Η Τουρκία στην αναδυόμενη παγκόσμια τάξη και η διπλωματική πενία της Ελλάδας
11/01/2024Σε νέα ομιλία του ο Ερντογάν, στην εκδήλωση με τα 97 χρόνια από την σύσταση της ΜΙΤ, είπε ότι «η σφαίρα επιρροής και ευθύνης της Τουρκίας είναι πολύ πιο ευρεία, διότι οι καρδιές δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε μια αχανή γεωγραφία από τα Βαλκάνια μέχρι τον Καύκασο, από το κέντρο της Ασίας μέχρι το νότο και την ανατολή, από το βορρά μέχρι τα βάθη της Αφρικής, είναι στραμμένα προς εμάς», επισημαίνοντας πως «η πολιτική μας δεν έχει αλλάξει, θα προστατεύσουμε τη Γαλάζια Πατρίδα από το Αιγαίο μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο… τόσο σε διπλωματικό, όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο».
Πράγματι, ως χώρα στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων (Ασίας, Αφρικής και Ευρώπης), η Τουρκία είναι βασικός περιφερειακός παίκτης. Τα δόγματα εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας τα τελευταία 10-15 χρόνια δημιούργησαν προβλήματα στους γείτονές της και ιδιαίτερα στη χώρα μας. Ειδικότερα, ο νεο-οθωμανισμός και η πρόθεσή της να αποκαταστήσει την προηγούμενη επιρροή της στον μετα-οθωμανικό χώρο προκαλεί ανησυχία στα γειτονικά της κράτη και στην ευρύτερη περιοχή. Η αρχή των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες” που προτάθηκε από τον Αχμέτ Νταβούτογλου, συγγραφέα της δογματικής έννοιας του νεο-οθωμανισμού, είχε δημιουργήσει την ελπίδα ότι οι τουρκικές αρχές θα ακολουθήσουν αυτή την πορεία. Οι ελπίδες γρήγορα διαψεύστηκαν.
Επιπρόσθετα, το δόγμα του τουρκικού ευρασιανισμού, λόγω της γεωγραφικής θέσης και της εθνοπολιτιστικής συγγένειας με χώρες του μετασοβιετικού χώρου, δημιουργεί ανησυχίες στους μεγάλους παίκτες της περιοχής, τη Ρωσία κα τη Κίνα, καθώς και στο Ιράν. Το δόγμα του νεοπαντουρανισμού, το οποίο πρεσβεύει την πολιτιστική, στρατιωτική, πολιτική, οργανωτική και δομική ενοποίηση των ανεξάρτητων τουρκογενών κρατών, τέθηκε σε νέα βάση μετά τους παγκόσμιους γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς που προκάλεσε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτού του δόγματος, η Άγκυρα σχεδιάζει να σχηματίσει μια κοινή οικονομική αγορά με τη συμμετοχή και ορισμένων μη τουρκογενών κρατών (συμπεριλαμβανομένων της Γεωργίας, του Τατζικιστάν και του Πακιστάν), προωθώντας ένα φιλόδοξο σχέδιο για τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής οικονομικής ολοκλήρωσης με πληθυσμό 423 εκατομμυρίων, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι το Ισλαμαμπάντ.
Αυτή η οικονομική διείσδυση που έχει ως στόχο την αύξηση του αποτυπώματος του τουρκικού κράτους στο σύστημα των περιφερειακών και παγκόσμιων σχέσεων, δημιουργεί από την άλλη μεγάλη επιφυλακτικότητα από την πλευρά μιας ομάδας μικρών και μεγάλων παικτών της περιοχής (της Αρμενίας, του Τατζικιστάν, του Ιράν, της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας).
Η τουρκική διείσδυση στην Ευρασία
Προς τα μέσα του εικοστού αιώνα, η Τουρκία προσπάθησε ανεπιτυχώς να προχωρήσει σε μία γεωπολιτική διείσδυση. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Άγκυρα ακροβατούσε σε μια συμμαχία με τη Γερμανία, με στόχο να εισέλθει βίαια στις εκτάσεις του σοβιετικού Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια ακυρώθηκε λόγω των στρατιωτικών επιτυχιών του Κόκκινου Στρατού, με τη Τουρκία να μην τολμά να μπει στον πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ. Νέες ευκαιρίες για την Τουρκία ήρθαν με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς πέντε νέα τουρκογενή κράτη εμφανίστηκαν στον μετασοβιετικό χώρο.
Στις συναλλαγές της με τα ανεξάρτητα τουρκογενή κράτη, τα οποία δεν υπήρξαν ποτέ ιστορικά μέρος του οθωμανικού κράτους, η τουρκική διπλωματία χρησιμοποιεί μια ρεαλιστική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη κοινά οικονομικά και άλλα (συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών) συμφέροντα. Συγκεκριμένα, η Τουρκία, λόγω της νέας ενεργειακής πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών, κατέστη σημαντικός κόμβος για την εξαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου του Αζερμπαϊτζάν στην Ευρώπη, παρακάμπτοντας τη Ρωσία.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, δημιουργήθηκε στην Τουρκία μία αποτελεσματική υποδομή αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο νότιος μεταφορικός διάδρομος και ο υπερανατολιανός αγωγός φυσικού αερίου έχουν γίνει πλέον απόλυτα αναγκαίοι για τις χώρες της περιοχής της Κασπίας (Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν και Τουρκμενιστάν).
Όσον αφορά τον στρατιωτικό πραγματισμό, η Τουρκία είχε αποφασιστικό αντίκτυπο στον δεύτερο πόλεμο του Καραμπάχ, παρείχε την απαραίτητη στρατιωτική, τεχνική και διπλωματική βοήθεια στο Αζερμπαϊτζάν, για να αποκαταστήσει τον έλεγχο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Σήμερα, η συμβολή της Τουρκίας στην επιτυχία του Αζερμπαϊτζάν στο Καραμπάχ χρησιμοποιείται ενεργά στο πλαίσιο του OTS για την προώθηση μιας στρατιωτικής συμμαχίας με την Τουρκία.
Η Άγκυρα παρέχει ενεργή στρατιωτική και στρατιωτική-τεχνική βοήθεια στις χώρες OTS (συμπεριλαμβανομένου του Καζακστάν και της Κιργιζίας, που είναι μέλη του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO). Επιπρόσθετα η Άγκυρα προτείνει στους Τουρκογενείς συμμάχους της να σκεφτούν τη δημιουργία κάποιου είδους κοινού στρατιωτικού θεσμού (Στρατός του Τουράν ή Δύναμη Ταχείας Αντίδρασης, OTS). Αντίστοιχα, η οικονομική και στρατιωτική σύνδεση Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν παρουσιάζεται ως παράδειγμα ενός νέου μοντέλου τουρκικής ολοκλήρωσης που βασίζεται στην αρχή “ένα έθνος – δύο (έξι) κράτη”.
Οι προοπτικές του τουρκικού ρεβανσισμού
Πολλοί ειδικοί είναι δύσπιστοι για τις προοπτικές ενός τέτοιου τουρκικού ρεβανσισμού. Ως επιχειρήματα αναφέρονται οι ανεπαρκείς οικονομικοί και στρατιωτικοί πόροι, η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και η εξάρτηση της Τουρκίας από τις εισαγωγές ενέργειας. Επιπλέον, ο πρόεδρος Ερντογάν, με την επιθετική και πολύπλευρή του διπλωματία, ανοίγει πολλά μέτωπα. Η Άγκυρα παρεμβαίνει αυξάνοντας το διπλωματικό της αποτύπωμα σε χώρες της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων, της Βόρειας Αφρικής, του Νότιου Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας.
Ως εκ τούτου, τίθεται ένα φυσικό ερώτημα – αντιστοιχούν οι πραγματικές δυνατότητες της Τουρκίας με τις υπέρογκες φιλοδοξίες της; Από αυτή την ανάλυση προκύπτει ότι η Τουρκία αναμένει να κερδίσει το παιχνίδι με “αδύναμα χαρτιά”. Ωστόσο, ένας τέτοιος “πολιτικός τζόγος” λειτουργεί μόνο όταν παίζεται με αδύναμους αντιπάλους, αλλά είναι απίθανο να πετύχει εναντίον ενός ισχυρού παίκτη, όπως είναι η Ρωσία, η Κίνα ακόμη και το Ιράν. Η Άγκυρα, προς το παρόν, επιτυγχάνει να ελίσσεται και να προωθεί τα γεωπολιτικά και οικονομικά της συμφέροντα, υποχωρώντας σε κάποιο πεδίο επιρροής της κερδίζοντας ως αντάλλαγμα την ανοχή των άλλων δυνάμεων σε άλλο/άλλα σημεία εμπλοκής της. Χρησιμοποιεί ευέλικτη διπλωματία, συνδυάζοντας την ακαμψία με το φλερτ, βρίσκει ένα αδύνατο σημείο και προωθεί τα σχέδιά της.
Μια ιδιαίτερα ζωντανή επίδειξη αυτής της πολιτικής από την Άγκυρα παρατηρείται στη Συρία, δεδομένης της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Επίσης, κέρδισε την ανοχή της Ρωσίας, με ανοιχτό το θέμα της Ουκρανίας, βοηθώντας το Αζερμπαϊτζάν να επικρατήσει της αδύναμης Αρμενίας στο Καραμπάχ. Οι τουρκικές φιλοδοξίες στα βορειοανατολικά μπορούν να συγκρατηθούν από τη Ρωσία, το Ιράν και την Κίνα. Εάν όμως η Άγκυρα κατορθώσει να υλοποιήσει τους μεγαλεπήβολους σχεδιασμούς της στην Ευρασία, τότε η Τουρκία θα αλλάξει πραγματικά το καθεστώς της σε υπερ-περιφερειακή και στη συνέχεια σε μετρίου μεγέθους παγκόσμια δύναμη.
Τούτων λεχθέντων, παρατηρώντας την πραγματιστική ευέλικτη και ταυτόχρονα επιθετική τουρκική διπλωματία, δεν μπορεί κανείς να μην μελαγχολήσει αναλογιζόμενος την διπλωματική “πενία” της χώρας μας, που αναλίσκεται τις τελευταίες δεκαετίες σε μία πολιτική υποτέλειας υπαγορευόμενη από το άγος της ηττοπάθειας. Ενώ η γειτονική χώρα στην προσπάθεια της να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Σαουδικής Αραβίας στον ισλαμικό κόσμο, επεκτείνει την επιρροή της στους μουσουλμάνους της Νοτίου Ασίας με παρεμβάσεις για το θέμα των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ουιγούρων στην Κίνα και του μουσουλμανικού πληθυσμού του Κασμίρ, για τη μικροσκοπική μας διπλωματία η Κύπρος “κείται” μακράν.
Η μικροσκοπική ελληνική διπλωματία
Η Αθήνα κατ’ ουσίαν θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία “βαρίδι” στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας. Για το αν η Κυπριακή Δημοκρατία υπεισέλθει παντελώς στην τουρκική επιρροή, μ’ ένα άλλο σχέδιο Ανάν ή κάτι παρόμοιο, δεν φαίνεται να ενοχλεί και τόσο τις νεοφιλελεύθερες ελίτ της χώρας. Η Ελλάδα παραβλέπει ότι, με την υπογραφή της, είναι μία απ’ τις εγγυήτριες δυνάμεις της ασφάλειας και της ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και επιπρόσθετα είναι απολύτως συνυπεύθυνη για ό, τι έχει συμβεί στη Μεγαλόνησο.
Η Αθήνα παραβλέπει επίσης τη γεωπολιτική θέση της Κύπρου, που θα μπορούσε να προσδώσει στον Ελληνισμό, το ρόλο που δικαιούται στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Μεγαλόνησος κατέχει θέση-κλειδί για κάθε σχέδιο ελέγχου της Μέσης Ανατολής και αποτελεί κόμβο για όλες τις γραμμές συγκοινωνιών προς την περιοχή αυτήν. Απέχει 175 μίλια απ’ τη Βηρυτό, 175 απ’ τη Χάιφα και 190 απ’ τη διώρυγα του Σουέζ. Αποτελεί την ιδανική βάση συγκέντρωσης και ανεφοδιασμού στρατευμάτων για στρατιωτικές επεμβάσεις. Η Αθήνα αντί να επιδιώξει, σε συνεργασία με τη Λευκωσία, την εκπόνηση ενός κοινού εξοπλιστικού προγράμματος που θα θωρακίσει τη Μεγαλόνησο έναντι της τουρκικής επιβολής, αρέσκεται στο ρόλο της “κακής” μητριάς…
Σε αντίθεση, η τουρκική διπλωματία με τον ορθολογισμό που τη διακρίνει, θεωρεί το Κυπριακό ως ένα ζήτημα που συνδέεται με τη γεωπολιτική και κατ’ επέκταση με τη γεωστρατηγική της περιοχής. Ο έλεγχος όλης της Κύπρου ήταν και παραμένει προτεραιότητα της εθνικής στρατηγικής της Τουρκίας, στο πλαίσιο της ανάδειξής της σε ηγεμονική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Καταληκτικά, βλέπουμε την Τουρκία να κόπτεται υπέρ των δικαιωμάτων των τουρκογενών Ουιγούρων στην μακρινή Κίνα, αντιθέτως και υποκριτικά για το ελληνικό πολιτικό σύστημα η Κύπρος “κείται μακράν”, ενώ παράλληλα επιδεικνύουμε μία προκλητική ανεκτικότητα στο θέμα της Βορείου Ηπείρου. Το πρόβλημα µε τις περιουσίες των Χειµαρριωτών υφίσταται εδώ και δεκαετίες, αλλά από το 2016 και μετά οι πιέσεις και οι µεθοδεύσεις έχουν ενταθεί.
Οι ωμές δολοφονίες Ελλήνων (Κωνσταντίνος Κατσίφας, Αριστοτέλης Γκούμας), κατεστραμμένοι ελληνορθόδοξοι ναοί, μεροληψία της αλβανικής δικαιοσύνης εις βάρος των μελών της ελληνικής μειονότητας και διαφόρων ειδών εκφοβισμοί καθιστούν τη ζωή των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου ανυπόφορη. Η παρατεταμένη κράτηση του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας Φρέντι Μπελέρη, αποτελεί το τελευταίο πλήγμα στη διπλωματική μας ισχύ. Αν, υποθετικά, τα προαναφερόμενα συνέβαιναν στη Δυτική Θράκη, ποια θα ήταν άραγε η τουρκική αντίδραση…