Η διπλωματία των Ταλιμπάν και το σινο-ρωσικό δίπολο
04/08/2021Αναμφίβολα οι αναμενόμενες επιτυχίες των Ταλιμπάν εντός των επόμενων τεσσάρων έως έξι εβδομάδων, πρόκειται να πλήξουν καταθλιπτικά το ηθικό των αφγανικών δυνάμεων της κυβέρνησης και να μετατοπίσει τις πολιτικο-στρατιωτικές ισορροπίες προς την πλευρά τους. Ταυτόχρονα οι Ταλιμπάν επιδεικνύουν όλη τους την πανουργία για να αποτρέψουν άλλες αφγανικές ομάδες να υποστηρίξουν ενεργά την κυβέρνηση του προέδρου Ghani, όπως επίσης και δημιουργία συνεργειών μεταξύ της πολιτικής του αντιπροσωπείας στην Ντόχα του Κατάρ και του στρατιωτικού τους βραχίονα που δρα στο Αφγανιστάν.
Οι Ταλιμπάν, αλλά και η κυβέρνηση του Ashraf Ghani στην Καμπούλ, επιθυμούν διακαώς να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με την Κίνα, αν και το σοβαρότερο υπαρκτό πρόβλημα πηγάζει από τις λεπτομέρειες της διαδικασίας διευθέτησης των πολιτικών διαφορών και των αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της χώρας. Η πλευρά των Ταλιμπάν εμφανίζεται να έχει διδαχθεί τουλάχιστον τα βασικά, στους τομείς της γεωπολιτικής και της γεωοικονομίας και στις αρχές Ιουλίου είχαν προχωρήσει σε εκτενείς συνομιλίες με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου για το αφγανικό ζήτημα, Zamir Kabulov.
Παράλληλα ο Αφγανός πρώην πρέσβης στην Κίνα Sultan Baheen, που δεν σχετίζεται με τους Ταλιμπάν, παραδέχεται πως για την πλειοψηφία των Αφγανών, ανεξάρτητα από την εθνότητα τους, το Πεκίνο αποτελεί τον προτιμώμενο διαμεσολαβητή και διαπραγματευτή για την εξελισσόμενη διαδικασία ειρήνευσης. Κατά τα φαινόμενα οι Ταλιμπάν προσπαθούν να παγιώσουν μία διαδικασία διαπραγματεύσεων σε όσο το δυνατόν υψηλότερο επίπεδο με το σινο-ρωσικό δίπολο, η οποία αποτελεί μέρος μίας προσεκτικά σχεδιασμένης πολιτικής στρατηγικής.
Ψυχολογικοί Παράγοντες
Όμως οι προφανείς τους κινήσεις θέτουν αναπόφευκτα ένα βασανιστικό ερώτημα ως προς του ποιοι είναι στην πραγματικότητα οι διαπραγματευτές τους. Οι Ταλιμπάν δεν συνιστούν ένα ενιαίο ομοιογενές μέτωπο στην χώρα με την πλειοψηφία των παλαιάς σχολής ηγετών τους να έχει αποσυρθεί στην περιφέρεια του Βαλουχιστάν στο Πακιστάν. Οι νεότεροι εμφανίζονται περισσότερο ευμετάβλητοι και χωρίς σοβαρούς πολιτικούς περιορισμούς, δεδομένο που με την βοήθεια των δυτικών υπηρεσιών πληροφοριών επιτρέπει την διείσδυση πυρήνων του Ισλαμικού Κινήματος του Ανατολικού Τουρκεστάν (East Turkestan Islamic Movement-ETIM), σε κάποιες ομάδες των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Ελάχιστοι στον δυτικό κόσμο κατανοούν τις ψυχολογικές συνέπειες για τους Αφγανούς –ανεξάρτητα από το εθνοτικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό τους υπόβαθρο– μετά από δεκαετίες σκληρών και καταστροφικών συγκρούσεων. Αρχικά η Ρωσία που επιχειρεί την κατοχή της χώρας, αργότερα ο εμφύλιος των μουτζαχεντίν, κατόπιν η σύγκρουση της Βόρειας Συμμαχίας με τους Ταλιμπάν και τέλος η κατοχή από τις δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, μεταφέρουν χρονικά την τελευταία περίοδο ηρεμίας στην χώρα στο 1978.
Ο καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και διευθυντής του Κέντρου Σπουδών της Κεντρικής Ασίας και του Αφγανιστάν στο γνωστό MGIMO της Μόσχας Andrei Kazantsev, αποτελεί έναν από τους μάλλον ελάχιστους ανθρώπους που αντιλαμβάνονται με σαφήνεια τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό του Αφγανιστάν. Παρατηρεί πως οι συγκρούσεις στην χώρα αποτελούν ένα ιδιαίτερο κράμα ένοπλων αντιπαραθέσεων και διαπραγματεύσεων.
Έντονες διαπραγματεύσεις
Οι αντιμαχόμενοι επιχειρούν μικρής ή μεσαίας κλίμακας επιθέσεις, συζητούν, διαπραγματεύονται, σχηματίζουν συμμαχίες, επαναλαμβάνουν τις πολεμικές επιχειρήσεις και διαπραγματεύονται εκ νέου. Στο πλαίσιο αυτό κάποιοι λιποτακτούν, άλλοι προδίδουν τις ομάδες τους, πολεμούν ανάλογα με τις περιστάσεις και κατόπιν συνηθίζουν να συζητούν και να διαβουλεύονται, με συνέπεια να έχει αναπτυχθεί στην χώρα μία εντελώς ιδιαίτερη και διαφορετική νοοτροπία στα θέματα του πολέμου και των διαπραγματεύσεων.
Αυτά τα δεδομένα ερμηνεύουν ικανοποιητικά τους λόγους που ενώ οι Ταλιμπάν διαπραγματεύονται, συνεχίζουν από την άλλη πλευρά τις επιθέσεις στο έδαφος, με τις, απλούστατα λόγω του σύμφωνα με την νοοτροπία και τις ιδιαιτερότητές τους, αξιοποιούνται από διαφορετικές πλευρές του κινήματός τους.
Το σημαντικότερο στοιχείο αφορά το γεγονός ότι οι Ταλιμπάν αποτελούν εκ των πραγμάτων έναν συνασπισμό πολεμάρχων και πολιτοφυλακών. Αυτό συνεπάγεται πως ο Mullah Baradar στο Τιεντσίν δεν εκφράζει τις απόψεις ολόκληρου αυτού του συνασπισμού και οφείλει να προχωρήσει σε μία shura (διαβούλευση για λήψη αποφάσεων) με κάθε πολέμαρχο και στρατιωτικό διοικητή, ώστε να παρουσιάσει τελικά τον οποιοδήποτε πολιτικό οδικό χάρτη και να συμφωνήσει για την απρόσκοπτη εφαρμογή του με τους Κινέζους και τους Ρώσους.
Το σινο-ρωσικό δίπολο
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί σχεδόν τεράστια προβλήματα, λόγω του ότι κάποιοι ισχυροί Τατζίκοι και Ουζμπέκοι πολέμαρχοι ίσως προτιμήσουν να ευθυγραμμισθούν με κάποιες άλλες δυνάμεις, όπως το Ιράν ή ακόμα και η Τουρκία, από το να έλθουν σε κάποια συμφωνία με τον οποιονδήποτε έχει την εξουσία στην Καμπούλ. Μία προφανής λύση για τους Κινέζους για να παρακάμψουν το πρόβλημα εστιάζεται στην εξαγορά όλων όσων αποκλίνουν από τον βασικό σχεδιασμό και των γειτόνων τους, αλλά παραμένει αμφίβολο το εάν και κατά πόσον μία λύση αυτής της μορφής εγγυάται την σταθερότητα και την ηρεμία.
Από την πλευρά του το σινο-ρωσικό δίπολο επενδύει στους Ταλιμπάν με την προοπτική να αποσπάσει σειρά ισχυρών και ανελαστικών εγγυήσεων σε βασικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά στην αποτροπή με κάθε δυνατόν μέσον της διείσδυσης ισλαμιστών τρομοκρατών σε χώρες της Κεντρικής Ασίας και ειδικά στο Τατζικιστάν και στο Κιργιστάν. Το δεύτερο εστιάζεται στην εξόντωση όλων των θυλάκων του ISIS και ειδικά στην περιοχή του Χορασάν, με μεθόδους ανάλογες εκείνων που έχουν αξιοποιηθεί από τους Ταλιμπάν στην τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα κατά της Αλ Κάιντα.
Το τελευταίο και ίσως δυσχερέστερο απαιτεί την διακοπή της καλλιέργειας οπίου και της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών για εξαγωγή. Κανείς προς το παρόν δεν γνωρίζει εάν και κατά πόσον η πολιτική πτέρυγα των Ταλιμπάν διαθέτει την δυνατότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Μόσχας και του Πεκίνου, αν και υπάρχουν ήδη σαφείς προειδοποιήσεις πως εάν οι Ταλιμπάν εμφανισθούν ουδέτεροι ή αδιάφοροι έναντι των ομάδων των ισλαμιστών, τότε ο Συλλογικός Οργανισμός Ασφαλείας (Collective Security Treaty Organization- CSTO), θα κινηθεί με όλα τα μέσα εναντίον τους (πρόκειται για σύνδεσμο των πρώην σοβιετικών κρατών υπό ρωσικό έλεγχο).
Ρωσία-Κίνα προσπαθούν να λύσουν το γρίφο
Στην τελευταία του διάσκεψη τον Ιούλιο δεν υπάρχουν ανακοινώσεις, ούτε καν διαρροές, αλλά η απόφαση του Τατζικιστάν να κινητοποιήσει 20.000 μάχιμους εφέδρους για την κάλυψη της ασφάλειας των συνόρων του με το Αφγανιστάν, προδίδει την μορφή των αποφάσεων που έχουν ληφθεί. Στο στοιχείο αυτό προστίθεται και η εντολή δημιουργίας ειδικής δύναμης υπό την ηγεσία του αρχηγού επιτελείου του CSTO αντιστράτηγου Anatoly Sidorov, με σκοπό την αυστηρή αστυνόμευση των συνόρων και ειδικά της ιδιαίτερα ρευστής μεθοριακής γραμμής του Τατζικιστάν με το Αφγανιστάν.
Από την πλευρά του ο SCO διατηρεί μία ομάδα επαφής με το Αφγανιστάν από το 2005, όταν η χώρα εισέρχεται με την ιδιότητα του παρατηρητή στον οργανισμό και ίσως η χώρα αναβαθμισθεί σε πλήρες μέλος εάν και εφόσον υλοποιηθεί μία πολιτική λύση μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών (στον οργανισμό συμμετέχουν Κίνα, Καζακστάν, Κιργκιστάν, Ρωσία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Ινδία, Πακιστάν).
Ένα πάντως σημαντικό ζήτημα πηγάζει από το γεγονός ότι δύο μέλη του, η Ινδία και το Πακιστάν έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα στο Αφγανιστάν και υποστηρίζουν σχεδόν απροκάλυπτα αντιμαχόμενες πλευρές. Σε γενικές γραμμές όμως εναπόκειται στις δύο μεγάλες δυνάμεις, την Κίνα και την Ρωσία να προβάλλουν τις δυνατότητες της στρατηγικής τους συνεργασίας για να επιλύσουν τον γεωπολιτικό γρίφο του Αφγανιστάν, τερματίζοντας τον θρύλο του τάφου των αυτοκρατοριών.