Με ποια κληρονομιά μπήκε η Τουρκία στο 2021
10/01/2021Το τελευταίο δωδεκάμηνο αποδείχθηκε έτος ήττας και αστοχιών για την Τουρκία. Η χώρα περιέρχεται στην χειρότερη δυνατή κατάσταση από πλευράς κοσμικού κράτους και επικράτειας δικαίου, με κυριότερο χαρακτηριστικό την καταστολή της ελευθερίας του λόγου. Η συρρικνούμενη οικονομία έχει προκαλέσει μεγάλη ανέχεια, με το φάντασμα της πείνας να απειλεί πλέον μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.
Στον τομέα των διεθνών σχέσεων οι μεγαλομανίες και τα αυτοκρατορικά οράματα του Τούρκου προέδρου, έχουν προκαλέσει την απομόνωση της Άγκυρας στο διπλωματικό πεδίο, μετατρέποντας σχεδόν παντού τους πρώην φίλους σε αντιπάλους. Αν και το κυβερνών κόμμα αναφέρεται συνεχώς σε συνωμοσίες και παραπληροφόρηση, οι τραγικές εξελίξεις στην χώρα σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές δεν βασίζονται σε εικασίες, αλλά σε πραγματικά γεγονότα.
Η Τουρκία καταλαμβάνει την 107η θέση σε σύνολο 128 χωρών του Δείκτη Κράτους Δικαίου (Rule of Law Index ) το 2020, που εντάσσεται στα πλαίσια ενός αναγνωρισμένου διεθνούς προγράμματος που εξετάζει τις συνθήκες λειτουργίας των κοσμικών κρατών ανά την υδρόγειο. Στις πέντε ομάδες των επιδόσεων (πολύ καλή, καλή, μέση, χαμηλή, ελάχιστη), η Τουρκία κατατάσσεται στην τελευταία. Ακόμα χειρότερα η ίδια έρευνα, φέρει την χώρα στην 124η θέση στον τομέα σεβασμού των πολιτικών, των κοινωνικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λόγω του έντονου κρατικού παρεμβατισμού, με τα μοναδικά τρία χειρότερα κράτη να είναι η Βενεζουέλα, το Καμερούν και η Νικαράγουα.
Στον τομέα της ελευθερίας του Τύπου η έρευνα κατατάσσει την Τουρκία στην 154η θέση σε σύνολο 180 χωρών, με συνέπεια να εντάσσεται και στην περίπτωση αυτή στην πέμπτη και χειρότερη ομάδα από πλευράς επιδόσεων. Αυτή η εικόνα αντιβαίνει στις συνταγματικές δεσμεύσεις της Τουρκίας, λόγω του ότι οι κατώτερες βαθμίδες της Δικαιοσύνης αρνούνται να εφαρμόσουν αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR), αντλώντας την ισχύ τους από την πολιτική επιρροή του καθεστώτος Ερντογάν.
Μάλιστα μέλος του κυβερνώντος κόμματος AKP δήλωσε πρόσφατα σε τηλεοπτική εκπομπή πως ούτε ένα παιδί δεν συντάσσει τόσο γελοία κατηγορητήρια, αλλά παρά ταύτα χιλιάδες παραμένουν φυλακισμένοι με βάση έγγραφα αυτού του τύπου. Η γενική κατάσταση εντάσσει για μία ακόμα φορά την χώρα στην πέμπτη και χειρότερη ομάδα των απανταχού αποκαλούμενων δημοκρατιών.
Ανέχεια και πείνα
Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο της τουρκικής οικονομίας κατά το 2020 επικεντρώνεται στην βύθισή της σε μία περιδίνηση καθίζησης, που προκαλεί σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού φαινόμενα ένδειας και δυστυχώς πείνας. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώνεται σε ετήσια βάση για έβδομη συνεχή περίοδο και μάλιστα απότομα το 2020, με συνέπεια από το 2013 έως το 2020 να έχει εξανεμισθεί το ένα τρίτο του τουρκικού ΑΕΠ, από τα 960 στα 650 δισ. δολάρια.
Στην ίδια περίοδο το κατά κεφαλήν μέσο εισόδημα συρρικνώνεται από τα 12.500 στα 7.800 δολάρια. Συνεκτιμώντας το εφιαλτικό πρόβλημα του πληθωρισμού, τα εισοδήματα έχουν απομειωθεί περισσότερο από 40% κατά την διάρκεια της τελευταίας επταετίας, σημειώνοντας την χειρότερη επίδοση από το 1960, δεδομένο που επιβεβαιώνεται και από την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank).
Η χώρα καλείται να πληρώσει ένα δυσθεώρητα υψηλό τίμημα έναντι των παράλογων ιδεολογικών προσεγγίσεων στην διαχείριση της οικονομίας, με τον Τούρκο πρόεδρο να επαναλαμβάνει συνεχώς ανόητα, πως το επιτόκιο αποτελεί αίτιο και ο πληθωρισμός αποτέλεσμα! Οι αποτυχημένες παρεμβάσεις της Κεντρικής Τράπεζας στην στήριξη του εθνικού νομίσματος έχουν κοστίσει 140 δισ. δολ. κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας, με συνέπεια τα καθαρά συναλλαγματικά της αποθέματα να διαμορφώνονται σε αρνητικό μέγεθος, στα -50 δισ. δολάρια.
Οι άνθρωποι που προσπαθούν απεγνωσμένα να επιβιώσουν με λιγότερα από 1,9 δολ. την ημέρα (όριο φτώχειας), πρόκειται να αποτελέσουν κάτι περισσότερο από το 10% του πληθυσμού κατά την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), οξύνοντας ακόμα περισσότερο τα προβλήματα επιβίωσης. Τα φορολογικά έσοδα δεν καλύπτουν πλέον τους μισθούς και τις συντάξεις του δημοσίου, ενώ εμφανίζονται σοβαρά ελλείμματα στα ασφαλιστικά ταμεία και στις αποπληρωμές τόκων, που δεν καλύπτουν καν την μερική εξόφληση των αρχικών δανειακών κεφαλαίων.
Αρπακτικά και στόχοι
Η χώρα έχει πλέον την κατεπείγουσα ανάγκη εισροής μεγάλων ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, αλλά οι επιδόσεις της δεν ενδιαφέρουν κανέναν μεγάλο σοβαρό επενδυτή. Ένα δείγμα αυτών των αρνητικών συνθηκών αποτελεί η στάση του γιγαντιαίου βιομηχανικού ομίλου Volkswagen που ρευστοποιεί επένδυση ύψους 1,4 δισ. δολ. για την δημιουργία μεγάλης μονάδας παραγωγής αυτοκινήτων, με προβλεπόμενες 20.000 νέες θέσεις εργασίας. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της κυβέρνησης να διασώσει την επένδυση στην δυτική περιφέρεια Manisa, με γενναία ανταλλάγματα και επιχορηγήσεις, ο όμιλος αποσύρεται για να κατηγορηθεί τελικά για πολιτικές και όχι οικονομικές επιλογές.
Χώρες σε ανάλογη κατάσταση συχνά μετατρέπονται σε στόχο αρπακτικών κερδοσκοπικών κεφαλαίων που αποκομίζουν τεράστια κέρδη μέσω βραχυπρόθεσμων συναλλαγών κυρίως σε ομόλογα και νομίσματα, χωρίς όμως να επενδύουν ουσιαστικά τίποτε στις χώρες-θύματά τους. Με την νέα άνοδο των επιτοκίων η Τουρκία αντιμετωπίζει δυστυχώς και αυτό τον κίνδυνο, με τα αρπακτικά των αγορών να αντιλαμβάνονται πλέον πως το 2021, θα αποτελέσει μάλλον ιδανική περίοδο για ταχύτατα κέρδη, από την στιγμή που η χώρα θα συνεχίσει να βυθίζεται.
Παράλληλα οι διαχειριστές τους γνωρίζουν με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα πως οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου για εμβολιασμό 50 εκατομμυρίων πολιτών, έως τα τέλη του 2021, δεν πρόκειται να βελτιώσουν την κατάσταση. Με έναν πληθυσμό σχεδόν 90 εκατ. (συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων και των λαθρομεταναστών), οι εμβολιασμοί πρόκειται να καλύψουν το 55% του πληθυσμού, όταν απαιτείται υπέρβαση του 70% για να διασφαλισθεί κατώφλιο ανοσίας.
Η γενική εξέλιξη αναμένεται να καταβαραθρώσει και την τουριστική βιομηχανία που κατά το 2019 είχε συνεισφέρει 37,4 δισ. δολάρια στην εθνική οικονομία. Ταυτόχρονα η συνεχής άνοδος του συναλλαγματικού κινδύνου και μάλιστα σε εξαιρετικά επικίνδυνα επίπεδα συμπίπτει με μία περίοδο όπου ενώ ο επίσημος πληθωρισμός δίδεται στο 14,6% (Νοέμβριος 2020), ο πραγματικός σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, κινείται προς τα επίπεδα του 40% από τις αρχές του 2019, δεδομένο που τοποθετεί την χώρα στις 10 πρώτες ανά την υφήλιο, που επιχειρούν να επιβιώσουν σε περιβάλλον υπερπληθωρισμού.
Αδιέξοδα
Στις διεθνείς της σχέσεις η Άγκυρα αντιμετωπίζει πολλά αδιέξοδα, έχοντας καταλήξει σε μία κατάσταση απομονωτισμού, που δεν έχει βιώσει ποτέ κατά το παρελθόν. Το κυβερνών κόμμα AKP εμπλέκεται μάλλον ανόητα στην μία σύγκρουση κατόπιν της άλλης, συνδράμοντας πλευρές σε διάφορες διενέξεις, χωρίς όμως να έχει μελετήσει προσεκτικά και εξονυχιστικά τις παραμέτρους και τα πιθανά αποτελέσματα των συγκρούσεων.
Καμμία άλλη χώρα στην υφήλιο δεν λειτουργεί με αυτό το πνεύμα και επιπλέον το καθεστώς Ερντογάν, εμφανίζει μία επικίνδυνη ροπή αξιοποίησης στρατιωτικών μέσων για να επιβάλει προβολή ισχύος, χωρίς να εξαντλεί τις παραδοσιακές και συνήθως αποτελεσματικές διπλωματικές μεθόδους. Η πρωταρχική παράμετρος που διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική του AKP αποτελεί συνέπεια μίας ιδεολογίας και όχι εθνικών συμφερόντων, κυρίως λόγω του ότι κυριαρχείται από φιλοδοξίες που προκρίνονται από την Μουσουλμανική Αδελφότητα (Ikhwan) στην Μέση Ανατολή και μία ιδεολογικά προκαλούμενη αντιδυτική συμπεριφορά έναντι των δυτικών συμμάχων.
Υπάρχουν φυσικά τα ανεπίλυτα μακροχρόνια προβλήματα με την Ελλάδα και την Κύπρο για τα οποία βέβαια δεν φέρει την αποκλειστική ευθύνη το καθεστώς Ερντογάν. Όμως η ιδεολογική στάση που τηρεί έχει προκαλέσει μία ταχύτατη παρακμή στις σχέσεις της Άγκυρας με πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Συρίας, του Λιβάνου, του Ισραήλ, της Αιγύπτου, του Ιράκ, της Σαουδικής Αραβίας, των Εμιράτων, του Μπαχρέιν, του Σουδάν, της ανατολικής Λιβύης, της ΕΕ των ΗΠΑ και άλλων.
Το κυβερνών κόμμα στην Άγκυρα επιχειρεί καθυστερημένα να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, χωρίς όμως να διαφαίνεται στο βάθος κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Αναπόφευκτα όμως προβάλλει το ερώτημα που εστιάζεται στο ότι εάν η προηγηθείσα διπλωματική στάση έναντι των δύο χωρών υλοποιείται με ορθολογικά κριτήρια, τότε η απότομη μεταστροφή αποτελεί ανορθολογισμό.
Απομάκρυνση από ΕΕ
Στις σχέσεις της με την ΕΕ, η Τουρκία απομακρύνεται από κάθε προοπτική ένταξης, παρά το γεγονός ότι επί σειράν ετών είχε αποτελέσει στρατηγική της προοπτική. Στην τρέχουσα περίοδο η διολίσθηση της χώρας από πλευράς κράτους δικαίου, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας του Τύπου εξανεμίζει κάθε πιθανότητα επανόδου σε πορεία σύγκλισης. Στα τέλη του 2020 το καθεστώς Ερντογάν, δηλώνει πως πρόκειται να προχωρήσει στην διαμόρφωση νέων σχέσεων με τους Ευρωπαίους, εξαγγέλοντας μεταρρυθμίσεις και ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, όπως και του κράτους δικαίου.
Σύμφωνα με την πλειοψηφία των Τούρκων αναλυτών, η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί την Άγκυρα, ασχέτως της μορφής του καθεστώτος της. Ο βασικός λόγος επικεντρώνεται στο γεγονός ότι πρόκειται για μία χώρα σχεδόν 90 εκατ. ανθρώπων (συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων και των λαθρομεταναστών), στα σύνορα της Ευρώπης και επομένως κάποια μορφή σχέσεων κρίνεται απολύτως αναγκαία.
Όμως στο στρατόπεδο των Ευρωπαίων η σχέση αυτή δεν προϋποθέτει ούτε κάν προενταξιακές διαδικασίες, λόγω του ότι απλούστατα το κυβερνών κόμμα AKP έχει καταστρέψει όλες τις γέφυρες. Το πρόβλημα κατά συνέπεια έγκειται στην φύση και στον προσδιορισμό των νέων σχέσεων μεταξύ της Ευρώπης και της Τουρκίας. Πάντως, όπως ήδη έχουν αντιληφθεί Αιγύπτιοι και Ισραηλινοί, το καθεστώς Ερντογάν, δεν προτίθεται να προχωρήσει σε καμμία απολύτως μεταβολή, αλλά αντίθετα θα επιχειρήσει με συστηματικές επικοινωνιακές εκστρατείες να πείσει ότι πρόκειται να επέλθουν σημαντικές μεταβολές στην Τουρκία, τακτική που ίσως αντιληφθούν και οι Ευρωπαίοι.