Ο εναγκαλισμός Τραμπ-Μόντι – Η αμερικανική διείσδυση στην Ινδία
23/06/2020Σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση, ο Ινδός ερευνητής Μπιμ Μπουρτέλ του Πανεπιστημίου Tribhuvan του Νεπάλ, μας πληροφορεί ότι ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι «βασίζεται ιδιαίτερα στον υπουργό Εξωτερικών του, Subrahmanyam Jaishankar, ο οποίος πιστεύει ακράδαντα ότι μια συμμαχία με τις ΗΠΑ μπορεί να εκπληρώσει τα στρατηγικά συμφέροντα της Ινδίας». Την εκδοχή του Μόντι για το ποια είναι αυτά τα συμφέροντα, τα περιέγραψε κατά τις εκλογές του 2019, όταν δεσμεύθηκε να “πάρει πίσω” το υπό πακιστανικό έλεγχο Κασμίρ.
Χρησιμοποίησε τα “εθνικά θέματα” για να εδραιώσει την απήχησή του, και κατά τον Μπουρτέλ, επεδίωξε να τη “ντύσει” με τη λάμψη των διεθνών δημοσίων σχέσεων, με διάφορες μεγάλες εκδηλώσεις, όπως αυτή που ονομάστηκε “Howdy Modi!” (=τι χαμπάρια, Μόντι;) το Σεπτέμβριο του 2019 στο Τέξας. H συμμετοχή του Τραμπ στην εκδήλωση, όπως και η επίσκεψή του στην Ινδία και οι εναγκαλισμοί του με τον Μόντι τον περασμένο Φεβρουάριο, «δεν ήταν τσάμπα», όπως θα δούμε παρακάτω.
Η κυβέρνηση Μόντι δέχεται έντονες πιέσεις για στρατιωτική απάντηση και κλιμάκωση μετά τα επεισόδια στο Λαντάχ, όταν Κινέζοι επιτέθηκαν με πέτρες σε Ινδούς στρατιώτες. Κάτι τέτοιο θα ήταν δίκοπο μαχαίρι για το Νέο Δελχί. Από τη μια μεριά, έχει συστηματικά καλλιεργήσει την εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι η Ινδία είναι “ίση” με την Κίνα, από την άλλη υπολείπεται των στρατιωτικών και επιχειρησιακών δυνατοτήτων για να τα βάλει μαζί της.
Ήταν ο υπουργός Εσωτερικών του Μόντι, Αμίτ Σαχ, που φώναζε στη Βουλή πως η Ινδία θα πάρει πίσω το υπό κινεζικό έλεγχο, σήμερα, Aksai Chin. Ενδεχομένως, εδώ, να υπάρχουν ψήγματα αλήθειας στην κινεζική προπαγάνδα ότι ορισμένα “γεράκια” στο Νέο Δελχί χειραγωγούν πρόσωπα και καταστάσεις εναντίον της Κίνας. Οι New York Times ανέφεραν, ενδεικτικά, ότι ο Σαμίρ Σαράν, πρόεδρος του πασίγνωστου ερευνητικού ιδρύματος Observer Research Foundation στην Ινδία και έμπιστος του Μόντι, τάσσεται υπέρ της κλιμάκωσης: «Η Ινδία ίσως θα πρέπει να προετοιμαστεί για μια σειρά περιορισμένων αψιμαχιών έως περιστασιακές συγκρούσεις. Ίσως αυτή είναι η νέα κανονικότητα στην περιοχή μας».
Αυτό που παρέλειψε, βέβαια, να αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα είναι ότι το ίδρυμα ORF έχει χρηματοδοτηθεί κατά καιρούς, μεταξύ άλλων, από φορείς της βρετανικής κυβέρνησης, εταιρείες όπως η Microsoft, η Google και η Apple, από ειδικά κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ίδρυμα Bill & Melinda Gates, ενώ έχει λάβει και δωρεές από τον οργανισμό Στρατηγικής Συνεργασίας ΗΠΑ-Ινδίας (USISPF).
Πολιτική ευθυγράμμιση
Το Νέο Δελχί δεν ακολουθεί τυχαία την αμερικανική πολιτική σε μια σειρά από τομείς ή εν πάση περιπτώσει φαίνεται να διευκολύνει τις επιδιώξεις της Ουάσιγκτον. Ήδη, το 2018 προηγήθηκε η ένταξη της Ινδίας στη λεγόμενη “ομάδα των τεσσάρων”, ονόματι “The Quad”, όπου συμμετέχουν οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Αυστραλία και δρομολογείται η συμμετοχή κι άλλων κρατών της νοτιοανατολικής Ασίας.
Προσφάτως ο Ντόναλντ Τραμπ γνωστοποίησε τις προθέσεις του ότι προτίθεται να προσκαλέσει την Ινδία να συμμετάσχει στους G7, μεταξύ άλλων υποψήφιων μελών. Αλλά το κυριότερο είναι ότι η αμερικανική κυβέρνηση σχεδιάζει οικονομική διείσδυση μέσω επενδύσεων σε υποδομές, ενέργεια και τεχνολογία στις χώρες της περιοχής μέσα από τον αμερικανικό, κρατικό οργανισμό χρηματοδότησης DFC (International Development Finance Corporation).
Το USISPF που αναφέραμε παραπάνω έχει στόχο να διευκολύνει τη συνεργασία, ακόμα και στον αμυντικό τομέα. Όπως είναι γνωστό, έχει ανακοινωθεί η αγορά ελικοπτέρων Apache και ΜΗ-60, αξίας 3 δισ. δολαρίων, ενώ εξετάζεται η ενοικίαση (λίζινγκ) στρατιωτικού εξοπλισμού. Ταυτόχρονα, οι Αμερικανοί προσδοκούν να αυξηθούν οι ενεργειακές εξαγωγές προς την Ινδία, με απώτερο στόχο να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ προς τη χώρα.
Το εμπόριο ΗΠΑ-Ινδίας, άλλωστε, αυξάνεται κάθε χρόνο σημαντικά και μέχρι πρότινος εκτιμάτο ότι θα φτάσει τα 238 δισ. δολάρια το 2025, από 143 δισ. που είναι σήμερα. Στα “σκαριά” βρίσκεται και συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, η οποία θα αποτελούσε σημαντικό πολιτικό επίτευγμα για τον Τραμπ εν όψει των αμερικανικών εκλογών, αφού θα επέτρεπε τη φθηνότερη (χωρίς δασμούς) διοχέτευση αμερικανικών αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων στην ινδική αγορά.
Κατόπιν αυτών, παραμένει άγνωστο αν αυτή η σύσφιξη των σινοαμερικανικών σχέσεων είναι αρκετή για να στηρίξει η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ, τον Μόντι, στα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την Κίνα. Η στάση των Αμερικανών μετά τα επεισόδια στο Λαντάχ ήταν υποστηρικτική, παρόλα αυτά, «σε έναν πόλεμο με την Κίνα, δεν θα τη βοηθήσει κανείς», σχολίασε ο Ινδός ερευνητής Μπουρτέλ.
Το λάθος του Μόντι
Σε αντάλλαγμα για όλα τα παραπάνω, ενδεχομένως το επιτελείο του Μόντι να ελπίζει ότι η Ινδία θα επωφεληθεί σε μια αναδιάταξη των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, στον απόηχο της πανδημίας και της πολεμικής ρητορικής της Δύσης έναντι της εξάρτησης από τα κινεζικά εργοστάσια. Την πεποίθηση αυτή έχουν ενθαρρύνει οι ίδιοι οι Δυτικοί.
Είναι ενδεικτικά τα όσα επισημαίνει η έκθεση του ινστιτούτου Hudson (αμερικανική “δεξαμενή σκέψη”), που δημοσιεύθηκε το Μάιο, με τίτλο “A Global Survey of US-China Competition in the Coronavirus Era”: «Η Ινδία, ως η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου, θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ως πιο ασφαλής βάση τροφοδοσίας, σε σχέση με την Κίνα […] Η ιαπωνική κυβέρνηση, πχ., φέρεται να προσφέρει οικονομικά κίνητρα για τις επιχειρήσεις της να μεταφερθούν από την Κίνα. Παρόλο που υπάρχουν πολλές επιλογές στην Ασία, Δυτικές και Ιαπωνικές εταιρείες ίσως θελήσουν να εξετάσουν τα στρατηγικά οφέλη της Ινδίας».
Μέχρι στιγμής, πάντως, μας πληροφορεί ο Μπουρτέλ, από τότε που ξεκίνησε ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, το 2018, «μόλις το 5% των εταιρειών έχει μετακομίσει στην Ινδία», αλλά «ακόμα κι αν μετακομίσει, δεν υπάρχει εγγύηση για την οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας, λόγω της αβέβαιης αύξησης της διεθνούς ζήτησης για αγαθά τα επόμενα χρόνια».
Σε αυτό το πλαίσιο, φαντάζει δικαιολογημένη η προειδοποίηση ακόμα και του αμερικανόφιλου και βρετανοτραφή Ινδού οικονομολόγου, Swaminathan S. Anklesaria Aiyar. Ο γνωστός οικονομολόγος και ερευνητής του αμερικανικού ινστιτούτου Cato τάσσεται υπέρ της συμμαχίας με τις ΗΠΑ, αλλά θεωρεί ότι οι “κραυγές” στα ΜΜΕ περί αποσύνδεσης της Ινδίας από την Κίνα, οικονομικής και πολιτικής, οδηγούν σε «οικονομική και στρατιωτική αυτοκτονία».
Όχι μόνο θα ήταν λάθος εκ μέρος του Μόντι να απαντήσει στρατιωτικά, όπως ο Νεχρού το 1962, αλλά αν θέλει αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων δεν μπορεί να εξετάζει θετικά εισηγήσεις για μποϊκοτάζ στα κινεζικά προϊόντα – ήδη κινείται προς την κατεύθυνση της απαγόρευσης χρήσης κινεζικού εξοπλισμού στο δίκτυο 4G. Αντ’ αυτού, θα έπρεπε να επιδιώκει περαιτέρω την οικονομική συνεργασία με την Κίνα και να τη χρησιμοποιήσει ως διπλωματικό “χαρτί”. Μπορεί λοιπόν ο αντικινεζικός “ενθουσιασμός” του Ινδού πρωθυπουργού να ενθαρρύνεται από τη Δύση, αλλά τα όριά του εξαρτώνται από την προσωπική του φιλοδοξία.