Διψήφιες διαφορές απειλούν τον Τραμπ

Democrats are ahead by double digits!, Giorgos Iliopoulos

Η λήξη του πρώτου εξαμήνου του 2020 στοιχειοθετεί επιδείνωση του αρνητικού κλίματος εναντίον του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και της κυβέρνησής του, παρά το γεγονός ότι κατά την διάρκεια του πρώτου διμήνου η απόπειρα δίωξής του από την πλειοψηφία των Δημοκρατικών, είχε συσπειρώσει τους οπαδούς των Ρεπουμπλικανών.

Στα μέσα του 2020 οι μισοί ενήλικες Αμερικανοί δηλώνουν πως ανήκουν στο Δημοκρατικό κόμμα (32%) ή πρόσκεινται στην ίδια παράταξη (18%). Αντίθετα, στους Ρεπουμπλικανούς οι οπαδοί του κόμματος φθάνουν το 26% και αυτοί που πρόσκεινται στην συντηρητική παράταξη το 13%, δηλαδή ένα σύνολο 39%. Τα αποτελέσματα προκύπτουν από έρευνα σε δείγμα 400.000 ενηλίκων του γνωστού δημοσκοπικού οργανισμού GALLUP και στοιχειοθετούν μία κρίσιμη αναστροφή της κοινής γνώμης σε βάρος των Ρεπουμπλικανών.

Αν και κατά την διάρκεια του πρώτου διμήνου οι Ρεπουμπλικανοί διατηρούν ένα ελαφρό προβάδισμα (47% έναντι 45-46%), η λαίλαπα της πανδημίας τον Μάρτιο πλήττει την παράταξή τους, με συνέπεια να υπολείπονται κατά 2-3% έναντι των Δημοκρατικών έως τον Μάϊο. Τον Ιούνιο, ο αναίτιος θάνατος του Τζορτζ Φλόιντ σε συνδυασμό με την αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, προκαλεί μία πρώτη διεύρυνση της διαφοράς, με συνέπεια να διαμορφωθεί σε διψήφιο αριθμό. Αυτό τον μήνα οι ψηφοφόροι που πρόσκεινται στους Δημοκρατικούς αυξάνονται κατά 3%, ενώ εκείνοι που πρόσκεινται στους Ρεπουμπλικανούς μειώνονται κατά 5%.

Η συχνότητα των διψήφιων διαφορών

Αν και οι διψήφιες διαφορές μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων δεν είναι συχνές, παρατηρείται μία αυξημένη διαχρονικά συσπείρωση των Δημοκρατικών ψηφοφόρων στην παράταξή τους σε σχέση με τους αντιπάλους τους, με την διαφορά να κινείται κατά μέσο όρο στο 5%, από το 1991 όταν ο οργανισμός GALLUP εφαρμόζει για πρώτη φορά δημοσκοπικές έρευνες αυτού του τύπου σε μεγάλη κλίμακα.

Κατά το παρελθόν, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έχει να επιδείξει μία διψήφια διαφορά από τον κύριο αντίπαλό του επί έναν ολόκληρο μήνα κατά τον Μάρτιο του 1991, όπου όμως είχαν εξαιρεθεί οι προτιμήσεις των ανεξάρτητων ψηφοφόρων, οι οποίοι παραδοσιακά κινούνται μεταξύ των δύο μεγάλων παρατάξεων. Η δεύτερη μεγαλύτερη διαφορά, της τάξης του 8% εμφανίζεται τον Δεκέμβριο του 1994, μετά τις μεγάλες νίκες των Ρεπουμπλικανών στις εκλογές για την Βουλή των Αντιπροσώπων.

Η τελευταία διψήφια διαφορά υπέρ των Δημοκρατικών της τάξης του 12% (51% έναντι 39%), εμφανίζεται τον Ιανουάριο του 2019 μετά την νίκη των Δημοκρατικών το 2018 στις εκλογές για την Βουλή των Αντιπροσώπων. Μάλιστα για αρκετούς μήνες κατά το 2018 η δημοσκοπική διαφορά, συμπεριλαμβανομένου και του μηνός Οκτωβρίου (51% έναντι 41%) πριν από τις εκλογές, κινείται σε επίπεδα ανώτερα του 10%.

Άλλες ιστορικές διψήφιες διαφορές

Οι Δημοκρατικοί έχουν να επιδείξουν μερικές εντυπωσιακές διψήφιες επιδόσεις από το 1991, με πρώτη κατά τα τέλη της θητείας του Μπους του πρεσβύτερου και αφετηρία την θερινή περίοδο του 1992, χωρίς μάλιστα διακοπή έως τον πρώτο μήνα της θητείας του Κλίντον το 1993. Το βασικό αίτιο που οδηγεί στην νίκη τον δημοκρατικό υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1992 εστιάζεται στην μεγάλη οικονομική ύφεση που πλήττει τους Αμερικανούς εκείνη την περίοδο.

Η δεύτερη αναδύεται κατά την διάρκεια της δεύτερης θητείας του Μπιλ Κλίντον, όταν η οικονομική ανάπτυξη εμφανίζεται ιδιαίτερα ισχυρή και εντείνεται στην περίοδο που διαρκεί από τον Δεκέμβριο του 1998 έως τον Φεβρουάριο του 1999. Τότε ο πρόεδρος παραπέμφθηκε από την Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά απαλλάσσεται από την Γερουσία και μάλιστα φθάνει το 13% τον Δεκέμβριο του 1998 και τον Ιανουάριο του 1999, για να αποκλιμακωθεί ελαφρά στο 11% τον Φεβρουάριο του 1999.

Μία άλλη περίπτωση αφορά σχεδόν ολόκληρη την διάρκεια της δεύτερης θητείας του Μπους του νεώτερου, όταν οι διαδοχικές αξιολογήσεις των επιδόσεων του προέδρου εμφανίζονται ιδιαίτερα απογοητευτικές. Μάλιστα η μέση διψήφια διαφορά κατά τα έτη 2006, 2007 και 2008, κινείται ελαφρά επάνω από το 10%, ενώ στην ίδια περίοδο, στις εκλογές του 2006 για την Βουλή των Αντιπροσώπων όπως και στις προεδρικές του 2008, οι Δημοκρατικοί εξασφαλίζουν άνετες νίκες, αλλά και κατά το 2009 στις εκλογές για την Γερουσία.

Η τελευταία περίπτωση αναδύεται τον Δεκέμβριο του 2012, μετά την εκλογή του Ομπάμα για δεύτερη φορά στην προεδρία των ΗΠΑ. Τότε οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν την τραγωδία του δημοτικού σχολείου Sandy Hook Elementary School στο Newtown του Κονέκτικατ, με τον μόλις εικοσαετή Adam Lanza να δολοφονεί με ριπές πολεμικού όπλου 26 άτομα, από τα οποία τα 20 είναι μαθητές ηλικίας έξι έως επτά ετών.

Καταλύτης η δολοφονία Floyd

Σήμερα, ένα τετράμηνο πριν από τις προεδρικές εκλογές, οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται ιδιαίτερα ισχυροί εγγίζοντας, επίπεδα που είχαν κατά το 2018, όταν κέρδισαν τις εκλογές για την Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά και επίσης εξέλεξαν επτά κυβερνήτες σε πολιτείες που δεν είχαν πλειοψηφία σε προγενέστερη περίοδο. Εάν η διψήφια διαφορά τους επιμείνει έως τον Νοέμβριο, τότε θα επαναλάβουν την επιτυχία του 2018, κερδίζοντας τον Λευκό Οίκο, αλλά και την Γερουσία το 2020.

Πολλοί Γερουσιαστές που προετοιμάζονται για την επανεκλογή τους, έχουν εκλεγεί το 2014, περίοδο ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους Ρεπουμπλικανούς, αλλά το νέο πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται, έχει να επιδείξει προκλήσεις πρακτικά ανύπαρκτες πριν από μία εξαετία. Ταυτόχρονα και η αξιολόγηση του Αμερικανού Προέδρου δεν τον ευνοεί, από την στιγμή που κυμαίνεται στα χαμηλά επίπεδα του 40% και δεν εγγυάται την επανεκλογή του.

Επιπλέον το 2020 αποδεικνύεται μία περίοδος εξαιρετικής και εντελώς ασυνήθιστης ρευστότητας. Η απόπειρα δίωξης του Τραμπ και η απαλλαγή του ευνοούν το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κατά το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, ενώ και στο αρχικό στάδιο της λαίλαπας της πανδημίας η κοινή γνώμη, όπως και σε άλλες χώρες, υποστηρίζει την ηγεσία της χώρας. Όμως η αποτυχημένη διαχείριση του Λευκού Οίκου και η δολοφονία του George Floyd που ανασύρει ένα χρόνιο φυλετικό πρόβλημα στις ΗΠΑ, ωθεί το εκλογικό σώμα προς την κατεύθυνση των Δημοκρατικών.

Εάν στο περιβάλλον αυτό προστεθούν και τα καταστροφικά οικονομικά αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου, τότε η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο. Επιπλέον το ατυχές ερώτημα για αναβολή των εκλογών από τον Αμερικανό πρόεδρο (ζήτημα για το οποίο ούτως ή άλλως έχει δικαιοδοσία μόνον η Βουλή των Αντιπροσώπων), δημιουργεί χωρίς λόγο πολιτικό πρόβλημα και θύελλα αντιδράσεων. Πάντως το εάν και κατά πόσον η τρέχουσα πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ υποθάλπει και νέες απροσδόκητες μεταβολές, παραμένει αδιευκρίνιστο, με συνέπεια να παραμένει προβληματική η αναζήτηση των πολιτικών ισορροπιών για το 2021.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι