Νεοοθωμανισμός ή ενός Ερντογάν αρχή
17/07/2020«Η δημοκρατία είναι σαν το τραμ. Το οδηγείς στη στάση που θέλεις και μετά απλά κατεβαίνεις». Αυτή η δήλωση ανήκει στον Ταγίπ Ερντογάν, όταν τελούσε δήμαρχος Κωνσταντινούπολης προ εικοσαετίας. Καταδεικνύει τη συνειδητή στρατηγική που σφυρηλάτησε τεχνηέντως, εργαλειοποιώντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, με στόχο την αναβίωση του νεοθωμανισμού και την ισλαμοποίηση της σύγχρονης Τουρκίας. Θύμα της συγκεκριμένης εργαλειοποίησης είναι η ίδια η δημοκρατία στην Τουρκία, καθώς ο Ερντογάν έχει προ πολλού κατέβει από το “δημοκρατικό τραμ”.
Η φίμωση του Τύπου και των δημοσιογράφων, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την σύλληψη, φυλάκιση και τη δήμευση περιουσιών, χιλιάδων φερόμενων υποστηρικτών του κινήματος Νουρτζού του ιμάμη Γκιουλέν, αντιφρονούντων, ακόμα και βουλευτών που ανήκουν σε αντιπολιτευόμενα πολιτικά κόμματα, συνθέτουν το παζλ της αυταρχικής τουρκοϊσλαμικής διακυβέρνησης.
Η Τουρκία κατέχει την 154η θέση, εκ του συνόλου 180 χωρών στον παγκόσμιο δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, καθώς περισσότεροι από 120 δημοσιογράφοι κρατούνται στις τουρκικές φυλακές. Την ίδια στιγμή, εκτιμάται ότι η τουρκική κυβέρνηση ελέγχει περίπου το 95% των μέσων ενημέρωσης.
Σε μία οργανωμένη προσπάθεια μάλιστα να παταχθεί και η τελευταία φωνή ελευθεροτυπίας, το τουρκικό κοινοβούλιο ανακοίνωσε (στις 6 Ιουλίου του τρέχοντος έτους) τη συζήτηση και ψήφιση νέας νομοθεσίας, που θα επιτρέπει τον κυβερνητικό έλεγχο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αφορμή στάθηκε ένα άρθρο γνώμης, που αναπαράχθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το οποίο ασκούσε κριτική στην κόρη του Τούρκου προέδρου Εσρά και τον σύζυγο της Μπεράτ Αλ-Μπαϊράκ, που εκτελεί χρέη υπουργού Οικονομικών.
Φίμωση των social media
Με την νέα νομοθεσία, ο κυβερνητικός έλεγχος θα ασκείται μέσω της δυνατότητας που θα παρέχεται στην Τουρκική Αρχή Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Τεχνολογιών (ΒΤΚ) να μπλοκάρει τα WhatsApp, Telegram, Facebook, Twitter και Netflix. Επίσης, θα απαιτείται από τις εταιρίες κοινωνικής δικτύωσης να αποθηκεύουν τις πληροφορίες χρήστη και να έχουν εκπροσώπηση στην Τουρκία.
Ο κυβερνητικό έλεγχος πηγαίνει όμως ακόμα παραπέρα. Η νέα νομοθεσία θα εξουσιοδοτεί την Τουρκική Αρχή Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Τεχνολογιών, αλλά και την χωροφυλακή, να επιθεωρούν ιστότοπους στα γραφεία που θα διατηρούν οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης στην Τουρκία. Η Τουρκική Αρχή Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Τεχνολογιών θα μπορεί επίσης να επιβάλει πρόστιμα σε εταιρείες που δεν θα αφαιρούν δημοσιευμένο υλικό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και για το οποίο θα έχουν προηγουμένως λάβει σχετική ειδοποίηση (είτε από την Τουρκική Αρχή, είτε από αιτήματα χρηστών).
Οι προβλέψεις της επικείμενης τουρκικής νομοθεσίας για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν έρχονται ως κεραυνός εν αιθρία. Να επισημάνουμε πως, ήδη από το 2016, η Τουρκία είχε μπλοκάρει την πρόσβαση στη Wikipedia και έχει κλείσει περίπου 170 μέσα ενημέρωσης, μεταξύ των οποίων και σχεδόν το σύνολο των μέσων στην κουρδική γλώσσα, υπονομεύοντας την ύπαρξη ελεύθερης και πολυφωνικής ενημέρωσης. Η σταδιακή κατάλυση κάθε δημοκρατικού καθεστώτος, όπως εν προκειμένω συμβαίνει στην Τουρκία, συντελείται μέσω του ελέγχου της ελευθεροτυπίας, της ελευθερίας του λόγου και της επιβολής λογοκρισίας, ως μέσο απαγόρευσης ιδεών και αντιλήψεων σε έντυπες εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές.
Σε μία ιδιάζουσα κατάσταση, η Τουρκία οδεύει με γοργά βήματα στον κατήφορο της ελευθερίας του Τύπου, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει ένα δημοκρατικό θεσμό (εν προκειμένω το τουρκικό κοινοβούλιο), ώστε να νομιμοποιήσει την φίμωση της ελευθερίας της έκφρασης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταστρατηγώντας με αυτό τον τρόπο την ίδια τη δημοκρατία.
Μαζικές καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Με όχημα τον θεσμό του κοινοβουλίου άλλωστε, ο Ερντογάν έχει νομιμοποιήσει τις διώξεις βουλευτών της αντιπολίτευσης, με προεξέχουσα την αντισυνταγματική άρση της ασυλίας 55 εκ των 59 βουλευτών του φιλοκουρδικού κόμματος HDP (Halkların Demokratik Partisi) το 2016, που οδήγησε στην φυλάκιση μέχρι και σήμερα του πρώην αρχηγού του κόμματος, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, με την κατηγορία της τρομοκρατίας.
Οι διώξεις πολιτικών αντιπάλων βαίνουν αμείωτες, όπως φαίνεται στην απόφαση του τουρκικού κοινοβουλίου στις 4 Ιουνίου του τρέχοντος έτους, έπειτα από πρωτοβουλία του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) να άρει την ασυλία του βουλευτή Ενίς Μπερμπέρογλου (που ανήκει στο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα CHP, με την κατηγορία της κατασκοπίας) και των βουλευτών Λεϊλά Γκιουβέν και Μούσα Φαρισόλεντε (που ανήκουν στο φιλοκουρδικό κόμμα), με την κατηγορία της τρομοκρατίας.
Την άρση της ασυλίας ακολούθησε η σύλληψη από την αστυνομία και η κράτηση στις τουρκικές φυλακές των τριών βουλευτών της αντιπολίτευσης. Εξάλλου η τουρκική εθνοσυνέλευση, με την συνταγματική τροποποίηση την οποία ψήφισε το 2016 στην επαύριον του αποτυχημένου πραξικοπήματος, έχει αναστείλει το άρθρο 83 του συντάγματος περί κοινοβουλευτικού απαραβίαστου, δίνοντας έναν μανδύα νομιμότητας στην άσκηση διώξεων και τη φυλάκιση βουλευτών, δηλαδή στην καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Από το 2016 και εντεύθεν, με πρόσχημα την πάταξη του δικτύου Γκιουλέν, έχουν διωχθεί περίπου 150 χιλιάδες στρατιωτικοί, ακαδημαϊκοί, ιατροί και κρατικοί λειτουργοί (όπως δικαστές και εισαγγελείς) και εξ αυτών, το ένα τρίτο περίπου κρατείται στις τουρκικές φυλακές (εν αναμονή της εκάστοτε δίκης για τη φερόμενη διασύνδεση τους με το κίνημα Γκιουλέν).
Η απόλυση περισσότερων από τεσσάρων χιλιάδων δικαστών και εισαγγελέων, σε συνδυασμό με τις συλλήψεις δικηγόρων που επιθυμούν να προσφέρουν υπηρεσίες υπεράσπισης στους ανωτέρω διωκόμενους, υπονομεύει τόσο το ανθρώπινο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όσο και την αμεροληψία του δικαστικού σώματος. Η υπονόμευση του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανόμενων και των πολιτικών δικαιωμάτων, βαίνει αυξανόμενη κατά τρόπο που ταρακουνάει συθέμελα τα εναπομείναντα ίχνη δημοκρατίας στην γειτονική Τουρκία.
Ο νεοοθωμανισμός αποδομεί τον Ατατούρκ
Η αλλοίωση της (δυτικής) φυσιογνωμίας της Τουρκίας συντελείται μεθοδικά με την προώθηση μίας νεοοθωμανικής και ισλαμικής ατζέντας από τη διακυβέρνηση Ερντογάν. Η νεοοθωμανική διάσταση της ατζέντας του Τούρκου προέδρου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Στοχεύει στην ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγετική-περιφερειακή δύναμη στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, με την ανασύσταση των ορίων επιρροής και του ζωτικού χώρου της πάλαι ποτέ Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η ισλαμική ατζέντα αποσκοπεί στην αποκαθήλωση της κοσμικής κληρονομιάς του Κεμάλ Ατατούρκ (αλλά και του κεμαλισμού γενικότερα) και στην οικοδόμηση ενός ισλαμικού προφίλ στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας. Για το μεν εξωτερικό, η ισλαμική οικοδόμηση συντελείται μεθοδικά με τη δημιουργία στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών μίας νέας τάξης μη-κεμαλιστών πρέσβεων, οι οποίοι επελέγησαν στη βάση των ισλαμικών-οθωμανικών τους προσόντων, καθώς και μίας παράλληλης επετηρίδας ειδικών για προξενικά θέματα, με επίκεντρο τα μειονοτικά και θρησκευτικά ζητήματα.
Για το δε εσωτερικό, η ισλαμοποίηση της Τουρκίας συνιστά μία εξελικτική διαδικασία, με πιο εμβληματική την άρση της απαγόρευσης χρήσης της ισλαμικής μαντίλας στα πανεπιστήμια που ίσχυε από το 1989 (στην βάση της συνταγματικής τροποποίησης που ψηφίστηκε στο τουρκικό κοινοβούλιο το 2008). Ο πρόεδρος Ερντογάν επιδιώκει την κατάλυση του κοσμικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους που θεμελίωσε ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Κοσμικό κράτος που εκφράζεται διαχρονικά -μεταξύ άλλων- με την κατάργηση του χαλιφάτου το 1924, τον διαχωρισμό θρησκευτικών και κοσμικών ζητημάτων και την υιοθέτηση της αργίας της Κυριακής. 97 χρόνια μετά, ο Τούρκος πρόεδρος στρέφεται εναντίον του Ατατούρκ, αμφισβητώντας ευθέως και τη συνθήκη της Λωζάνης, που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας.
Προδήλως, ο Ερντογάν αναμετράται με την ιστορία και τον Κεμάλ Ατατούρκ! Φιλοδοξεί το 2023, που θα συμπληρωθούν 100 χρόνια από την ίδρυση της νεότερης Τουρκίας, να καταστήσει εαυτόν κυρίαρχο ηγέτη, τόσο στην χώρα του, όσο και τον αραβο-ισλαμικό κόσμο. Πρόκειται για ηγεμονικές φιλοδοξίες, οι οποίες ενίοτε διαψεύδουν αυτούς που τις οραματίζονται!