Γυρίζει ο άνεμος στη Δύση για την Τουρκία – Στο στόχαστρο και οι τράπεζές της

Γυρίζει ο άνεμος στη Δύση για την Τουρκία – Στο στόχαστρο και οι τράπεζές της, Γιώργος Ηλιόπουλος

Οι τουρκικοί εκβιασμοί ότι θα εγκαταλείψει τη Δύση και ειδικά προς την ΕΕ (με όπλο την πλημμυρίδα των προσφύγων και των λαθρομεταναστών που πρόκειται να πλήξει την Ευρώπη στην περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της Άγκυρας), έχουν πλέον χάσει αρκετή από την αποτελεσματικότητά τους. Είναι άλλα ζητήματα που αυτή την περίοδο ανησυχούν πολύ περισσότερο και Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους.

Από το δεύτερο εξάμηνο του 2019, εξάλλου, οι ξένοι επενδυτές εγκαταλείπουν μαζικά την Τουρκία. Η δε φυγή τους ασκεί δεινές πιέσεις όχι μόνον στο νόμισμα, αλλά και στην αγορά ομολόγων, όπως και σε άλλους χρηματοοικονομικούς και μη τομείς της οικονομίας. Οι πάντες πλέον στην Δύση προειδοποιούν πως η τουρκική οικονομική κρίση οφείλεται στους χειρισμούς του προέδρου Ερντογάν και στην αδυναμία του να αντιληφθεί πως επιβάλλονται μεταρρυθμίσεις και αλλαγή της οικονομικής πολιτικής.

Από την πλευρά του, ο Τούρκος πρόεδρος αποφεύγει με κάθε τρόπο τις αναφορές σε οικονομικά ζητήματα, προτιμώντας να κατηγορεί συνεχώς τη Δύση πως μηχανορραφεί εναντίον των γεωπολιτικών φιλοδοξιών της χώρας του ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο. Στην πραγματικότητα η Άγκυρα έχει εγκλωβιστεί σε μία αντιπαράθεση με την Ελλάδα και την Κύπρο με αντικείμενο τους υδρογονάνθρακες της θαλάσσιας αυτής ζώνης, χωρίς όμως ορατά αποτελέσματα.

Το ενεργειακό δυναμικό της Ανατολικής Μεσογείου έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών δυνάμεων στην Ευρώπη, στην Βόρειο Αφρική και στην Μέση Ανατολή, που επιχειρούν να αποσοβήσουν την αποσταθεροποίηση της περιοχής. Κατηγορούν την Άγκυρα για άσκηση παρακινδυνευμένης διπλωματίας που τελικά την έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο και κινδύνους πρόκλησης πολεμικών επεισοδίων. Το γεγονός όμως ότι η ΕΕ αποτελεί απλώς έναν γεωπολιτικό νάνο, ενθαρρύνει το καθεστώς Ερντογάν να συνεχίζει να προκαλεί και να απειλεί, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή οι εκβιασμοί του θα αποδώσουν καρπούς.

Η Δύση έχει κουραστεί με την Τουρκία

Η διπλωματική σύγκρουση με την Γαλλία, λόγω Λιβύης, οι στρατιωτικοί τυχοδιωκτισμοί στον Καύκασο που κατέληξαν σε ρωσική επέμβαση, οι παράνομες υποθαλάσσιες γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, οι ένοπλες παρεμβάσεις στην Συρία, συσσωρεύουν πολλούς εχθρούς, οι οποίοι στρέφονται κατά του Τούρκου προέδρου. Οι προκλητικές κινήσεις της Άγκυρας στοιχειοθετούν φαινομενικά την προθυμία της να αντιπαρατεθεί αδιακρίτως σε εχθρούς και συμμάχους, απαιτώντας μεγαλύτερο αποτύπωμα ισχύος στην γεωπολιτική κονίστρα.

Εάν, όμως, οι όμορες χώρες και τα κράτη της Δύσης πιεσθούν είναι πολύ πιθανόν να συντονίσουν μία στρατηγική απομόνωσης και εγκλωβισμού της Τουρκίας. Εάν συμβεί αυτό θα αποτελεί συνέπεια της επιθετικής-επεκτατικής πολιτικής του Ερντογάν με βασικούς μοχλούς την διπλωματία των εκβιασμών και την απειλή ενεργοποίησης της στρατιωτικής μηχανής.

Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις κόπωσης των συμμάχων της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ από τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες του Ερντογάν και την προβολή ισχύος εναντίον των γειτονικών χωρών, στο όνομα ενός οθωμανικού αλυτρωτισμού! Σύμφωνα με το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών της Ουάσινγκτον, η αποσταθεροποιητική δράση του Τούρκου προέδρου απειλεί την συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας και ναρκοθετεί τις συλλογικές αμυντικές της δυνατότητες στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η εισήγηση του κέντρου προτείνει μία ολοκληρωμένη πολιτική προσέγγισης του προβλήματος με σκοπό την αποκλιμάκωση των εντάσεων και την ανάδειξη των κοινών συμφερόντων με την Άγκυρα. Ορίζει, μάλιστα, σειρά βασικών αρχών που πρέπει να καθορίσουν την συμπεριφορά όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών σε περιφερειακό επίπεδο. Η έκθεση του κέντρου καταλήγει με την προειδοποίηση πως εάν η Τουρκία απορρίψει την προοπτική συμμετοχής της σε μία πρωτοβουλία αυτής της μορφής, τότε διακυβεύεται επικίνδυνα η συνοχή της Συμμαχίας.

Η “Γαλάζια Πατρίδα”

Οι αντιπαραθέσεις της Τουρκίας με τους συμμάχους της εντείνονται μετά το 2015, όταν το καθεστώς Ερντογάν υιοθετεί τη νέα στρατηγική που αποκαλεί δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”. Το δόγμα αυτό, που αποτελεί πνευματικό τέκνο του Τούρκου ναυάρχου Cem Gurdeniz, διατυπώθηκε το 2006 για να περιγράψει έναν εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο επέκτασης της τουρκικής γεωπολιτικής ισχύος και επιρροής, ώστε η χώρα να αποκτήσει προσβάσεις σε σημαντικούς ενεργειακούς και οικονομικούς πόρους.

Για να υλοποιήσει τον σχεδιασμό του ναυάρχου, ο Ερντογάν εγκατέλειψε την πολιτική των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες” που είχε διακηρύξει ο Νταβούτογλου. Επιχειρεί μία ad hoc διευθέτηση μέσω απειλής χρήσης στρατιωτικής βίας ή και χρήσης, χωρίς σχεδιασμό και οργανωμένο πρόγραμμα υλοποίησης. Ανατρέπει διμερείς σχέσεις συνεργασίας και υποχωρεί σε θέματα πολυμερών συμφωνιών. Τέλος, είναι ασυνεπής με τις υποχρεώσεις της χώρας του, με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιεί την περιοχή.

Αν και επικαλείται συνεχώς το ζήτημα μίας ομιχλώδους και ακαθόριστης διεθνούς αντι-τουρκικής συνωμοσίας, με παράλληλες έντονες διαμαρτυρίες για την συμπεριφορά της Δύσης, δεν υπαναχωρεί από τον αρχικό του στόχο. Η αδυναμία συντονισμού των Δυτικών και η τάση τους να κοιτάζει ο καθένας τα στενά του συμφέροντα, καθυστερεί απελπιστικά την λήψη δραστικών αποφάσεων. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τον Ερντογάν ακόμα περισσότερο, επειδή κυρίως αντιλαμβανόταν πως δεν πρόκειται να δεχθεί σοβαρές πιέσεις και ακόμα λιγότερο κυρώσεις.

Ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις

Τον Ιούλιο 2020 οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ αναζήτησαν έναν κατάλογο πιθανών επιλογών με θέμα πιέσεις-κυρώσεις στην Τουρκία για την επιθετική της δράση στην Ανατολική Μεσόγειο και την διπλωματία των κανονιοφόρων που ασκεί. Όπως είναι γνωστό, όμως, οι Σύνοδοι Κορυφής του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου δεν κατέληξαν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα, υποτίθεται λόγω αναμονής των κινήσεων της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Κατά τρόπο ανάλογο ο πρόεδρος Τραμπ, αν και για άλλους λόγους, δεν προωθούσε επί μήνες τον σχεδιασμό του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο κατά της Τουρκίας για την υπόθεση της αγοράς των ρωσικών S-400 και των προκλητικών της ενεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο. Τελικά υπαναχώρησε και αποδέχθηκε κυρώσεις στο πλαίσιο το Νόμου CAATSA, προλειαίνοντας το έδαφος για το νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, ώστε να υιοθετηθεί μία σκληρότερη γραμμή εναντίον της Τουρκίας.

Έτσι, η μυστική διπλωματία μεταξύ του Τραμπ και του Ερντογάν, που συνδέονται και με κάποιες κοινές προσωπικές αντιλήψεις, φτάνει στο τέλος της. Άρα, απαιτείται πλέον αναθεώρηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Το πρώτο δείγμα έρχεται με τις υποσχέσεις του τουρκικού καθεστώτος για γενναίες οικονομικές και νομικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό την ενίσχυση της δημοκρατίας και την υποστήριξη της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πρόστιμα σε τουρκικές τράπεζες

Η κορωνίδα των υποθέσεων πάντως κατά της Τουρκίας δεν προέρχεται από τον Νόμο CAATSA, αλλά αφορά την μεγαλύτερη κρατική τράπεζα Turkiye Halk Bankasi που διώκεται στις ΗΠΑ από τις 15 Οκτωβρίου 2019. Η δίωξη περιλαμβάνει έξι κατηγορίες (απάτη, ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τέσσερις βασικές παραβιάσεις των κυρώσεων εναντίον του Ιράν) σε ένα σκάνδαλο πολλών δισεκατομμυρίων που τελικά στρέφεται εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων. Ένας άλλος στόχος είναι η Garantibank, στην οποία το 49,85% των μετοχών ανήκει στην ισπανική Banco n Bilbao Viscaya Argentaria.

Η τράπεζα εγκαλείται επίσης τον Οκτώβριο 2019 για το αποκαλούμενο σκάνδαλο Troika Laundromat, μαζί με τις Nordea Bank (Φινλανδία), ING και Rabobank (Ολλανδία), Credit Agricole (Γαλλία) και Raiffeissen (Αυστρία). Κατηγορούνται πως για λογαριασμό ρωσικής επενδυτικής τράπεζας έχουν σχηματίσει αθέατο χρηματοοικονομικό δίκτυο με την βοήθεια της λιθουανικής Ukio Bankas, μέσω του οποίου σε ετήσια βάση διακινούν λαθραία στο εξωτερικό 4,8 δισ. δολάρια, αποκρύπτοντας από τις αρχές την προέλευσή τους.

Τα πρόστιμα στις περιπτώσεις αυτές κυμαίνονται από 16,65 δισ. δολάρια (Bank of America – 2014) έως 2,5 δισ. δολάρια (CitiCorp, JP Morgan Chase, The Royal Bank of Scotland, Barclays PLC – 2015) και είναι βέβαιο πως ακόμα και στην χαμηλή βαθμίδα οι τουρκικές τράπεζες δεν έχουν αυτοτελώς την δυνατότητα να ανταπεξέλθουν.