Η Intelligence Service αποχαιρετά την ΕΕ

Η Intelligence Service αποχαιρετά την ΕΕ, Γιάννης Κωνσταντόπουλος

Γράφει ο Γιάννης Κωνσταντόπουλος  – 

Η 31η Ιανουαρίου 2020 αποτελεί ένα ορόσημο στην ιστορία τόσο του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και της ΕΕ, εφόσον συμβολίζει την ημέρα που ένα κράτος-μέλος –το μοναδικό μέχρι σήμερα– αποχώρησε από την ΕΕ. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ εισέρχονται σε μία μεταβατική περίοδο, η διάρκεια της οποίας θα διαρκέσει ένα έτος, αν και υπάρχει η περίπτωση παράτασης από ένα έως και δύο χρόνια, μετά από συμφωνία και των δύο μερών. Στην περίοδο αυτή, οι δύο πρώην εταίροι θα διαπραγματευθούν και θα διαμορφώσουν τη μελλοντική τους σχέση σε όλους τους τομείς.

Πιο συγκεκριμένα, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ θα προκαλέσει κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, νομικές, γραφειοκρατικές συνέπειες, καθώς και επιπτώσεις στον τομέα της ασφάλειας. Στον τελευταίο τομέα, μεγάλη έμφαση δίνεται στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα, αλλά παραγνωρίζεται η σημασία των επιπτώσεων του Brexit στην Πληροφόρηση.

Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στη χώρα μας, όπου ο τομέας της Πληροφόρησης βρίσκεται σε εμβρυακή κατάσταση, όπως αναγνωρίζει και ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς κ. Αθανάσιος Πλατιάς: «Αν και διεθνώς η βιβλιογραφία είναι σημαντική, στη χώρα μας ακόμη δεν έχει δοθεί η βαρύτητα που θα έπρεπε στην ενασχόληση με τα ζητήματα των Πληροφοριών» (Κολιόπουλος, Κωνσταντίνος, “Στρατηγικός Αιφνιδιασμός: Υπηρεσίες Πληροφοριών και Αιφνιδιαστικές Επιθέσεις”, 2019, Κολοβός, Αλέξανδρος Κ., Αποφάσεις από το Διάστημα: Πληροφορίες και Δορυφορική Τεχνολογία, 2019).

Αν και δεν υπάρχει συναίνεση, εκ μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας, σε έναν αποδεκτό ορισμό της έννοιας της “Πληροφόρησης”, για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου θα ορίσουμε την πληροφόρηση ως «πληροφορίες που σχετίζονται με την πολιτική, συλλέγονται μέσω ανοικτών και μυστικών μέσων και υπόκεινται σε ανάλυση, με σκοπό την εκπαίδευση, διαφώτιση και βοήθεια […] των […] ληπτών αποφάσεων στη διαμόρφωση και εφαρμογή της εθνικής ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής» (Michael A. Turner, “Why Secret Intelligence Fails”, 2005).

Το παρόν άρθρο έχει σκοπό να διαφωτίσει τις επιπτώσεις που συνεπάγεται το Brexit στην Πληροφόρηση για την ΕΕ και να συμβάλει στην ανάδειξη της Πληροφόρησης ως ακαδημαϊκού γνωστικού αντικειμένου στη χώρα μας. Αλλά και στην ΕΕ, που ο τομέας της Πληροφόρησης αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς σε ορισμένα κράτη-μέλη, η μελέτη της σχέσης μεταξύ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της Πληροφόρησης αποτελεί μία παραμελημένη διάσταση των ευρωπαϊκών σπουδών, γενικότερα και της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ειδικότερα.

Αναντικατάστατες βρετανικές υπηρεσίες

Παρόλα αυτά, τέσσερις παράγοντες έχουν συμβάλλει στην ανάδυση της Πληροφόρησης στο προσκήνιο στα πλαίσια της ΕΕ:

  • Πρώτον, οι αποκαλύψεις σχετικά με το σύστημα ECHELON το οποίο χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ προκειμένου να ασκήσουν μικροοικονομική κατασκοπεία εναντίον των Ευρωπαίων συμμάχων τους, από τον Ψυχρό Πόλεμο έως και σήμερα.
  • Δεύτερον, οι αποκαλύψεις του Edward Snowden για τη δράση της αμερικανικής υπηρεσίας υποκλοπής σημάτων «National Security Agency (NSA)» εναντίον των κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά και των ίδιων των οργάνων της ΕΕ.
  • Τρίτον, οι τρομοκρατικές επιθέσεις σε ευρωπαϊκό έδαφος (π.χ. Μαδρίτη το 2004, Λονδίνο το 2005, Παρίσι το 2015, Βρυξέλλες το 2016).
  • Τέταρτον, το Brexit.

Αναμφισβήτητα, το Brexit θα αναγκάσει τόσο τα κράτη-μέλη, όσο και τους θεσμούς της ΕΕ, να επανεξετάσουν και να επαναπροσδιορίσουν τη συνεργασία τους και την αρμοδιότητα της ΕΕ στον τομέα της Πληροφόρησης, εφόσον με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου δημιουργείται ένα μεγάλο κενό που είναι κρίσιμης σημασίας για την ασφάλεια της Ένωσης. Ένα κενό που είναι δύσκολο να καλυφθεί από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, επειδή η ικανότητά τους σε αυτόν τον τομέα δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με την ικανότητα, την παράδοση και τη διακριτή κουλτούρα της βρετανικής σχολής Πληροφόρησης.

Μόνον η Γαλλία και η Γερμανία διαθέτουν υπηρεσίες πληροφοριών που έχουν τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά η απόδοσή τους δε συγκρίνεται με εκείνη των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ, συνολικά, είναι εξαιρετικά αδύναμη στον τομέα της Πληροφόρησης και σε αυτό ευθύνεται εν μέρει και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της Συνθήκης της Λισαβώνας, επέμεινε και κατάφερε να επιτύχει, τον αποκλεισμό των ζητημάτων πληροφόρησης και ασφάλειας από την αρμοδιότητα της ΕΕ. Για το λόγο αυτό, τα ζητήματα αυτά συνεχίζουν να αποτελούν την κορωνίδα της κρατικής κυριαρχίας και να ανήκουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των κρατών-μελών.

Οι… εθελοντές της ΕΕ

Ως αποτέλεσμα, στην ΕΕ έχει διαμορφωθεί ένας μηχανισμός για ζητήματα πληροφόρησης, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως κατακερματισμένος και βασισμένος σε εθελοντική βάση, και διακρίνεται σε δύο κατηγορίες:

  1. Ο επίσημος μηχανισμός περιλαμβάνει το Intelligence Analysis and Situation Centre of the European Union (EU INTCEN), το EU Military Staff (EUMS), το European Satellite Centre (SatCEN) και την European Agency for Law Enforcement Cooperation (EUROPOL) και,
  2. Ο ανεπίσημος μηχανισμός συμπεριλαμβάνει το Berne Group, το Budapest Club και το Eurosint Forum. Οι δύο αυτοί μηχανισμοί διαμορφώνουν ένα δίκτυο πληροφόρησης που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως “Κεντρική Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Πληροφοριών”, αλλά είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει αυτή τη στιγμή σε αυτή.

Οι οργανισμοί που αποτελούν τον επίσημο μηχανισμό της ΕΕ εστιάζουν μόνο στο στρατηγικό επίπεδο, δίνουν έμφαση στις ανοιχτές πηγές, δεν διαθέτουν δικά τους μέσα συλλογής πληροφοριών από ανθρώπινες πηγές (HUMINT), αλλά εξαρτώνται από τις εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών των κρατών-μελών. Στη δε συλλογή πληροφοριών μέσω δορυφόρων παρατηρείται μία σημαντική αδυναμία, εφόσον η ΕΕ δεν διαθέτει δικούς της δορυφόρους και καλύπτει τις ανάγκες της μέσω εμπορικών δορυφόρων (commercial satellites) οι οποίοι έχουν αρκετούς περιορισμούς (π.χ. χαμηλής ποιότητας ανάλυση, αδυναμία παροχής εικόνων σε πραγματικό χρόνο).

Επίσης, παρατηρείται ένα δημοκρατικό έλλειμμα καθώς η ΕΕ δεν διαθέτει έναν μηχανισμό επίβλεψης και λογοδοσίας της οιονεί κοινότητας πληροφόρησής της. Επίσης, τη συνεργασία των κρατών-μελών της ΕΕ σε ζητήματα πληροφόρησης την εμποδίζουν και άλλοι παράγοντες. Για παράδειγμα, η έλλειψη εξειδίκευσης σε ξένες γλώσσες, η αποξένωση από τις ισλαμικές κοινότητες που περικλείονται στα κράτη-μέλη, ο ανταγωνισμός μεταξύ υπηρεσιών πληροφοριών και υπηρεσιών ασφάλειας, η απουσία μίας κεντρικής υπηρεσίας πληροφόρησης στα πρότυπα της Αμερικανικής CIA, η υπερβολική γραφειοκρατικοποίηση.

Η συνεργασία των κρατών-μελών έχει χαρακτηριστεί ως “ακανόνιστη”, “ασυνάρτητη”, και “ανεπαρκής”. Και αυτό διότι υπάρχουν τα συγκρουόμενα συμφέροντα των κρατών-μελών, η σύγκρουση μεταξύ του διακυβερνητικού και του υπερεθνικού, το φαινόμενο του “λαθρεπιβάτη” (free rider), το πρόβλημα της κατανομής των περιορισμένων πόρων, και η τάση προστασίας των πηγών και των μεθόδων από τις εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών των κρατών-μελών.

Τα θετικά βήματα

Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει κάποιες θετικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στην ΕΕ και κάποια σημαντικά βήματα που έχουν επιτευχθεί. Από τη στιγμή που η απειλή της τρομοκρατίας έχει καταστεί παγκόσμια, –λόγω παγκοσμιοποίησης και 11/9–, με αποτέλεσμα η αντι-τρομοκρατία (counterterrorism) να αποτελεί πλέον ένα “ομαδικό παιχνίδι” (team game), κάποιες εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών κρατών-μελών (π.χ. της Πολωνίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Ολλανδίας) έχουν αναπτύξει συγκεκριμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα (εξειδικεύσεις ανάλογα με τη γεωγραφία και τη θεματική περιοχή).

Οι συγκεκριμένες υπηρεσίες συμβάλλουν στις συλλογικές προσπάθειες επίτευξης ασφάλειας σε ένα άναρχο (χωρίς Leviathan ή κυβέρνηση των κυβερνήσεων), ασταθές, ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό διεθνές σύστημα από το οποίο απορρέουν τόσο κίνδυνοι και προκλήσεις, όσο και ευκαιρίες.

Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, η ενδοευρωπαϊκή συνεργασία έχει αυξηθεί σημαντικά, όσον αφορά στον τομέα της αστυνόμευσης, της δικαιοσύνης και της πληροφόρησης. Αυτό αποδεικνύεται, άλλωστε και με τα παραδείγματα της αποτελεσματικότητας της EUROPOL, της Συνθήκης του Prüm, του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (European Arrest Warrant – EAW)) και του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν ΙΙ (Schengen Information System- SIS II).

Θα χειροτερέψει η κατάσταση για ΕΕ

Παρόλα αυτά τα θετικά σημάδια, η κατάσταση αναμένεται να χειροτερέψει μετά το Brexit, καθώς η ΕΕ θα στερηθεί τη γνώση, την εμπειρία, τα πλεονεκτήματα (assets), και την αποτελεσματικότητα που διαθέτουν οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι τελευταίες προσέφεραν δυσανάλογα (“τη μερίδα του λέοντος”) στη συνεργασία τους με τις υπόλοιπες υπηρεσίες πληροφοριών των κρατών-μελών και τα όργανα του ευρωπαϊκού μηχανισμού πληροφόρησης.

Ως αποτέλεσμα του Brexit, το Ηνωμένο Βασίλειο εγκατέλειψε ήδη από το 2017 τη συμμετοχή του σε κρίσιμα προγράμματα ανταλλαγής πληροφόρησης με τους πρώην Ευρωπαίους εταίρους του. Και η επαναδιαπραγμάτευση μίας “ειδικής σχέσης” με την ΕΕ σε ζητήματα ασφάλειας και πληροφόρησης θα είναι χρονοβόρα και πολύπλοκη, λαμβάνοντας υπόψη τα διακριτά συμφέροντα των κρατών-μελών, καθώς και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.

Επίσης, όλοι οι εμπλεκόμενοι θα κληθούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία νομικές και πρακτικές δυσκολίες, καθώς η επιτυχία μίας συμφωνίας δεν είναι δεδομένη. Μέχρι να συμβεί αυτό, η ευρωπαϊκή ασφάλεια θα τεθεί σε κίνδυνο. Από την άλλη, πλευρά, το Brexit μπορεί να λειτουργήσει ως μία “σκανδάλη” η οποία θα οδηγήσει σε περαιτέρω ολοκλήρωση στο τομέα της Πληροφόρησης και στη δημιουργία μίας «Κεντρικής Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Πληροφοριών».

Με αυτόν τον τρόπο θα δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα που είχε θέσει ο Donald McLachlan το 1969: «Θα ενώσει η Ευρώπη τις υπηρεσίες Πληροφόρησής της;». Επίσης, θα θεραπεύσει και τη δομική αδυναμία της ΕΕ στον τομέα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), η οποία είναι, σύμφωνα με τον Christopher Hill, η απουσία μίας κοινής Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Πληροφόρησης.

Για να συμβεί, όμως, αυτό πρέπει τα κράτη-μέλη και οι θεσμοί και τα όργανα της ΕΕ να αντιμετωπίσουν και να υπερκεράσουν σημαντικά εμπόδια, όπως η έλλειψη εμπιστοσύνης, το φαινόμενο του “λαθρεπιβάτη” και το πρόβλημα των σχετικών κερδών. Το γεγονός ότι, η Κοινή Ευρωπαϊκή Σχολή Πληροφόρησης (Joint EU Intelligence School) που έχει αποφασιστεί να λειτουργήσει στα πλαίσια της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (Permanent Structured Cooperation- PESCO) και στην οποία ηγετικό ρόλο έχουν η Ελλάδα και η Κύπρος, μένει ακόμη στα χαρτιά, δεν αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία.

Μέχρι τότε, η ΕΕ θα εξακολουθήσει να κινείται «σε ρυθμούς χελώνας», ενώ θα πρέπει να κινηθεί σε “ρυθμούς αλεπούς” τη στιγμή που οι προκλήσεις, οι απειλές και οι ευκαιρίες του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος απαιτούν άμεσες απαντήσεις και αντιδράσεις.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι