«Με το Brexit και τον Τραμπ, Βρετανοί και Αμερικανοί αποχαιρέτησαν τη Δύση»

«Με το Brexit και τον Τραμπ, Βρετανοί και Αμερικανοί αποχαιρέτησαν τη Δύση»,Βασίλης Στοϊλόπουλος

Μια συνέντευξη-ποταμός στην έγκριτη ελβετική εφημερίδα “ΝΖΖ” του πρώην “σταρ” υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας και νυν συμβούλου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, συγγραφέα του πρόσφατου βιβλίου “Η παρακμή της Δύσης” («Der Abstieg des Westens») και διαχρονικό “γκουρού” των Πρασίνων, Γιόσκα Φίσερ, προκαλεί πάντοτε διεθνές ενδιαφέρον.

Πολύ περισσότερο όταν εστιάζεται σε σημαντικές, άρδην μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές παραμέτρους, και στην “ρευστή και επικίνδυνη” παγκόσμια τάξη πραγμάτων λόγω της αλματώδους ανάπτυξης της Κίνας, αλλά και στο “σκοτεινό” μέλλον της Ευρώπης, ιδιαίτερα σε σχέση με τον καθοριστικό ρόλο της Γερμανίας σε αυτήν, όπως και στην ζωτική ανάγκη “επαναπροσδιορισμού των διατλαντικών σχέσεων”.

Η συνέντευξη ξεκινά απευθείας με την διαπίστωση του Φίσερ ότι αναμφίβολα πολιτικά και οικονομικά «ο μεγάλος νικητής στην κρίση με τον κορονοϊό είναι η Κίνα». Από την αρχή ξεκαθαρίζει επίσης στα επόμενα χρόνια η Κίνα θα είναι ο «κύριος αντίπαλος» της Δύσης. Μιας Δύσης που η σημερινή αδυναμία της δεν είναι μόνο «πνευματική», όπως την παρουσίασε και σε προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του, αλλά και λόγω της «απόρριψης της Δύσης από τον αγγλοσαξονικό κόσμο»: Με «το Brexit και τον Τραμπ, Βρετανοί και Αμερικανοί αποχαιρέτησαν τη Δύση».

Για τον Φίσερ μια καθ΄όλα επικίνδυνη εξέλιξη, σε μια περίοδο μάλιστα που η Κίνα «θέλει να επιστρέψει στην Ευρασία», ανοίγοντας «ξανά τον παλιό γεωπολιτικό και εμπορικό-πολιτικό άξονα σύνδεσης μεταξύ της Κινεζικής Θάλασσας και της Λισαβόνας». Υποστηρίζει δε ότι σε αυτά τα σχέδια «η θαλάσσια δύναμη Αμερική δεν έχει θέση» και προειδοποιεί τους Ευρωπαίους να είναι «εξαιρετικά προσεκτικοί» με τα κινέζικα σχέδια. Προφανώς, γιατί για την Ευρώπη αφενός «η διατλαντική Δύση έχει υπαρξιακό ενδιαφέρον» και αφετέρου «ως το δυτικότερο προσάρτημα στην Ασία», η Ευρώπη «δεν θα έχει καλό μέλλον».

«Η μόνη λύση» για την Γηραιά Ήπειρο, συνεχίζει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, είναι «να προσπαθήσει πάλι πολύ σοβαρά με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Μπάιντεν», παρότι παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν γι αυτό «εξακολουθούν να υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες».

Ενίσχυση ευρωατλαντικών σχέσεων

Για τον Φίσερ είναι σαφές ότι για να γίνει πραγματικότητα η ευρωαμερικανική επαναπροσέγγιση, προϋπόθεση είναι η απαγκίστρωση «από τα ιστορικά πρότυπα συμπεριφοράς και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού: (δηλ.) από την ευρωπαϊκή υποταγή στις ΗΠΑ και την αμερικανική εικόνα της Ευρώπης ως μέρος της Δύσης, η οποία στην πραγματικότητα (δείχνει πως) δεν θέλει να ακολουθήσει τις ΗΠΑ».

Εκτιμά μάλιστα ότι «οι πολιτικές απομόνωσης και εθνικισμού που υποστήριξε ο Τραμπ θα συνεχίσουν να υπονομεύουν τις Ηνωμένες Πολιτείες», και ότι η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος «θα είναι μια τεράστια πρόκληση για τον Μπάιντεν –και ειδικά για το Κογκρέσο των ΗΠΑ». Οι δε Ευρωπαίοι «δεν πρέπει να χαλαρώσουν» λόγω της νέας διακυβέρνησης, αλλά «να αναλάβουν την ευθύνη και να αποδείξουν ότι ο ευρωπαϊκός πυλώνας στη διατλαντική σχέση θα ενισχυθεί».

Στο πλαίσιο αυτό ο Φίσερ επισημαίνει την ανάγκη αύξησης των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας σαν την εκ των ουκ άνευ συνεισφορά της για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, τονίζοντας πως «δεν θα υπάρξει ενίσχυση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας χωρίς να συμβάλλουμε σημαντικά στην εδαφική άμυνα και την κοινή ασφάλεια, τουλάχιστον στις χώρες της συμμαχίας και στη γειτονιά μας». Μια αμερικανική απαίτηση δηλαδή που «ισχύει ιδιαίτερα για τη Γερμανία».

Στο ερώτημα γιατί δυσκολεύεται τόσο πολύ η Γερμανία να λάβει τουλάχιστον υπόψη της αυτές τις αμερικανικές αιτιάσεις, ο Φίσερ «δικαιολογώντας» τους Γερμανούς, ανατρέχει στην γερμανική μεταπολεμική ιστορία και στο γεγονός ότι για τη Γερμανία «το 1945 ήταν μια ριζική καμπή». Ήταν τότε που οι Γερμανοί «ενστικτωδώς έβγαλαν το συμπέρασμα: Ποτέ ξανά (nie wieder!)! Ποτέ ξανά παγκόσμια πολιτική, ποτέ ξανά φαντασιώσεις παγκόσμιας κυριαρχίας, ποτέ ξανά στρατός στην εξωτερική πολιτική».

Σχέσεις Γερμανίας – ΗΠΑ

Πιστεύει μάλιστα ότι «το τραύμα μιας διπλά αποτυχημένης (προσπάθειας) παγκόσμιας κυριαρχίας υπάρχει σταθερά για γενιές μέχρι και σήμερα». Υπογραμμίζει μάλιστα ότι το δύσκολο για τους Γερμανούς είναι να καταλάβουν ότι αυτό που «εδώ και δεκαετίες έχει αποδεχτεί σωστό υπό την αμερικανική προστασία, τώρα φαίνεται σαν (να είναι) πρόσκομμα». Δεν παραλείπει να σημειώσει όμως πως «χωρίς την Γερμανία δεν θα υπάρξει Ευρώπη που να μπορεί να  εκπροσωπεί τα συμφέροντά της στον 21ο αιώνα, ως παγκόσμια δύναμη».

Αυτή η προσαρμογή θα απαιτήσει, όπως υποστηρίζει, «πολύ χρόνο και θα οδηγήσει σε μεγάλα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα». Στη συνέχεια, ανατρέχοντας στις σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας, από τότε που ο ίδιος ήταν υπουργός Εξωτερικών, ο Φίσερ υποστηρίζει ότι ο δεύτερος πόλεμος εναντίον του Ιράκ το 2003, στον οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν συμμετείχαν οι Γερμανοί, «ήταν ένα ιστορικό λάθος» που μείωσε την αμερικανική ισχύ. Και ότι συνέπεια αυτού του λάθους ήταν αφενός η ισχυροποίηση του Ιράν, ο πόλεμος στην Συρία και η ίδρυση του Ισλαμικού Χαλιφάτου, και αφετέρου η εμφάνιση του «φαινομένου Τραμπ» και η δημιουργία «για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία μιας πλειοψηφίας υπέρ του απομονωτισμού».

Για τον Φίσερ, ο Τραμπ υπήρξε «ένα βαθύ σημείο καμπής» στην παγκόσμια ιστορία, καθώς ο ακόμα πρόεδρος των ΗΠΑ «αμφισβήτησε ουσιαστικά το Δυτικό Projekt, όπως αυτό ξεκίνησε το 1941 από τους Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ. Ακριβώς όπως και ο παγκόσμιος ηγετικός ρόλος των ΗΠΑ». Διαπιστώνει ακόμη ότι μετά το 1989 και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, «η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων μετά το διάλειμμα το 1989 δεν επανεξετάστηκε ούτε μεταρρυθμίστηκε».

Η ισχύς της Δύσης «έφτανε μέχρι το σημείο της επέκτασης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ προς τα ανατολικά, και μέχρι εκεί». Η αναπάντεχη για τους ενωμένους πλέον Γερμανούς πρόταση του προέδρου Τζορτζ Μπους το 1991 προς τον Χέλμουτ Κολ για μια «partnership in leadership» ΗΠΑ και Γερμανίας ήταν για το Βερολίνο «ανέφικτη», λόγω της εμπειρίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Κίνα κυρίαρχος παράγοντας

Ακόμη και σήμερα όμως, παρά τις καλές σχέσεις με τη διακυβέρνηση Ομπάμα, «ένας διατλαντικός διάλογος για το πόσο γρήγορα αλλάζει ο κόσμος δεν έχει επιτευχθεί». Ο Φίσερ ξεκαθαρίζει ότι ακόμη και σήμερα η Γερμανία δεν είναι σε θέση για μια τέτοια «ισότιμη σχέση», σε αντίθεση όμως με την Ευρώπη. Κι αυτό γιατί «η Γερμανία δεν έχει εθνική προοπτική», γεγονός που μπορεί να το δει όποιος γνωρίζει «τις δυνατότητές της, την εσωτερική της κατάσταση και την ιστορία της», κάτι που παρεμπιπτόντως «γνώριζε και ο Αντενάουερ».

Αναφορικά με το φλέγον ζήτημα της Κίνας, ο Φίσερ εκτιμά ότι αυτή η μεγάλη χώρα της Άπω Ανατολής «θα είναι ο κυρίαρχος παράγοντας στη διατλαντική σχέση, επειδή τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ευρώπης είναι διαφορετικά και επειδή η άνοδος της Κίνας θα καθορίσει τον 21ο αιώνα». Αφού πρώτα συνιστά τους Δυτικούς να βρουν «κοινά μονοπάτια ή τουλάχιστον να προσδιοριστούν μεσαφήνεια οι (διατλαντικές) διαφορές», δηλώνει ότι «αυτή τη στιγμή η στρατηγική των ΗΠΑ δεν τον πείθει για κάτι τέτοιο» και πως «σε κάθε περίπτωση, η Κίνα δεν μπορεί να απομονωθεί», καθώς «είναι πολύ μεγάλη και πολύ σημαντική».

Αν και επισημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση η Ευρώπη «πρέπει η ίδια να κάνει περισσότερα για την ασφάλειά της», ο Φίσερ δεν βλέπει με τα σημερινά δεδομένα την ΕΕ να γίνεται «παγκόσμια δύναμη» και συνιστά «προς το παρόν αυτό να το αφήσει στις πραγματικές παγκόσμιες δυνάμεις». Σε αυτό το σημείο της συνέντευξης ο Φίσερ αναφέρεται όμως και σε κάτι που μας αφορά άμεσα: «Τα Βαλκάνια, η Τουρκία, η Μεσόγειος, η Μέση Ανατολή, η Βόρεια και η Δυτική Αφρική, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας αυτά θα είναι τα ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ευρωπαϊκά».

Μάχη για ψηφιακή κυριαρχία

Όπως σημειώνει, «οι ΗΠΑ δεν θα είναι πλέον έτοιμες να δρουν προκαταβολικά, κάτι που το κατέστησε σαφές ο Τραμπ και θα τηρήσει και ο Μπάιντεν». Επικεντρώνοντας στο τέλος τα λεγόμενά του στις διατλαντικές διαφορές ο Φίσερ θεωρεί ότι τόσο ο αγωγός Nord Stream 2, όσο και τα υψηλά εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας, πρέπει να τα δουν οι Αμερικανοί «ως αναμφισβήτητο» εθνικό δικαίωμα που συναντάται διεθνώς στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων.

Εδώ, πιστεύει ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να κάνουν μία υποχώρηση με αντάλλαγμα την στήριξη των Ευρωπαίων στα μεγάλα ζητήματα που σχετίζονται με την Κίνα. Εκτός από αυτές τις διαφορές, υπάρχει όμως απόκλιση συμφερόντων και σε θέματα τεχνολογίας, καθώς «η Ευρώπη είναι μια πολύ μεγάλη αγορά για αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας», αλλά «ταυτόχρονα, οι Ευρωπαίοι θέλουν να επιτύχουν την ψηφιακή κυριαρχία».

Στο πλαίσιο αυτό ο Φίσερ βλέπει «μεγάλες πιθανότητες σύγκρουσης» που πρέπει όμως «να εκμηδενιστούν». Εν κατακλείδι, το βασικό κι ακόμα αναπάντητο ερώτημα για τον Φίσερ είναι αν οι Ευρωπαίοι «μπορούν να απελευθερωθούν χωρίς συγκρούσεις από την πατερναλιστική σχέση εξάρτησής τους από τις ΗΠΑ και αν αυτές είναι έτοιμες αυτό να το αποδεχτούν». Αν είναι σε θέση δηλαδή να αναπτύξουν μια «ενήλικη σχέση», επί ίσοις όροις. Μόνο αν απαντηθεί αυτό, και μόνο τότε μπορούν οι διατλαντικές σχέσεις του 21ου αιώνα να τεθούν σε νέα βάση μπροστά στην μεγάλη κινέζικη πρόκληση.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι