Η συμφωνία Κίνας-Ιράν ταράζει και τα νερά στη Μεσόγειο
28/03/2021Η στρατηγική συμφωνία Κίνας-Ιράν οδηγεί σε σημαντικές γεωστρατηγικές ανακατατάξεις, σε βαθμό που μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες συγκρούσεων. Στον πυρήνα της συμφωνίας είναι η διασφάλιση της ενεργειακής τροφοδοσίας της κινεζικής οικονομίας, αλλά οι στοχεύσεις του Πεκίνου είναι ευρύτερες. Μπορεί να θεωρηθεί απάντηση στις διαφαινόμενες προθέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι οποίες επηρεάζουν τα συμφέροντα ασφαλείας των δύο συμβαλλομένων χωρών. Όλα ξεκίνησαν το 2016 κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Σι Τζινπίνγκ στην Τεχεράνη. Απαιτήθηκαν διαπραγματεύσεις σχεδόν πέντε ετών για να προκύψει η διάρκειας 25 ετών συμφωνία, ενδεικτικό της πολυπλοκότητας των ζητημάτων.
Η Κίνα εισάγει το 75% των αναγκών της σε πετρέλαιο από το Ιράν, εξασφαλίζει την πετρελαϊκή της τροφοδοσία σε ανταγωνιστικές διεθνώς τιμές. Σε αντάλλαγμα θα προχωρήσει σε επενδύσεις ύψους 400 δισ. δολαρίων σε όλο το εύρος της ιρανικής οικονομίας. Στο επίκεντρο βρίσκονται τα λιμάνια, το σιδηροδρομικό δίκτυο, οι τηλεπικοινωνίες και ο τραπεζικός κλάδος.
Παράλληλα, ενισχύεται έτι περαιτέρω η στρατιωτική συνεργασία των δυο χωρών. Το Ιράν, που έχει υποστεί σκληρές αμερικανικές κυρώσεις, βρίσκει διέξοδο. Προφανώς, τμήμα της συνεργασίας θα αφορά και τον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Κινεζικά κύρια οπλικά συστήματα θα παραχθούν μαζικά στο Ιράν για να επανεξοπλίσουν τις ιρανικές Ένοπλες Δυνάμεις, κυρίως τους Φρουρούς της Επανάστασης.
Παρότι η συμφωνία μοιάζει με επιτυχία της Τεχεράνης, έχοντας υπόψη το σκληρό εμπάργκο που έχει κατακρημνίσει το εθνικό νόμισμα και την οικονομία, δεν έχει γίνει αποδεκτή από όλες τις πολιτικές πλευρές στο Ιράν. Η συμφωνία οδεύει στη Βουλή και χρειάστηκε να την επικροτήσει δημοσίως ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, για να εγκριθεί.
Έξοδος στην Μεσόγειο
Στους σφοδρούς επικριτές της συμφωνίας εντάσσεται και ο πρώην πρόεδρος Αχμαντινεζάντ, ο οποίος κάνει λόγο για “ξεπούλημα” του Ιράν στους Κινέζους. Οι επικριτές επίσης θυμίζουν την εξάρτηση ασιατικών και αφρικανικών χωρών που υπέγραψαν παρόμοιες συμφωνίες με τους Κινέζους. Οι Κινέζοι εντάσσουν τη στρατηγική συμφωνία με το Ιράν στο πλαίσιο της παγκόσμιας στρατηγικής τους. Πέραν της ενεργειακής τροφοδοσίας τους, διευκολύνει την στρατηγική τους για τη διασφάλιση της ροής των κινεζικών προϊόντων προς τις δυτικές αγορές (one belt, one road).
Η αίσθηση θαλάσσιου “αποκλεισμού”, λόγω της γεωγραφικής παρεμβολής των χωρών της Νοτίου Ασίας και του αμερικανικού Ναυτικού, που “εμποδίζουν” την ακώλυτη έξοδο στον Ινδικό Ωκεανό, έχει οδηγήσει τους Κινέζους στην δημιουργία ναυτικών βάσεων στη Σρι Λάνκα (Χαμπαντότα) και στο Πακιστάν (Γκουαντάρ). Οι βάσεις αυτές καταρχήν αφορούν το θαλάσσιο εξωτερικό εμπόριο της Κίνας από τη Νότια Σινική θάλασσα μέχρι το Σουέζ, αλλά προφανώς εξυπηρετούν και στρατιωτικούς σκοπούς. Η εξασφάλιση πρόσβασης των Κινέζων στα λιμάνια του Ιράν στον Κόλπο, στην είσοδο των Στενών του Ορμούζ δίπλα στη βάση που ναυλοχεί ο 5ος Αμερικανικός Στόλος, έχει στρατηγική σημασία.
Η συμφωνία με το Ιράν ανοίγει θεωρητικά στους Κινέζους και την προοπτική αξιοποίησης της χερσαίας οδού της Τεχεράνης με στόχο την έξοδο στη Μεσόγειο, μέσω του “σιιτικού διαδρόμου” (Ιράκ, Συρία και Χεζμπολάχ στον Λίβανο). Ο ιρανικός στόχος είναι η δυνατότητα εξόδου στη Μεσόγειο. Ο ίδιος διάδρομος μπορεί να αξιοποιηθεί για εμπορικούς –κι όχι μόνο– σκοπούς από την Κίνα.
Αλλάζουν οι συσχετισμοί δυνάμεων
Το γεγονός αυτό δυνητικά αλλάζει τους συσχετισμούς δυνάμεων στην περιοχή σε βάρος των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Να προστεθεί ότι στην ίδια περιοχή εμπλέκονται και τα ρωσικά συμφέροντα. Η Μόσχα έχει μία αμφίθυμη στάση έναντι της κινεζικής παρουσίας. Από τη μία δεν θέλει το Πεκίνο στα πόδια της, αλλά από την άλλη η επιθετική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν υποχρεώνει τους Ρώσους να αποκτήσουν ισχυρό σύμμαχο και στη Μέση Ανατολή.
Η συμφωνία Τεχεράνης-Πεκίνου μπορεί να λειτουργήσει ως προηγούμενο για να προσελκύσει και την Άγκυρα σε μία αντίστοιχη στρατηγική συμφωνία, η οποία να προσφέρει σωσίβιο στην καταρρέουσα τουρκική οικονομία. Με τη διαπραγμάτευση μία τέτοιας συμφωνίας με το Πεκίνο, η Άγκυρα ίσως θα επιχειρούσε να αποκτήσει ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στις πιέσεις των ΗΠΑ, αλλά ενδεχομένως και να έκανε το άλμα, μετατρέποντας το ρήγμα με τη Δύση σε ρήξη.
Παραμένοντας στην περιοχή του Κόλπου, επισημαίνεται ότι η Κίνα αναπτύσσει τις σχέσεις της με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Η συμφωνία με το Ιράν ενισχύει τη δυνατότητα του Πεκίνου να παρεμβαίνει διπλωματικά στις τοπικές διενέξεις, εξυπηρετώντας τα συμφέροντά του. Η Κίνα, άλλωστε, έχει πουλήσει στις δυο αραβικές χώρες σημαντικά οπλικά συστήματα. Για παράδειγμα, έχει πουλήσει τα UAV Wing Loong II στα Εμιράτα (επιχειρούν και στη Λιβύη) και βαλλιστικούς πυραύλους στο Ριάντ. Το 1987 η Κίνα πούλησε στη Σαουδική Αραβία (κατά εκτιμήσεις 30-120) βαλλιστικούς πυραύλους ενδιάμεσου βεληνεκούς (3.000-5.500 χλμ) τύπου Dongfeng (Ανατολικός Άνεμος) DF-3A.
Οι γεωστρατηγικές επιπτώσεις για τις ΗΠΑ είναι σοβαρές. Επιγραμματικά: Ενισχύεται η προοπτική κατασκευής αγωγού από το Ιράν στο –εξαρτώμενο λόγω Ινδίας από την Κίνα– Πακιστάν και από εκεί στο κινεζικό έδαφος. Κίνα και Ιράν συνδέονται σιδηροδρομικά μέσω των χωρών της Κεντρικής Ασίας (Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν). Ένας αγωγός θα μπορούσε θεωρητικά να ακολουθήσει και αυτή τη διαδρομή. Άρα, πόσο θα επηρεαστούν τα σχέδια αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν;
Εκτός λογικής η πολιτική των ΗΠΑ
Με δεδομένη τη συμφωνία Ιράν-Κίνας, πόσο λογική μοιάζει η αμερικανική πίεση στην Ινδία για να μην αγοράσει τους S-400; Την απειλούν με εξοβελισμό από τη στρατηγική συνεργασία με Ιαπωνία και Αυστραλία. Η Ινδία ούτε μέλος του ΝΑΤΟ είναι, ούτε ζήτησε να προμηθευτεί F-35, ώστε να ανακύπτουν θέματα όπως αυτά με την Τουρκία. Ιαπωνία και Αυστραλία, άλλωστε, είναι αμφίβολο εάν θα θέσουν την πολιτική τους έναντι της Ινδίας υπό την έγκριση της Ουάσιγκτον. Άρα η έγερση από την πλευρά των Αμερικανών θέματος S-400 δεν έχει λογική.
Οι ΗΠΑ προσπαθούν να μπλοκάρουν κάθε κινεζική διείσδυση στην Ευρώπη, αλλά και την χερσαία πρόσβαση του Ιράν στη Μεσόγειο. Αυτό σημαίνει ότι θα κινηθούν για να αποτρέψουν την αξιοποίηση του “σιιτικού διαδρόμου” από τους Κινέζους. Θα μπορούσε άραγε να δινόταν “πράσινο φως” στους Ισραηλινούς να επιτεθούν στην όποια πυρηνική υποδομή του Ιράν, προτού η συνεργασία του με τους Κινέζους στο στρατιωτικό επίπεδο καταστήσει μία τέτοια στρατιωτική επίθεση πολύ μεγαλύτερου δυνητικού κόστους για το Ισραήλ.
Με δεδομένο το πλασάρισμα των Κινέζων στη Μέση Ανατολή, μέσω της στρατηγικής συμφωνίας με το Ιράν, η αμερικανική πολιτική άσκησης πιέσεων στις μοναρχίες του Κόλπου με αιχμή τα ανθρώπινα δικαιώματα, μοιάζει προβληματική. Η προσπάθεια της Ουάσιγκτον για μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, υποτίθεται για να πετύχει ιρανικές παραχωρήσεις που θα οδηγήσουν σε μια νέα πυρηνική συμφωνία, δείχνει να κλονίζεται.
Οι εξελίξεις μας αφορούν
Η πολιτική των ΗΠΑ δίνει περιθώρια εκμετάλλευσης της δυσαρέσκειας των σουνιτικών μοναρχιών και στο Πεκίνο και στη Μόσχα. Ταυτόχρονα, περιπλέκεται η προσπάθεια σταδιακής αποκατάστασης των σχέσεων του Κατάρ με τις υπόλοιπες χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), ώστε να κινείται σε αμερικανική τροχιά. Το ερώτημα που εγείρεται, είναι απλό και καταλυτικό:
Πόσο βιώσιμη είναι η στρατηγική ταυτόχρονης αντιμετώπισης της Κίνας και της Ρωσίας; Και συμπληρωματικά: πόσο και πως θα επηρέαζε τα αμερικανικά συμφέροντα στις γεωγραφικές περιφέρειες που επηρεάζονται από το στρατηγικό σύμφωνο Πεκίνου-Τεχεράνης; Επίσης, πόσο εξυπηρετεί την Ουάσιγκτον το διπλωματικό πλασάρισμα του Πεκίνου σε υψηλής προτεραιότητας μέτωπα για τις ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή; Τελικά, μήπως θα ήταν προτιμότερο οι ΗΠΑ να επεδίωκαν ένα στρατηγικό modus vivendi με έναν εκ των δυο (Ρωσία και Κίνα), ώστε η Ουάσιγκτον να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση όποιας από τις δύο χώρες κρίνει ως κύρια απειλή;
Το σύμφωνο Ιράν-Κίνας αποτελεί εν πολλοίς απάντηση στις αμερικανικές πιέσεις. Οι δυνητικές επιπτώσεις του, λοιπόν, είναι πολύ μεγάλες. Η Αθήνα μπορεί να μην εμπλέκεται άμεσα, αλλά οι συσχετισμοί δυνάμεων σ’ εκείνη την περιοχή την επηρεάζουν. Οφείλει, λοιπόν, να λάβει υπόψη της τα νέα δεδομένα, ώστε αν απαιτηθεί να προσαρμόσει την πολιτική της.