Ο αντικινεζικός χείμαρρος και οι “λύκοι-πολεμιστές” του Πεκίνου

Ο αντικινεζικός χείμαρρος και οι "λύκοι-πολεμιστές" του Πεκίνου, Αλέξανδρος Μουτζουρίδης

Εκνευρισμός επικρατεί στο Πεκίνο λόγω των αλλεπάλληλων κατηγοριών από την αμερικανική κυβέρνηση για τους κινεζικούς χειρισμούς της πανδημίας. Διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, οι ΗΠΑ ρίχνουν ευθέως την ευθύνη για τον κορωνοϊό στην Κίνα, την οποία κατηγορούν και για απόκρυψη στοιχείων. Η εντατικοποίηση της αντικινεζικής ρητορικής από το αμερικανικό μιντιακό σύστημα και η στάση του Λευκού Οίκου ρίχνουν λάδι στη φωτιά των τεταμένων σχέσεων Ουάσιγκτον-Πεκίνου.

Και οι Κινέζοι δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν, πια, τίποτε αναπάντητο. Μόνο τις τελευταίες ημέρες, στα “ραπίσματα” από τη Δύση προστέθηκε το δημοσίευμα του περιοδικού Foreign Policy, περί απόρρητης βάσης δεδομένων για την επιδημία στη Γουχάν, καθώς και η προειδοποίηση από το FBI και τις υπηρεσίες ασφαλείας ότι Κινέζοι χάκερς προσπαθούν να υποκλέψουν αμερικανικές έρευνες για το εμβόλιο.

Ακολούθησε η δήλωση Τραμπ ότι θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διακόψει την «καλή σχέση» που ισχυρίζεται ότι έχει με τον Κινέζο ομόλογό του και εξίσου επιθετικές τοποθετήσεις από Ρεπουμπλικάνους, όπως ο γερουσιαστής Τομ Τίλις, ο οποίος σε άρθρο του στο Fox έγραψε ότι για τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς από Covid-19 φταίει το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Εν όψει αυτού του χειμάρρου κατηγοριών, οι Κινέζοι πραγματοποιούν τη δική τους καμπάνια, διαψεύδοντας φυσικά τους Δυτικούς και κυρίως τους αμερικανικούς ισχυρισμούς. Έχουν υιοθετήσει πιο εξωστρεφή και επιθετική δημόσια διπλωματία, η οποία εκτυλίσσεται εδώ και κάποιες εβδομάδες με σκοπό να εξισορροπήσει την ασφυκτική πίεση που δέχονται κυρίως από την Ουάσιγκτον.

Οι “Λύκοι Πολεμιστές”

Η “ανάγνωση” της κινεζικής αντίδρασης από τη Δύση και δη από τα αμερικανικά think tank και Μέσα Ενημέρωσης, είναι ότι πρόκειται για μια πολιτική που εμπεριέχει στοιχεία εκφοβισμού. Πολιτική που έχουν αναλάβει να ασκήσουν οι λεγόμενοι “Λύκοι Πολεμιστές” (Wolf Warriors), όπως ονομάζονται τα στελέχη της κινεζικής διπλωματίας ανά τον κόσμο, με αφορμή μια ομώνυμη δημοφιλή κινεζική ταινία.

Πρόκειται για τη νέα “φουρνιά” διπλωματών της Κίνας, που ανέλαβαν καθήκοντα τα τελευταία τρία χρόνια, και οι οποίοι επεδίωξαν να εγκαταλείψουν τη μειλίχια, καθωσπρέπει ρητορική, στην οποία επιδίδονταν το προηγούμενο διάστημα, και να γίνουν αυστηρότεροι, ιδίως στις τοποθετήσεις τους σε ΜΜΕ και social media. «Η λογική, πλέον, είναι να ωθούν τους συνομιλητές να σέβονται τα κινεζικά συμφέροντα, καθώς η συνεργατικότητα θεωρείται όλο και λιγότερο αποτελεσματική», ανέφερε στους Financial Times ο Ζάο Τονγκ από τη δεξαμενή σκέψης Carnegie-Tsingua του Πεκίνου.

«Κυριαρχεί το σκεπτικό ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί πλήρως η εχθρότητα από τις ΗΠΑ». Μάλιστα, η εφημερίδα ανέφερε ότι ακόμα και Γερμανοί διπλωμάτες… διαμαρτύρονται ότι οι Κινέζοι συνάδελφοί τους «μας μιλούν με τόνο που παλιά θα χρησιμοποιούσαν για χώρες που θεωρούσαν μικρές ή αδύναμες»! Πάντως, ορισμένοι από τους συμβούλους του κρατικού συμβουλίου εξωτερικής πολιτικής της Κίνας, όπως ο Σι Γινχόνγκ, επισημαίνουν ότι η όποια ένταση στους διπλωματικούς τόνους δεν πρέπει να αυξηθεί βιαστικά και απότομα, ώστε να μην πετύχει το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η αμερικανική ρητορική

Αν υποθέσουμε ότι οι εκτιμήσεις των Αμερικανών πολιτικών αναλυτών είναι σωστές, και πράγματι το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών έχει εξαπολύσει τους “λύκους” του, αυτό δεν μπορεί να οφείλεται απλά και μόνο στη φιλοδοξία του Πεκίνου –ή του ίδιου του Σι Τζινπίνγκ– να διεκδικήσει κεντρικότερο ρόλο στη διεθνή σκηνή. Η κυβέρνηση Τραμπ και οι σύμμαχοί της στην Ευρώπη και αλλού ανέβασαν τους τόνους σχεδόν από την πρώτη στιγμή που ο κορωνοϊός έφτασε στη Δύση, ενώ εξακολουθεί να μαίνεται ένας πόλεμος εμπρηστικών δηλώσεων για μια πληθώρα θεμάτων.

Από τη γνωστή υπόθεση της εμπλοκής του επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Τέντρος Γκεμπρεγιέσους, ως τη Huawei και το δίκτυο 5G και από τις εξελίξεις στη Νότια Κινεζική Θάλασσα ως τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, η αμερικανική κυβέρνηση επικρίνει συστηματικά την Κίνα. Άλλωστε, οι επικλήσεις στο αυταρχικό καθεστώς της “βολεύουν” ιδιαίτερα ως καύσιμο επικοινωνιακής έντασης, ιδίως για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος βρίσκεται στη μέγγενη μιας προεκλογικής περιόδου εν μέσω οικονομικής κατάρρευσης.

Επίσης, η διπλωματία των ΗΠΑ σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την Κίνα δεν είναι λιγότερο επιθετική. Ήταν ενδεικτική η αποκάλυψη στη Βρετανία ότι οι Αμερικανοί πιέζουν ασφυκτικά το Λονδίνο κατά τις διαπραγματεύσεις τους για το διμερές εμπόριο. “Διαλέξτε: Ή εμάς ή την Κίνα”, είναι λίγο-πολύ η στάση που τηρούν οι ΗΠΑ, επιμένοντας να υπάρχει ρήτρα στη συμφωνία που θα επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να αποσυρθεί από μέρη της συμφωνίας, αν οι Βρετανοί συνάψουν εμπορική συμφωνία με χώρα που δεν εγκρίνουν οι Αμερικανοί. Αυτή η χώρα δεν είναι άλλη από την Κίνα, κι ας μην αναφέρεται ρητά, είναι η εκτίμηση της Ντάουνινγκ Στριτ.

Είναι προφανές, όμως, ότι η αμερικανική ρητορική εναντίον του Πεκίνου δεν εκπορεύεται ούτε μόνο από τις ανάγκες δαιμονοποίησης για εσωτερική κατανάλωση, ούτε καν από την εμπεδωμένη οικονομική αντιπαλότητα. Η Κίνα χαρακτηρίζεται τόσο από τις εκθέσεις του Πενταγώνου όσο και της ερευνητικής υπηρεσίας του Κογκρέσου ως εν δυνάμει απειλή για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ.

Αχρείαστη η συζήτηση περί Ψυχρού Πολέμου

Τόσο οι αλληλοκατηγορίες όσο και οι κινήσεις ΗΠΑ-Κίνας στο διπλωματικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο θυμίζουν μια συγκρουσιακή σχέση ολοένα και πιο κοντά στο διπολισμό της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Τουλάχιστον, αυτή την άποψη υιοθετούν πολλές επικεφαλίδες δημοσιευμάτων στον αμερικανικό Τύπο, προκαλώντας, όμως, αρκετές διαφωνίες. Για παράδειγμα, ο Ρίτσαρντ Χάας, πρόεδρος του αμερικανικού think tank CFR, έγραψε ότι θα ήταν «στρατηγικό λάθος» να χαραχθεί η αμερικανική εξωτερική πολιτική με άξονα την «αντιμετώπιση της Κίνας. Αντανακλά μια παρωχημένη λογική που βλέπει τις σχέσεις με άλλες μεγάλες δυνάμεις ως πρωταρχική πρόκληση».

Να θυμίσουμε ότι αυτή η “παρωχημένη” λογική συμπεριλαμβάνει αναγκαστικά έναν εξοπλιστικό αγώνα. Και δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένα από τα “γεράκια” που ζητούν περαιτέρω σκλήρυνση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα, συνδέονται με την αμερικανική οπλοβιομηχανία. Για παράδειγμα, οι Έλμπριτζ Κόλμπι και Ουές Μίτσελ, που συνυπέγραψαν σχετικό άρθρο στη Wall Street Journal, εργάζονται για οργανισμούς που είτε συνδέονται με τον κλάδο της άμυνας είτε χρηματοδοτούνται από εταιρείες όπως η Lockheed Martin και η Raytheon.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι