Οι πληγές που άφησε ο αμερικανικός πόλεμος κατά της τρομοκρατίας
12/09/2021Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας που κήρυξαν οι Αμερικανοί με αφορμή τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου είχε ως αποτέλεσμα μια δραματική αλλαγή στις στάσεις και τις ανησυχίες του αμερικανικού έθνους, σχετικά με την κρατική ασφάλεια και την ιδιωτική ζωή. Τα τρομοκρατικά χτυπήματα έγιναν η αφορμή για την καθιέρωση μιας νέας πολιτικής, που μετουσιώθηκε σε νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως ο νόμος USA Patriot Act, δίνοντας προτεραιότητα στην εθνική ασφάλεια, πολύ συχνά σε βάρος των πολιτικών ελευθεριών Αμερικανών και πολιτών τρίτων χωρών.
Ωστόσο, οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου δεν μετέβαλαν μόνο –προς το συντηρητικότερο– την εσωτερική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ, αλλά δρομολόγησαν επίσης καθοριστικές αλλαγές και στην εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης. Σε λιγότερο από ένα μήνα μετά τα αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Αφγανιστάν σε μια προσπάθεια να διαλύσουν την Αλ Κάιντα και να απομακρύνουν την κυβέρνηση των Ταλιμπάν που της παρείχε καταφύγιο.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2003, οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ και ανέτρεψαν τον Σαντάμ Χουσεΐν. Αν και δεν συνδεόταν άμεσα με τις τρομοκρατικές επιθέσεις, ο Χουσεΐν θεωρήθηκε ύποπτος, όπως ισχυρίστηκε ψευδώς η τότε κυβέρνηση Τζορτζ Μπους, για την παραγωγή όπλων μαζικής καταστροφής. Η εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ δημιούργησε ένα ακόμα μέτωπο στο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, που απορροφούσε όλο και περισσότερους οικονομικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό.
Οι επιπτώσεις του διμέτωπου αγώνα δεν θα αργούσαν να φανούν, καθώς η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, εξελίχθηκε στον μακροβιότερο πόλεμο στην ιστορία τους. Είκοσι χρόνια πολέμησαν για να καταλήξουν ξανά στο σημείο αφετηρίας του πολέμου, δηλαδή την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία. Η ίδια περίπου κατάσταση επικράτησε και στο Ιράκ.
Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας
Τον Δεκέμβριο του 2011, τα εναπομείναντα αμερικανικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από τη χώρα, αφήνοντας το ιρακινό έθνος σε πολύ πιο ασταθή κατάσταση από ό,τι όταν άρχισαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις το 2003. Η αποχώρηση (ή υποχώρηση καλύτερα) των Αμερικανών και η επακόλουθη πολιτική και κοινωνική αστάθεια εξέθρεψαν ισλαμιστικές εξτρεμιστικές τάσεις, που πήραν σάρκα και οστά με την εμφάνιση του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) στα εδάφη του Ιράκ και της γειτονικής Συρίας.
Οι αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ κρίθηκαν απαραίτητες για να σταματήσει η προέλαση των μαχητών του ΙΚ προς τη Βαγδάτη. Το 2002, η κυβέρνηση Μπους άνοιξε το κέντρο κράτησης (περισσότερο θυμίζει στρατόπεδο συγκέντρωσης) του Γκουαντάναμο στην Κούβα, όπου άρχισε να στέλνει υπόπτους για τρομοκρατία και διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα. Οι κρατούμενοι της συγκεκριμένης φυλακής δεν είχαν πρόσβαση σε δίκες ή νομική εκπροσώπηση, ενώ υποβλήθηκαν σε βάναυσες τεχνικές ανάκρισης (π.χ. waterboarding-εικονικός πνιγμός). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στη διεθνή εικόνα της χώρας είχαν και οι απαγωγές της CIA πολιτών τρίτων χωρών, συνήθως από χώρες της Μέσης Ανατολής.
Παρότι κατά καιρούς οι ΗΠΑ έχουν δεχτεί σφοδρή κριτική, ως προς τη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τη λειτουργία του Γκουαντάναμο, κανένας Αμερικανός πρόεδρος δεν μπόρεσε να το κλείσει. Ο Ομπάμα ήταν ο πρώτος που υποσχέθηκε να το κλείσει –και μείωσε σημαντικά τον πληθυσμό του– απέτυχε όμως να το κλείσει εντελώς. Εννοείται δε ότι επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ συνέχισε να λειτουργεί.
Οι παρακολουθήσεις στις ΗΠΑ
Ο χώρος των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ γνώρισε τεράστια ανάπτυξη μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η ανάπτυξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της κυβερνητικής εποπτείας, κυρίως μέσω ενός δαιδαλώδους, μυστικού δικτύου τηλεφωνικής και διαδικτυακής παρακολούθησης. Για το πόσο απλωμένο παγκοσμίως είναι το αμερικανικό δίχτυ παρακολούθησης και επιτήρησης, αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει τις δηλώσεις του Έντουαρντ Σνόουντεν, που υπηρετούσε μέχρι το 2013 στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Η παρακολούθηση (emails, τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, μηνύματα) αφορούσε και Αμερικανούς, που δεν είχαν καμία σχέση με την τρομοκρατία, παραβιάζοντας έτσι τη νομοθεσία περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Μια ακόμη συνέπεια των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ήταν η κατακόρυφη αύξηση των προϋπολογισμών των υπηρεσιών που σχετίζονται με την άμυνα και την ασφάλεια του αμερικανικού κράτους. Ο προϋπολογισμός της Εσωτερικής Ασφάλειας αυξήθηκε από περίπου 16 δισ. δολάρια το 2002 σε περισσότερα από 43 δισ. δολάρια το 2011.
Το ίδιο συνέβη και με τους προϋπολογισμούς των σωμάτων ασφαλείας, που υπερδιπλασιάστηκαν από το 2001. Παράλληλα, τον Νοέμβριο του 2002, ιδρύθηκε το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας με αρμοδιότητα την πρόληψη τρομοκρατικών επιθέσεων, την ασφάλεια των συνόρων, τη μετανάστευση και τα τελωνεία, καθώς και την ανακούφιση-πρόληψη φυσικών καταστροφών. Η ίδρυση του συγκεκριμένου υπουργείου, με υπερεξουσίες στο χώρο της εσωτερικής ασφάλειας, θεωρήθηκε αλλοίωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του αμερικανικού πολιτεύματος. Με άλλα λόγια, οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής θυσιάστηκαν στο βωμό της εσωτερικής ασφάλειας.
Μετανάστευση και σώματα ασφαλείας
Είναι γεγονός ότι, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου και μέχρι σήμερα, έχουν διπλασιαστεί οι απελάσεις από το έδαφος των ΗΠΑ. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, μεταξύ 1999 και 2001 γίνονταν περίπου 200.000 ετήσιες απελάσεις ετησίως. Ενώ ο αριθμός αυτός μειώθηκε ελαφρώς το 2002, άρχισε να αυξάνεται σταθερά το επόμενο έτος. Κατά τα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ομπάμα (2009-2010), οι απελάσεις σημείωσαν ρεκόρ: σχεδόν 400.000 ετησίως.
Το δε πρόγραμμα Secure Communities, το οποίο θεσπίστηκε το 2008 και καταργήθηκε επίσημα το 2014, παραχώρησε διευρυμένες εξουσίες στις αμερικανικές αρχές για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης. Βάσει αυτού, πολύ εύκολα, αλλά και αυθαίρετα, οι αρμόδιες αρχές βάπτιζαν “εγκληματίες” τους μετανάστες και τους απέλαυναν με συνοπτικές διαδικασίες.
Δραματικές υπήρξαν, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, και οι αλλαγές στις διαδικασίες ελέγχου των επιβατικών πτήσεων. Πριν, οι έλεγχοι ήταν σπάνιοι και η ιδέα ότι θα έπρεπε να περάσουν οι επιβάτες των πτήσεων από σαρωτές πλήρους σώματος ήταν κάτι που έμοιαζε εξωπραγματικό. Στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων, η ασφάλεια των αεροδρομίων υπέστη μια σειρά σημαντικών αναθεωρήσεων, ενώ πέρασε υπό κρατικό έλεγχο. Παράλληλα, οι υπηρεσίες ασφάλειας των πτήσεων πολύ συχνά παραβιάζουν τα προσωπικά δεδομένα επιβατών, κυρίως ατόμων προερχόμενων από χώρες της Μέσης Ανατολής, χάριν της ασφάλειας των πτήσεων.
Τα τελευταία 20 χρόνια, εκατομμύρια νεαροί Αμερικανοί στρατιώτες έχουν αναπτυχθεί στο εξωτερικό, χιλιάδες έχουν σκοτωθεί και πολλοί έχουν επιστρέψει στην πατρίδα τους με σωματικά και ψυχικά τραύματα. Σύμφωνα με στοιχεία των αμερικανικών υπηρεσιών υγείας, περίπου 3.100.000 Αμερικανοί εισήλθαν σε στρατιωτική υπηρεσία μεταξύ 2001 και 2011 και σχεδόν 2.000.000 αναπτύχθηκαν στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ.
Στο διάστημα αυτό, περισσότεροι από 6.000 Αμερικανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν και περίπου 44.000 τραυματίστηκαν. Από τα στελέχη του στρατού που επέστρεψαν, πάνω από το 18% έχουν διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) ή κατάθλιψη, και σχεδόν το 20% ανέφεραν ότι υποφέρουν από τις συνέπειες της τραυματικής εγκεφαλικής βλάβης (TBI).