Η άλλη όψη του άλλοτε τζιχαντιστή και νυν προέδρου της Συρίας Αλ Σάραα
02/06/2025
Από τις αμερικανικές φυλακές στο Ιράκ έως την ηγεσία της Συρίας, ο Τζολάνι ενσαρκώνει τη μετάλλαξη των τζιχαντιστικών κινημάτων και τα νέα ερωτήματα για το μέλλον της πολύπαθης χώρας. Γεννημένος το 1982 από οικογένεια εκτοπισμένων από τα Κατεχόμενα Υψίπεδα του Γκολάν, η παιδική ηλικία του αλ-Σάραα αντικατοπτρίζει τις φιλοδοξίες της αραβικής μεσαίας τάξης.
Ο πατέρας του Τζολάνι, επιφανής οικονομολόγος, και η μητέρα του, συντηρητική καθηγήτρια γεωγραφίας, μετακόμισαν στην Σαουδική Αραβία πριν επιστρέψουν στη Συρία το 1989. Σύμφωνα με τον Σύριο ερευνητή Χουσσάμ Τζαζμάτι, ο οποίος έχει γράψει τη πιο αξιόπιστη βιογραφία του, η οικογένεια ζούσε σε ένα προάστιο ευκατάστατων στη Δαμασκό, αλλά ο ίδιος ο Άχμαντ ήταν εσωστρεφής, με συμμαθητές να τον θυμούνται ως σοβαρό, με χοντρά γυαλιά και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Το 2004, ο μόλις αναρριχηθείς στην εξουσία Μπασάρ αλ-Άσαντ, επιδιώκοντας να προστατεύσει το καθεστώς του από τις συνέπειες της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ, ενθάρρυνε νεαρούς Σύρους και Μουσουλμάνους να περάσουν τα σύνορα και να πολεμήσουν κατά της αμερικανικής κατοχής. Ανάμεσά τους ήταν και ένας ήσυχος 22χρονος ονόματι Άχμαντ αλ-Σάραα, φοιτητής ΜΜΕ, με μέτριους βαθμούς και διακριτικό χαρακτήρα. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο αλ-Σάραα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή του καθεστώτος, που κάποτε τον προέτρεψε στον “ιερό πόλεμο.”
Η διαδρομή του από μαθητής της Δαμασκού σε ηγέτη των ανταρτών και επικεφαλής της Hayat Tahrir al-Sham (HTS), αποκαλύπτει όχι μόνο τις σύνθετες πτυχές της συριακής ιστορίας, αλλά και την εξέλιξη των παγκόσμιων τζιχαντιστικών κινημάτων.
H ριζοσπαστικοποίηση το Τζολάνι
Ως έφηβος, έγινε ολοένα και πιο πολιτικοποιημένος. Οι δύο σταθμοί που τον επηρέασαν καθοριστικά ήταν η Παλαιστινιακή Ιντιφάντα το 2000 και οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Όπως και ένας από τους μετέπειτα συνιδρυτές του τζιχαντιστικού του πυρήνα, τα γεγονότα αυτά τον απομάκρυναν από την κοσμική παιδεία και τον οδήγησαν στην θρησκευτική ευλάβεια και τη ριζοσπαστική ιδεολογία.
Μέχρι το 2003, είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του, άφησε γένια και άρχισε να ντύνεται ως συντηρητικός Σαλαφιστής. Τον Μάρτιο του 2003, κατετάγη εθελοντικά για να πολεμήσει την αμερικανική κατοχή στο Ιράκ. Έφτασε στη Βαγδάτη λίγο πριν την πτώση της και σύντομα βρέθηκε στη Ραμαντί, προπύργιο των Σουνιτών ανταρτών. Εκεί ήρθε σε επαφή με τα δίκτυα των τζιχαντιστών και διαμορφώθηκε ιδεολογικά.
Μετά από μια σύντομη επιστροφή στη Συρία, όπου γλίτωσε οριακά τη φυλάκιση, ξαναμπήκε στο Ιράκ το 2005, όπου εντάχθηκε σε ομάδα που ήταν συνδεδεμένη με την Αλ Κάιντα στο Ιράκ (AQI). Το 2006 συνελήφθη ενώ τοποθετούσε αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό και παρέμεινε πέντε χρόνια στις αμερικανικές φυλακές Αμπού Γράιμπ και Καμπ Μπούκα.
Αυτή η περίοδος ήταν καθοριστική: Ανέπτυξε στρατηγική σκέψη και δημιούργησε δεσμούς με μελλοντικούς ηγέτες του Ισλαμικού Κράτους, συμπεριλαμβανομένου του Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι. Όταν αποφυλακίστηκε το 2011, είχε ήδη μετατραπεί σε Αμπού Μοχάμαντ αλ-Τζολάνι, έμπειρο στρατιωτικό και ιδεολόγο. Με την έναρξη της συριακής εξέγερσης, επανασυνδέθηκε με τον Αμπού Μούσλιμ αλ-Τουρκμάνι, τότε κυβερνήτη της Νινευή υπό το Ισλαμικό Κράτος. Ο Τζολάνι του πρότεινε σχέδιο για εξάπλωση στη Συρία, το οποίο εγκρίθηκε από τον Μπαγκντάντι.
Τον Αύγουστο του 2011, διέσχισε τα σύνορα στη Συρία με έξι έμπιστους μαχητές και ίδρυσε τη Τζαμπχάτ αλ-Νούσρα, την τότε κρυφή παραφυάδα του Ισλαμικού Κράτους. Με στρατηγική στόχευση και έξυπνη προπαγάνδα, χτύπησαν υψηλόβαθμους στόχους. Το 2013, ορκίστηκε πίστη στην Αλ Κάιντα και στον Αϊμάν αλ-Ζαουάχρι, επικαλούμενος προηγούμενη πίστη στον Οσάμα μπιν Λάντεν. Ωστόσο, καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν, απομακρύνθηκε από την παγκόσμια τζιχάντ και το 2016 διέκοψε επίσημα τους δεσμούς με την Αλ Κάιντα, μετονομάζοντας την ομάδα του σε Τζαμπχάτ Φατάχ αλ-Σαμ και αργότερα σε Hayat Tahrir al-Sham (HTS).
Ηγέτης της Συρίας
Τον Νοέμβριο του 2024, ένας συνασπισμός ανταρτών με επικεφαλής την HTS και σιωπηρή υποστήριξη της Τουρκίας, εξαπέλυσε την επιχείρηση “Αποτροπή της Επιθετικότητας”, καταλαμβάνοντας μέσα σε λίγες ημέρες το Χαλέπι, τη Χάμα και εντέλει τη Δαμασκό. Στις 8 Δεκεμβρίου, το καθεστώς Άσαντ κατέρρευσε και ο ίδιος διέφυγε στο εξωτερικό.
Σήμερα, ο Τζολάνι είναι ντε φάκτο ηγέτης της Συρίας, μια φιγούρα αμφιλεγόμενη διεθνώς. Για τους υποστηρικτές του, είναι ένας τακτικιστής που απελευθέρωσε τη χώρα από τη δικτατορία. Για τους επικριτές του, είναι ένας καιροσκόπος με παρελθόν που δεν ταιριάζει σε μια χώρα με κοσμοπολίτικες πόλεις και θρησκευτικές μειονότητες.
Ο Τζολάνι εμφανίζεται πιο πραγματιστής από ποτέ. Αν όμως η μεταμόρφωσή του από τζιχαντιστή σε πολιτικό ηγέτη είναι ειλικρινής, αυτό θα φανεί από την ικανότητά του να κυβερνήσει ένα διχασμένο έθνος, να διατηρήσει την ειρήνη και να επουλώσει τις πληγές του πολέμου.
Ποια είναι η σύζυγος του
Η Λατίφα αλ- Νταρουμπί, σύζυγος του αλ-Σαράα, βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπειτα από την πρώτη της δημόσια εμφάνιση στο πλευρό του συζύγου της. Το σχετικό βίντεο, το οποίο κυκλοφόρησε ευρέως στο διαδίκτυο, δείχνει το προεδρικό ζεύγος να εισέρχεται μαζί στην Καάμπα, γεγονός σπάνιο, καθώς η νέα πρώτη κυρία διατηρεί συνήθως χαμηλό δημόσιο προφίλ. Το ζευγάρι, ντυμένο με τα ενδύματα της Ούμρα, καταγράφηκε να περπατά πλάι-πλάι στο Μεγάλο Τέμενος της Μέκκας, κατά τη διάρκεια του πρώτου επίσημου ταξιδιού του Σύρου προέδρου στο εξωτερικό, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Η εμφάνιση αυτή ακολούθησε συνάντηση της Λατίφα αλ-Νταρουμπί με αντιπροσωπεία Σύριων γυναικών από τις ΗΠΑ, κατά την οποία ο πρόεδρος αλ-Σαράα τη σύστησε δημοσίως, επιβεβαιώνοντας για πρώτη φορά ότι είναι η μοναδική του σύζυγος. Σύμφωνα με μία από τις παριστάμενες, ο πρόεδρος διέψευσε φήμες περί πολυγαμίας, δηλώνοντας ότι “αγαπά βαθιά” τη γυναίκα του. Παρότι οι πληροφορίες για την προσωπική της ζωή παραμένουν περιορισμένες, η πρόσφατη παρουσία της στο πλευρό του προέδρου έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον, εντός και εκτός Συρίας.
Η Λατίφα αλ-Νταρουμπί, γεννήθηκε το 1984. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στην Αραβική γλώσσα και φιλολογία και μητέρα τριών γιων. Προέρχεται από την οικογένεια αλ-Νταρουμπί της αλ-Καριατέν στην επαρχία Χομς. Αν και έχει παρευρεθεί σε ορισμένες δημόσιες εκδηλώσεις στο παρελθόν, σπανίως έχει φωτογραφηθεί, γεγονός που έχει εντείνει το ενδιαφέρον για τη νέα Πρώτη Κυρία. Οι τελευταίες της εμφανίσεις – στην επίσκεψη της γυναικείας συριακής αντιπροσωπείας από τις ΗΠΑ και κατά το προσκύνημα στη Μέκκα – υποδηλώνουν έναν πιο ενεργό δημόσιο ρόλο στο εξής.
Όσοι παραβρέθηκαν στη συνάντηση με τις Σύριες γυναίκες την περιέγραψαν ως “καλλιεργημένη, εκλεπτυσμένη και κομψή”, με λόγο μεστό και ήρεμη παρουσία, ντυμένη με την παραδοσιακή συριακή ενδυμασία. Σχολιάζοντας τις ερωτήσεις για το αν φορά νικάμπ, διευκρινίστηκε ότι καλύπτει τα μαλλιά της με μαντίλα (χιτζάμπ), αλλά όχι το πρόσωπό της.
Ο Λατίφα είναι “μια νέα Σύρια γυναίκα που φοράει χιτζάμπ, αλλά όχι πέπλο στο πρόσωπο. Φορά τα ρούχα που συνηθίζουν οι θρησκευόμενες γυναίκες στη Συρία, και η παρουσία της προκάλεσε εντύπωση με το γλυκό της χαμόγελο και τη θερμή της υποδοχή προς τους παρευρισκομένους.” Ο πρόεδρος αλ – Σαράα την παρουσίασε: «Η μοναδική μου σύζυγος, την οποία αγαπώ πολύ».
Η οικογένεια αλ-Νταρουμπί είναι ιδιαίτερα επιφανής και γνωστή στη Συρία, έχοντας αναδείξει λόγιους και προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων και ο σεΐχης Αμπντούλ Γκαφάρ αλ-Νταρουμπί. Η Λατίφα αλ-Νταρουμπί αντικατοπτρίζει βαθιά ριζωμένες συριακές παραδόσεις, διαφορετικές από τα στερεότυπα περί “υποταγμένων συζύγων” που συχνά προβάλλουν τα διεθνή μέσα. «Όποιος έχει ζήσει στη Συρία γνωρίζει ότι η γυναίκα αποτελεί τον πυλώνα της οικογένειας – οργανώνει, ανατρέφει, διαχειρίζεται τα οικονομικά και φροντίζει να αποκτήσει ανώτερη μόρφωση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο σύζυγος της, προσθέτοντας: «Στη Συρία, οι άνδρες ακούν τις γυναίκες τους».