανθασμένες.
Κατά την άποψη του γράφοντος η πολιτική Τραμπ βασίζεται πάνω στη θεμελιώδη αγγλοσαξονική γεωπολιτική ανάγνωση του κόσμου, δηλαδή στην ανάγκη η Ευρασία να είναι διαχωρισμένη σε ανταγωνιστικές δυνάμεις που βλέπουν με καχυποψία η μία την άλλη. Έτσι, η “ήπια προσέγγιση” της Ρωσίας, που φαίνεται πως επιδιώκει ο Τραμπ αποτελεί πιθανώς το πρώτο βήμα για την ενεργοποίηση μιας διαδικασίας αποσυσπείρωσης του σχήματος Ρωσίας-Κίνας, το οποίο τον τελευταίο καιρό, μετά τη διάσκεψη της Σαγκάης τείνει να μετατραπεί σε σχήμα Ρωσίας-Κίνας-Ινδίας.
Σε πολύ γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική Τραμπ αποσκοπεί στο να κάνει τη Ρωσία με την Κίνα να θυμηθούν ότι είναι ιστορικοί αντίπαλοι και έχουν και πολλά ανταγωνιστικά στοιχεία στις σημερινές τους γεωπολιτικές ταυτότητες. Άρα, η Ρωσία πρέπει να πάψει να είναι “κλειστή” προς τη Δύση ώστε να μην είναι αναγκασμένη να προσκολλάται στην Κίνα. Επιπροσθέτως, μια απόλυτα εχθρικά προς τη Δύση Ρωσία ή μια απόλυτα εχθρικά προς τη Ρωσία Δύση, απειλεί να οδηγήσει και την Ινδία σε ενσωμάτωση σε ένα εχθρικό προς τη Δύση γεωπολιτικό σχήμα, εξαιτίας των ιδιαίτερων σχέσεων που έχει το Νέο Δελχί με τη Μόσχα και δεν μπορεί να πάψει να έχει.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει ίσως να πούμε ότι η ισχυρή σχέση Ινδίας-Ρωσίας προέκυψε εν πολλοίς ως ένα ανεπιθύμητο παράπλευρο της προσέγγισης με την Κίνα που επεδίωξε και επέτυχε το δίδυμο Νίξον-Κίσινγκερ, εν παραλλήλω με τη σχέση Πακιστάν-ΗΠΑ που υπήρχε λόγω της θέσης του Πακιστάν στη σοβιετική περιφέρεια. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Shivsankar Menon, για τους Ινδούς ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε το 1971, όταν οι ΗΠΑ στήριξαν αποφασιστικά το Πακιστάν στον Πόλεμο με την Ινδία, πίεσαν την Κίνα να παρέμβει στρατιωτικά υπέρ του Πακιστάν και εν τέλει απείλησαν με παρέμβαση ναυτικών δυνάμεων των ΗΠΑ.
Έκτοτε, η σχέση Ινδίας-Σοβιετικής Ένωσης (και εν συνεχεία Ρωσίας) απέκτησε υπαρξιακές (existential) διαστάσεις για την ινδική γεωστρατηγική. Άρα, η Ινδία ωθείται δια αυτής της αναγκαιότητας προς μια ενσωμάτωση στο ήδη υπάρχον σινορωσικό γεωπολιτικό σχήμα. Εδώ βέβαια μπορεί να προκύψει η αυτονόητη αντίρρηση ότι η Ινδία με την Κίνα έχουν όχι μόνο εξόχως ανταγωνιστικές γεωπολιτικές ταυτότητες αλλά και ανοιχτά ζητήματα με προεξάρχον φυσικά τα διαφιλονικούμενα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, το θέμα των οποίων οδηγεί διαρκώς σε βίαια έως και θανατηφόρα επεισόδια μεταξύ των δύο χωρών.
Τι συσπειρώνει την Ευρασία
Όμως, εδώ βρίσκεται ακριβώς το ισχυρό συγκολλητικό στοιχείο μεταξύ των ευρασιατικών δυνάμεων, το οποίο κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, είναι οι ανταγωνισμοί μεταξύ των. Συγκεκριμένα, αν το σινορωσικό σχήμα ήταν απολύτως συνεργατικό, αποτελούμενο από δύο αδελφές χώρες, όπως είναι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, ή δύο “ξαδέλφια” όπως είναι οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, τότε θα τρομοκρατούσε όλους τους γείτονές τους οι οποίοι θα συσπειρώνονταν εναντίον του και θα αναζητούσαν συμμαχικές σχέσεις με “μακρινούς βαρβάρους”, κατά την κινεζική γεωπολιτική σοφία, οι οποίοι δεν είναι άμεσα επικίνδυνοι.
Όμως, το σινορωσικό σχήμα προέκυψε ως σχήμα ανάγκης λόγω της πολιτικής της “Διπλής” (ή καλύτερα πολλαπλής) Ανάσχεσης από πλευράς της Δύσης και της γενικότερης λογικής της επιβολής της δυτικής γεωπολιτικής και πολιτισμικής κουλτούρας, αξιών, ιστορικών αναγνώσεων κλπ. Αυτό σημαίνει ότι τα ανταγωνιστικά στοιχεία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας παραμένουν εν υπνώσει αυτήν την στιγμή αλλά ζωντανά.
Άρα, η Ινδία έλκεται προς αυτό το σχήμα και εξαιτίας των ανταγωνιστικών στοιχείων μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, επιδιώκοντας να αναπτύξει έναν άξονα Μόσχας-Νέου Δελχί, ο οποίος θα λειτουργεί εξισορροπητικά έναντι του άξονα Μόσχας-Πεκίνου. Αντιστοίχως σκέφτεται το Βιετνάμ ή το Ιράν από την άλλη κατεύθυνση, το οποίο έχει εξαιρετικές σχέσεις με το Πεκίνο αλλά μια βαθιά καχυποψία προς τη Μόσχα. Άρα, τα ανταγωνιστικά στοιχεία μεταξύ των χωρών της Ευρασίας λειτουργούν εν τέλει ως ενοποιητικός παράγοντας μέσα στο σημερινό γεωπολιτικό γίγνεσθαι, το οποίο προκύπτει από τις μέχρι τώρα πολιτικές των ΗΠΑ.
Άρα, θα πρέπει να πάψει να υπάρχει η πολιτική της Διπλής Ανάσχεσης και αυτό προβλέπει, για αρχή, μια ήπια, “λελογισμένη” προσέγγιση με τη Ρωσία. Τόσο απλά. Ωστόσο, το κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής των ΗΠΑ, περιλαμβάνει και μια ευρύτερη γεωπολιτική στρατηγική, η οποία θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ότι θα πρέπει να ξεκινήσουν να κινούνται οι δείκτες του ρολογιού της Ιστορίας.
Στρατηγική Τραμπ για πολυπολικό-μεταδυτικό κόσμο
Υπό μία έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Πρόεδρος Τραμπ προσπαθεί να εισάγει εκ νέου τις ΗΠΑ στον ιστορικό χρόνο, να ξεκινήσει πάλι το ρολόι της Ιστορίας βγάζοντας τις ΗΠΑ από τη φαντασίωση του Τέλους της Ιστορίας, σπάζοντας τον παγωμένο ιστορικό χρόνο σε μια ψευδή, παρανοϊκή, ανάγνωση του κόσμου ως έναν κόσμο κυριαρχούμενο από τις Δυτικές δυνάμεις, δηλαδή τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ καθώς και τις προεκτάσεις τους στην Ωκεανία. Η νέα αμερικανική στρατηγική προσπαθεί να εισαγάγει τις ΗΠΑ σε έναν πολυπολικό – μεταδυτικό κόσμο, όπου οι ΗΠΑ θα λειτουργούν ως Πρώτος μεταξύ Ίσων (Primus Inter Pares).
Οι ΗΠΑ θα είναι ο μαέστρος της παγκόσμιας ορχήστρας, έτσι ώστε να αποφύγει τον εγκλωβισμό των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια hyper bipolarity, όπου ο αντίπαλος πόλος της Ευρωατλαντικής Δύσης, θα είναι πλέον μια τεράστια πανευρασιατική συσπείρωση, με αντιφατικά μεν και ανταγωνιστικά στοιχεία, τα οποία όμως εν συνόλω θα λειτουργούν ως συγκολλητικό στοιχείο. Αυτή η συσπείρωση διαθέτει στοιχεία τεχνολογικής και γεωοικονομικής ισχύος που ούτε κατά διάνοια δεν απολάμβανε η παλιά καλή Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί της, ενώ έχει προνομιακές σχέσεις και με τον λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο.
Άρα, πολύ συμπυκνωμένα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική Τραμπ αποσκοπεί στο να αποφύγει τον εγκλωβισμό των ΗΠΑ στο αντεστραμμένο είδωλο του Ψυχρού Πολέμου, με τη Δύση να βρίσκεται στη θέση του δεύτερου πόλου, ουσιαστικά υπό πολιορκία υπό τον πρώτο. Για να επιτύχει όμως αυτή η πολιτική πρέπει, εκτός όλων των άλλων, να υπάρξει και μια “λελογισμένη” αποσυσπείρωση της Ευρωατλαντικής Δύσης, έτσι ώστε η Ευρώπη και οι ΗΠΑ να λειτουργούν ως ξεχωριστοί πόλοι, αν και συγγενείς και με στενές σχέσεις στο διεθνές σύστημα, ώστε να ενεργοποιήσουν και τους μηχανισμούς αποσυσπείρωσης μεταξύ των άλλων πόλων.
Και πρέπει, βέβαια, και να προκύψει και μια “λελογισμένη” επαναπροσέγγιση Δύσης και Ρωσίας ώστε να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί αποσυσπείρωσης της γεωπολιτικής οντότητας που απειλεί να γεννηθεί στην Ευρασία και θα μπορούσαμε πιθανώς να αναφέρουμε με το αρκτικόλεξο CRI+ (China, Russia, India, plus).
Επιπροσθέτως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τις συνεργατικές σχέσεις μεταξύ των ευρασιατικών κρατών, οι οποίες εν πολλοίς προκύπτουν από την τεχνολογική, βιομηχανική και εν τέλει οικονομική άνοδο της Κίνας αλλά και άλλων χωρών. Με απλά λόγια, η Ινδία και το Βιετνάμ, για παράδειγμα, που είναι αντίπαλοι της Κίνας, δεν μπορούν να αγνοήσουν την κινεζική οικονομία, το βιομηχανικό της δυναμικό, την αγορά της και γενικότερα τις προκλήσεις για τις οικονομικές σχέσεις μαζί της, οι οποίες επίσης με τη σειρά τους είναι μείγμα συνεργειών και ανταγωνισμών.
Γενικότερα, οι σχέσεις μεταξύ κρατών είναι μείγματα συνεργειών και ανταγωνισμών, ακόμη και στις πιο ξεκάθαρες περιπτώσεις. Και αυτό, ο Δυτικός Κόσμος εξαιτίας των μανιχαϊστικών αναγνώσεων που εισήχθησαν στον γεωπολιτισμικό του πυρήνα ήδη από τον Ιερό Αυγουστίνο τείνει πολλές φορές να ξεχνάει, με αποτέλεσμα η στρατηγική του να πάσχει από ανορθολογικές αναγνώσεις της πραγματικότητας.





