Γιατί ο Ερντογάν δεν θα σταματήσει – Εγγενώς επεκτατική η νεοοθωμανική ιδεολογία

Γιατί ο Ερντογάν δεν θα σταματήσει – Εγγενώς επεκτατική η νεοοθωμανική ιδεολογία, Βιβιάνα Τσιούμα

Εδώ και 15 χρόνια περίπου ορισμένοι χρησιμοποιούν τον όρο “νεοοθωμανισμό”, προκειμένου να προσδιορίσουν τη στρατηγική του Ερντογάν. Εάν στην αρχή εθεωρείτο υπερβολικός όρος, σήμερα έχει πλέον καθιερωθεί. Είναι πλέον προφανές ότι μπροστά μας έχει αναδυθεί μία νέα πραγματικότητα. Η νεοοθωμανική ιδεολογία ωθεί την Τουρκία σε επέκταση έξω από τα σύνορά της και ταυτόχρονα έξω από το παλαιό σχήμα του κεμαλισμού.

Τα πρόσφατα γεγονότα με την επανεμφάνιση του “Oruc Reis” κοντά στα έξι ναυτικά μίλια από το Καστελλόριζο δεν σηματοδοτούν μόνο ένα αδιέξοδο, στις όποιες διερευνητικές επαφές με την Ελλάδα. Μας εφιστούν, επίσης, την προσοχή πως ο επιθετικός πλέον νεοοθωμανισμός του Ερντογάν είναι άρρηκτα ιστορικά συνδεδεμένος στην ψυχή του μέσου Τούρκου. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Τουρκία απομακρύνεται με τις πολιτικές της επιλογές, όλο και περισσότερο, από τη Δύση.

Η ολοένα και πιο παράτολμη εξωτερική πολιτική της καταγράφεται από μία σειρά ενεργειών. Παραδείγματα είναι η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού, προκειμένου να εκβιάσει την ΕΕ και η παράνομη αποστολή μισθοφόρων-τζιχαντιστών μαχητών στην Λιβύη. Οι εν λόγω ενέργειες δεν παραπέμπουν σε μία υπεύθυνη περιφερειακή δύναμη, ακόμα λιγότερο δε σε αξιόπιστο μέλος του ΝΑΤΟ. Τα δυτικά μέσα σκιαγραφούν τον Ερντογάν ως “μονάρχη”, που επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο της Τουρκίας, με όποιο κόστος.

Αυτό που ίσως δεν έχουν συνειδητοποιήσει είναι ότι στην ουσία ο Ερντογάν είναι ο εκφραστής μιας πανισλαμιστικής, νεοοθωμανικής ιδεολογίας, με πολλές επικίνδυνες παραμέτρους για την Ανατολική Μεσόγειο, την Μέση Ανατολή και περιοχές της Αφρικής. Η παρερμηνευμένη από πλευράς Ερντογάν θεωρία του πανισλαμισμού, φέρνει στο προσκήνιο την ηγεμονική ιδεολογία του πολιτικού Ισλάμ, σε συνδυασμό με αυτήν του μαχητικού τζιχαντισμού. Από που απορρέει άραγε αυτό το μοντέλο πολιτικής σκέψης;

Κοσμικότητα εναντίον πανισλαμισμού

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκπροσωπούσε το τελευταίο Χαλιφάτο, όπως και το Ισλαμικό Κράτος. Μία σειρά από στρατιωτικές της ήττες στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), στον Α’ Παγκόσμιο (1914-1918), τις οποίες διαδέχτηκε μία πολύ σημαντική νίκη επί των Ελλήνων, ο Μικρασιατικός Πόλεμος (1919-1922), οδήγησαν στην ίδρυση της κοσμικής Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923. Η καθιέρωση ενός σύγχρονου τουρκικού κράτους, εξάλειψε τα όποια στοιχεία του παραδοσιακού οθωμανισμού.

Υπό την ηγεσία του Κεμάλ έγιναν δραστικές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση του Σουλτανάτου, η υιοθέτηση του λατινικού αλφάβητου και η θέσπιση ενός καινούργιου νομικού κώδικα, στηριζόμενου όχι μόνο σε ισλαμικές αρχές, αλλά και σε ευρωπαϊκές. Αυτές οι αλλαγές στο τουρκικό κράτος άνοιξαν τον δρόμο σε μία σειρά από απελευθερωτικά κινήματα που οδήγησαν στη δημιουργία κοσμικών καθεστώτων, όπως αυτό των Αιγύπτου, Συρίας, Ιράκ, Αλγερίας και Τυνησίας. Τα εν λόγω κράτη διαμόρφωσαν τις κυβερνήσεις τους στα πρότυπα του μοντέλου του Ατατούρκ.

Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που σήμερα αραβικά καθεστώτα αντιτίθενται στον τουρκικό επεκτατισμό ενός πανισλαμικού μοντέλου. Η συμμαχία της Τουρκίας με το Κατάρ και την Μουσουλμανική Αδελφότητα, με την Άγκυρα να θεωρεί την τελευταία ως ένα υπερεθνικό κίνημα, έχει επιφέρει σημαντικούς τριγμούς στην περιοχή. Αυτή η πανισλαμιστική, νεοοθωμανική πολιτική της Άγκυρας θέτει δύο διαχωριστικές γραμμές: τα ανερχόμενα κοσμικά καθεστώτα, εναντίον του επεκτατικού τουρκικού μοντέλου.

Ο Ερντογάν ως θρησκευτικός ηγέτης

Η σημερινή Τουρκία εμφανίζεται ως ο διεθνής υπερασπιστής και προωθητής του Ισλάμ. Το τουρκικό κράτος χρησιμοποιεί το Diyanet, το οποίο ιδρύθηκε από τον Ατατούρκ με σκοπό την ρύθμιση θρησκευτικών ζητημάτων και την προώθηση του μετριοπαθούς Ισλάμ, ως πρωταρχικό παράγοντα στην διαμόρφωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η εν λόγω κρατική υπηρεσία εποπτεύει τα κηρύγματα που εκφωνούν οι ιμάμηδες ανά τον κόσμο και εξασκεί αξιοσημείωτη επιρροή στις μουσουλμανικές κοινότητες του εξωτερικού.

Με αυτό το σκεπτικό η Τουρκία συνεχίζει να χρηματοδοτεί την κατασκευή τζαμιών παγκοσμίως, από την Λατινική Αμερική, την Ευρώπη, μέχρι την Αφρική και την Ασία. Επιπροσθέτως, το τουρκικό κράτος τροφοδοτεί οικονομικά ένα διεθνές κέντρο θρησκευτικής εκπαίδευσης, τα λεγόμενα Imam Hatip, σχολεία στα οποία φοιτούν πολλοί μαθητές. Σύμφωνα με μία διαδικτυακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2017, και περιλάμβανε 12 χώρες της Μέσης Ανατολής, το 40% των ερωτηθέντων αναγνώριζε τον Ερντογάν ως έναν αξιόπιστο πολιτικά και θρησκευτικά ηγέτη, που έχει ως κύριο μέλημά του την ενδυνάμωση του Ισλάμ.

Το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ εκτείνει την διεθνή “ανθρωπιστική” του δράση, μέσω μη κυβερνητικών οργανώσεων ισλαμικού χαρακτήρα. Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που υποστηρίζουν ότι η Άγκυρα θέλει να παρουσιάζεται ως ο κύριος πάροχος βοήθειας σε Μέση Ανατολή και Αφρική. Για παράδειγμα, η Τουρκία επένδυσε ένα δισ. δολάρια σε φιλανθρωπικά προγράμματα στην Σομαλία, μέσω του Diyanet και μη κερδοσκοπικών ισλαμικών οργανισμών.

Και ενώ όλες αυτές οι φιλανθρωπικές δράσεις εξυψώνουν το προφίλ της, πρέπει να επισημάνουμε ότι εμπεριέχουν και πολιτικές επιδιώξεις. Πέρα από την ανέγερση ενός νοσοκομείου με το όνομα “Ταγίπ Ερντογάν” στο Μογκαντίσου, η Τουρκία κατασκεύασε μία από τις μεγαλύτερες εκτός εδάφους της στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Σομαλία, δίνοντας με αυτό τον τρόπο το στρατιωτικό της παρόν στην Αφρική.

Νεοοθωμανική ιδεολογία και Συνθήκη της Λωζάνης

Υπό αυτό το πρίσμα, το πανισλαμιστικό νεοοθωμανικό μοντέλο αποτελεί καταλυτικό παράγοντα στην αναθεωρητική προσέγγιση της Τουρκίας σε θέματα περιφερειακής ασφάλειας. Αυτό αποδεικνύεται εμπράκτως με την συνεχή αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), η οποία καθόρισε τα σύνορα του “μοντέρνου” τουρκικού κράτους.

Στην ουσία ο Ερντογάν υπαινίσσεται ότι, μέσω της Συνθήκης της Λωζάνης, ο Κεμάλ υπονόμευσε τις νόμιμες διεκδικήσεις της χώρας, στερώντας της το δικαίωμα επαναφοράς των τουρκικών συνόρων, έτσι όπως αυτά είχαν οριοθετηθεί από το περίφημο “Εθνικό Σύμφωνο” (Misak-i-Milli), το οποίο είχε υιοθετηθεί από το οθωμανικό Κοινοβούλιο το 1920.

Σύμφωνα με αυτό, η Τουρκία διεκδικεί εδάφη τα οποία εκτείνονται από την Ανατολική Θράκη (κομμάτι της Ελλάδας πια), την Κύπρο, νησιά του ανατολικού Αιγαίου, εδάφη της Βόρειας Συρίας, του Βορείου Ιράκ, σχεδόν όλη την Αρμενία, κομμάτια της Γεωργίας, όπως επίσης και περιοχές του Ιράν. Παράλληλα, η ανάμιξη της στην Συρία προκάλεσε πολλά προβλήματα στην τουρκική κυβέρνηση.

Η Τουρκία συμμετείχε σε μία εκτεταμένη και δαπανηρή στρατιωτική διαμάχη με τους Κούρδους, ενώ υποχρεώθηκε να αντικρούσει μία σειρά ισχυρισμών ορισμένων κυβερνήσεων για την παροχή βοήθειας στον ISIS και ταυτόχρονα όφειλε να σταθμίσει την απόσυρση των ΗΠΑ από την Συρία και την ανησυχία τους σε ό,τι αφορούσε την κατάσταση των Κούρδων. Στο πεδίο δε της Ανατολικής Μεσογείου, οι διεκδικήσεις της στο ενεργειακό κομμάτι δημιούργησαν πολλές εντάσεις. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι, σε οποιαδήποτε εύρεση φυσικού αερίου στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, θα της αναγνωρίζεται μερίδιο.

Τουρκικός αναθεωρητισμός στην Ανατολική Μεσόγειο

Προκειμένου να ισχυροποιήσει αυτά τα αιτήματά της, η Άγκυρα προέβη στην ενίσχυση της ναυτικής της παρουσίας στην περιοχή, κίνηση που έτυχε δριμείας κριτικής από τους ξένους επενδυτές, θεωρώντας την πλέον ως εμπόδιο στην υλοποίηση των σχεδίων τους. Η εμπόλεμη συμπεριφορά της, συνδυαζόμενη με την επιθετική ρητορική του Ερντογάν, με τις καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου, οδήγησαν σε μια άτυπη συμμαχία μεταξύ των κρατών Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου.

Οι εν λόγω χώρες συνεργάζονται σε θέματα ενέργειας, τουρισμού και στρατιωτικής ασφάλειας, προσπαθώντας να αποτρέψουν μία τυχόν επιθετική αντίδραση της Τουρκίας στην περιοχή. Η ανεύθυνη πολιτική της Άγκυρας φάνηκε και στο θέμα της Λιβύης, με τον Ερντογάν να δηλώνει τον Ιανουάριο του 2020, ότι ο μόνος δρόμος για την επίτευξη της ειρήνης, περνάει από την Τουρκία.

Αντί λοιπόν να εξομαλύνει τις όποιες εντάσεις στην περιοχή, συνέταξε το μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης, εξεγείροντας σημαντικούς περιφερειακούς παίκτες (Ελλάδα, Αίγυπτος, Ισραήλ). Ανάλογη ήταν και η στάση της στο μεταναστευτικό. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τις χιλιάδες μεταναστών που προσπαθούσαν να περάσουν από τον Έβρο με την παρότρυνση του ιδίου του Ερντογάν. Με γνώμονα τα παραπάνω, ένα είναι σίγουρο: αν αφεθεί ανεξέλεγκτη η ιδεολογία του πανισλαμισμού-νεοθωμανισμού θα προκαλέσει περιφερειακές εντάσεις και αστάθεια.

Η στάση της Τουρκίας δεν πρόκειται να αλλάξει. Γι’ αυτό η Ελλάδα οφείλει να βαδίσει στον δρόμο που έχει χαράξει με την κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης και με την αμυντική της θωράκιση. Χρειάζονται συνετές και μεθοδευμένες κινήσεις, αξιοποιώντας το κοινό μέτωπο με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο, προκειμένου η Ελλάδα να μπορέσει να συν-διαμορφώσει το μέλλον της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι