Συμφωνία σταθμός ανάμεσα στην Κίνα και το Ιράν – Θα ακολουθήσει η Τουρκία;

Συμφωνία σταθμός ανάμεσα στην Κίνα και το Ιράν – Θα ακολουθήσει η Τουρκία;, slpress

Συμφωνία συνεργασίας, ιστορικών διαστάσεων, υπέγραψαν η Κίνα και το Ιράν, στέλνοντας πολλαπλά μηνύματα στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και όχι μόνο, σε μια περίοδο που ο Μπάιντεν ευαγγελίζεται την επιστροφή της Αμερικής ως ηγέτιδας δύναμης στην διεθνή σκηνή. Η συμφωνία είναι διάρκειας 25 ετών και αναμένεται ότι θα περιλαμβάνει κινέζικες επενδύσεις σε κομβικούς τομείς της ιρανικής οικονομίας. Ακόμα πιο σημαντική, ωστόσο, είναι η θέαση που έχει το Πεκίνο για τις σχέσεις του με το Ιράν.

Την διάσταση αυτή, την έκανε πολύ ξεκάθαρη, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Γουάνγκ Γι, ο οποίος, όπως μετέδωσαν τα ιρανικά ΜΜΕ, δήλωσε από την Τεχεράνη, ότι οι σχέσεις της Κίνας με το Ιράν «δεν θα επηρεαστούν από την παρούσα κατάσταση, αλλά θα είναι μόνιμες και στρατηγικές». Ο Γι βρέθηκε στην Τεχεράνη για επίσημη επίσκεψη, στο πλαίσιο μιας περιοδείας του στη Μέση Ανατολή, η οποία ξεκίνησε στις αρχές της εβδομάδας, και κατά την εκεί παραμονή του έγινε δεκτός και από τον πρόεδρο Χασάν Ρουχανί.

Η υπογραφή δε της συμφωνίας, που ακολούθησε της συνάντησης, έγινε σε ειδική τελετή, η οποία μεταδόθηκε ζωντανά από την κρατική τηλεόραση του Ιράν. Οι δύο πλευρές είχαν επίσης συνομιλίες για τις διμερείς σχέσεις, αλλά και για περιφερειακά ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, τα οποία, ρίχνοντας κάποιος μια ματιά στον χάρτη, μπορεί να καταλάβει ότι καλύπτουν ολόκληρη την Ασία: από την Μέση μέχρι την Άπω Ανατολή.

Κοινή μοίρα;

Στις δηλώσεις με τις οποίες συνόδευσαν τις υπογραφές, τόσο ο Κινέζος υπουργός όσο και Ιρανοί αξιωματούχοι δεν φείσθηκαν σχολίων και μηνυμάτων προς τη Δύση. Η ίδια η συμφωνία αποτελεί, άλλωστε, ένα ηχηρό μήνυμα, κυρίως προς τον Μπάιντεν. Το Πεκίνο και η Τεχεράνη είχαν βρεθεί, άλλωστε, στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον, σε όλη τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ.

Το πρώτο, εξαιτίας του αρνητικού για τις ΗΠΑ εμπορικού ισοζυγίου, που ο Ρεπουμπλικάνος αντιμετώπισε με έναν ανοιχτό εμπορικό πόλεμο με εκατέρωθεν επιβολή δασμών. Η διαμάχη με την Κίνα είχε καταλήξει βέβαια σε μια εμπορική συμφωνία, η οποία όμως έμεινε στην πρώτη φάση της, καθώς πρόεκυψε η πανδημία, ανοίγοντας νέα κεφάλαια αντιπαράθεσης.

Με την Τεχεράνη, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Τραμπ, μετά την αποχώρηση από την Συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δεν έμεινε στην ρητορική, αλλά έφτασε στο σημείο να εξετάσει, κάποιες φορές ακόμα και την ανάληψη στρατιωτικής δράσης. Συνήθως κατέληγε όμως σε περιορισμένης έκτασης πλήγματα, δικαιολογώντας τα με την αρχή της αναλογικότητας που θα έπρεπε να έχει η αμερικανική αντίδραση απέναντι στις “ιρανικές προκλήσεις”.

Η έλευση του Μπάιντεν άλλαξε κάπως το σκηνικό. Ο Δημοκρατικός πρόεδρος έδειξε να μην υιοθετηθεί τη γραμμή της σκληρής πίεσης του προκατόχου του απέναντι στο Ιράν. Περίμενε, ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα να κάνει η Τεχεράνη το πρώτο βήμα, επιστρέφοντας στους όρους της Συμφωνίας του 2015, από τους οποίους απομακρύνθηκε μετά την επέκταση των εναντίον της κυρώσεων από τον Τραμπ.  Αυτό, όμως  δεν έγινε. Από την άλλη, ο Μπάιντεν σκλήρυνε την στάση του απέναντι στο Πεκίνο (και στη Μόσχα, χαρακτηρίζοντας τον Πούτιν φονιά), όπως φάνηκε στις πρώτες επαφές που είχε, το περασμένο Σαββατοκύριακο στην Αλάσκα, ο υπουργός Εξωτερικών Μπλίνκεν με τον Κινέζο ομόλογό του Γι και τον υψηλόβαθμο αξιωματούχο Γιανγκ Τζιετσί.

Συμφωνία μήνυμα

Σήμερα πάντως, με την φράση ότι οι σχέσεις της Κίνας με το Ιράν «δεν θα επηρεαστούν από την παρούσα κατάσταση», ο Γι έστειλε το μήνυμα ότι το Πεκίνο θα υπερασπιστεί την Συμφωνία του 2015, κυρίως όμως τις σινο-ιρανικές σχέσεις. Σχολίασε δε, ότι «το Ιράν αποφασίζει ανεξάρτητα για τις σχέσεις του και δεν είναι σαν κάποιες άλλες χώρες που αλλάζουν την θέση τους με ένα τηλεφώνημα».

Η σημερινή διμερής συμφωνία αποτελεί άλλωστε τον «οδικό χάρτη» για το εμπόριο και την συνεργασία των δύο χωρών στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, με τον πρώτο να έχει κρίσιμο ρόλο στην κινέζική βιομηχανική παραγωγή και τον δεύτερο να είναι απαραίτητος για την υλοποίηση του προγράμματος “Νέος δρόμος του Μεταξιού”. Στον δρόμο του Πεκίνου προς την Δύση δεν είναι μόνον το Ιράν. Είναι και η Τουρκία, η οποία αντιμετωπίζει εξίσου σοβαρά προβλήματα με την οικονομία της να καταρρέει.

Όταν μάλιστα το Κατάρ δεν είναι αρκετό και οι σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον σε κάκιστο σημείο, τότε η Κίνα αρχίζει να φαίνεται ως μία σοβαρή λύση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός, ότι ο Ερντογάν έχει αλλάξει ήδη την στάση του απέναντι στο Πεκίνο,  κυρίως σε ότι αφορά τους Ουιγούρους μουσουλμάνους της επαρχίας Σιντζιάνγκ. Έτσι, ενώ μέχρι το 2009 κατηγορούσε την Κίνα για «γενοκτονία» και φιλοξενούσε στην Τουρκία έναν από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς Ουιγούρων της διασποράς, από το 2016 και μετά έχει στείλει εκατοντάδες μέλη αυτής της κυρίως τουρκόφωνης μουσουλμανικής μειονότητας σε κέντρα απέλασης.

Η περίπτωση της Τουρκίας

Υπάρχει, ωστόσο μία διαφορά. Η Κίνα είναι για το Ιράν ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους του και για πολλά χρόνια σύμμαχός του. Κάτι που δεν συμβαίνει με την Τουρκία. Επίσης, το Πεκίνο  έχει συμφωνήσει με την Τεχεράνη, ήδη από το 2016 να  αυξήσει τις διμερείς εμπορικές σχέσεις σε περισσότερα από 600 δισεκατομμύρια δολάρια σε μια δεκαετία. Αντιθέτως οι εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία είναι συγκριτικά υπερβολικά μικρές, με τις τουρκικές εξαγωγές να έχουν παραδοσιακά έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό.

Παρόλα αυτά, το περασμένο καλοκαίρι, με την κρίση της, το Πεκίνο επέκτεινε μια συμφωνία του 2012 για ανταλλαγή (swap) τουρκικών λιρών σε γουάν αξίας 400 εκατ. δολαρίων. Την ίδια περίοδο κινεζική εταιρεία logistics αγόρασε το 48% του Kumport Terminal, του τρίτου μεγαλύτερου σταθμού εμπορευματοκιβωτίων της Τουρκίας, στη θάλασσα του Μαρμαρά. Η Κίνα έχει χρηματοδοτήσει όμως και έργα υποδομής στην Τουρκία, όπως η γέφυρα Yavuz Sultan Selim, στην οποία επένδυσε 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά όταν έγινε ολοφάνερο ότι το δάνειο δεν θα μπορούσε να αποπληρωθεί, η γέφυρα πουλήθηκε σε Κινέζους επενδυτές για 688 εκατ. δολάρια.

Το Πεκίνο βλέπει την προοπτική να καλύψει το κενό που δημιουργείται από την αδυναμία των τουρκικών επιχειρήσεων να δανειστούν από τη Δύση, μεθοδεύοντας έτσι την διασφάλιση ότι η Τουρκία θα γίνει αναπόσπαστο μέρος του νέου “Δρόμου του Μεταξιού”. Έναν δρόμο που ο Μπάιντεν έχει αρχίσει να τον βλέπει να λειτουργεί και αντίστροφα. Μάλιστα, όπως δήλωσε ο ίδιος, πρότεινε στον Μπόρις Τζόνσον ότι οι δημοκρατικές χώρες θα έπρεπε να έχουν ένα σχέδιο υποδομών για να αντισταθμίσουν αυτήν την πρωτοβουλία του Πεκίνου.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι