Οκτώ μέτρα που πρέπει να λάβουν οι ΗΠΑ κατά του Ερντογάν

Οκτώ μέτρα που πρέπει να λάβουν οι ΗΠΑ κατά του Ερντογάν, Ευθύμης Τσιλιόπουλος

Από το 2002, όταν ο Ερντογάν ανήλθε στην εξουσία, μέχρι περίπου το 2016, υπήρχε έντονη συζήτηση μεταξύ αναλυτών στις ΗΠΑ: Παραμένει σύμμαχος η Άγκυρα; Με αυτό το προοίμιο ο ιστορικός και μελετητής των εξελίξεων στην Μέση Ανατολή Daniel Pipes εξηγεί στο National Interest πως η έως τότε σύμμαχος των ΗΠΑ μεταμορφώθηκε σε δυνητικό εχθρό.

Όπως τονίζει, λόγω μια κάποιας νοσταλγίας, αυτή η συζήτηση συνεχίστηκε πολύ καιρό αφότου έγινε προφανές ότι η Τουρκία δεν ήταν πλέον σύμμαχος. Αυτό το ζήτημα, ευτυχώς, έχει πλέον κλείσει. Παρά το ότι παραμένει στο ΝΑΤΟ, κανείς δεν παίρνει πλέον στα σοβαρά αυτόν τον ισχυρισμό. Άνοιξε, όμως, μια νέα συζήτηση: Είναι η εχθρότητα της Τουρκίας μια προσωρινή παρέκκλιση ή μια μακροπρόθεσμη νέα φυσιολογική κατάσταση;

Μοιάζει περισσότερο με τον Νετζμετίν Ερμπακάν που ήταν στην εξουσία το 1996-97 και τον Μοχάμεντ Μόρσι στην Αίγυπτο το 2012-13, ή περισσότερο με την Ιρανική Επανάσταση, που τώρα διανύει την πέμπτη δεκαετία; Η γνώμη στην Ουάσιγκτον είναι διχασμένη. Σε γενικές γραμμές, ο πρόεδρος, η άμυνα, το κράτος και τα επιχειρηματικά συμφέροντα υποστηρίζουν ότι αποτελεί παρέκκλιση. Περιμένουν αυτό το ατυχές διάλειμμα να τελειώσει με μια χαρούμενη επιστροφή στις παλιές καλές μέρες. Το Κογκρέσο και οι περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζουν τη μακροπρόθεσμη αλλαγή και αυτό επιχειρεί να προβάλλει ο Pipes.

Για να κατανοήσουμε την αμερικανική αμφιθυμία, πρέπει να επιστρέψουμε σε εκείνες τις καλές παλιές μέρες. Η περίοδος από την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952 έως τις εκλογές του 2002 διήρκεσε περίπου πενήντα χρόνια. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, αν και όχι χωρίς εμπόδια, ήταν απλές και καλές: οδηγούσε η Ουάσιγκτον, ακολουθούσε η Άγκυρα. Ο Pipes αναφέρεται σε μια επίσκεψη στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών τον Οκτώβριο του 1992 αναφέροντας ότι αυτό που του προκάλεσε εντύπωση ήταν η έλλειψη πρωτοβουλίας στη λήψη αποφάσεων. Αξιωματούχοι περίμεναν πάνω από το φαξ την τουρκική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον να στείλει οδηγίες για την πολιτική.

Αν και παραδέχεται ότι υπερβάλει σημειώνει ότι δεν απείχε αυτό από την πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα λειτούργησε καλά και για τις δύο πλευρές για μισό αιώνα. Η Τουρκία απολάμβανε προστασία από τη Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ μπορούσαν να βασίζονται σε έναν αξιόπιστο σύμμαχο. Δύο εξελίξεις διάβρωσαν αυτή τη σταθερότητα στη δεκαετία του 1990: η σοβιετική κατάρρευση και τα τουρκικά πολιτικά κόμματα που διολίσθησαν στη διαφθορά και την ανικανότητα.

Οι ισλαμιστές στην Τουρκία

Οι ισλαμιστές, μια μικρή δύναμη στην μετακεμαλική Τουρκία, επωφελήθηκαν από αυτές τις αλλαγές και έφτασαν για λίγο στην εξουσία το 1996–97. Ο στρατός τους απομάκρυνε χωρίς να αντιμετωπίσει τα υποκείμενα προβλήματα. Στη συνέχεια ακολούθησαν οι αλλόκοτες εκλογές του 2002. Το κόμμα του Ερντογάν ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) βγήκε από το πουθενά για να επωφεληθεί από μια ιδιαιτερότητα στο τουρκικό Σύνταγμα που καθιερώνει ένα όριο 10% για να μπει ένα κόμμα στο Κοινοβούλιο.

Μόνο δύο κόμματα ξεπέρασαν το όριο. Τα άλλα έμειναν εκτός. Αυτή η παραδοξότητα επέτρεψε στο AKP, με το ένα τρίτο των ψήφων, να ελέγχει τα δύο τρίτα του Κοινοβουλίου. Το σοκ που προέκυψε κατέστρεψε την αντιπολίτευση, η οποία παρέμεινε αποθαρρυμένη μέχρι που τελικά έφτασε στη νίκη με τις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης το 2019.

Όσον αφορά τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, το σημείο καμπής ήρθε αμέσως μετά την άνοδο του AKP στην εξουσία. Την 1η Μαρτίου 2003, το τουρκικό Κοινοβούλιο αρνήθηκε να επιτρέψει στα αμερικανικά στρατεύματα να χρησιμοποιήσουν την τουρκική επικράτεια ως βάση για την εκ βορρά εισβολή στο Ιράκ στον πόλεμο κατά του Σαντάμ Χουσεΐν. Ωστόσο, όσο εντυπωσιακή και αν ήταν μια αλλαγή μετά από μισό αιώνα συμμαχίας, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι αγνόησαν αυτήν την απόρριψη.

Οι τρεις πρόεδροι των ΗΠΑ

Ο πρόεδρος Μπους συνέχισε τις στενές σχέσεις του με τον Ερντογάν, τον οποίο βοήθησε προσωπικά να ξεπεράσει μια δικαστική απαγόρευση και να γίνει πρωθυπουργός. Ο Ομπάμα χαρακτήρισε τον Ερντογάν έναν από τους πέντε αγαπημένους ξένους ηγέτες του. Ο Τραμπ τον κολακεύει και τον καθησυχάζει. Η συνεπής φιλική στάση των τριών προέδρων καταδεικνύει την απροθυμία του Λευκού Οίκου να αναγνωρίσει τις θεμελιώδεις αλλαγές στην Τουρκία.

Ομοίως, το Υπουργείο Άμυνας προσπάθησε να διατηρήσει τις παλιές καλές μέρες, το Υπουργείο Εξωτερικών συνηγόρησε και η Boeing και άλλες εταιρείες ήθελαν να συνεχίσουν να πωλούν. Σε αυτό το πνεύμα, η αμερικανική κυβέρνηση υποτιμά ότι η Τουρκία κυβερνάται από έναν ισλαμιστή τραμπούκο που ελέγχει τον στρατό, τις υπηρεσίες πληροφοριών, την αστυνομία, το δικαστικό σώμα, τις τράπεζες, τα μέσα ενημέρωσης, τις εκλογικές επιτροπές, τα τζαμιά και το εκπαιδευτικό σύστημα.

Πέραν αυτού έχει αναπτύξει έναν ιδιωτικό στρατό, τη SADAT. Καταπατά κατά βούληση όποιον διαφωνεί δημόσια μαζί του. Για παράδειγμα, αν τολμήσετε να υπογράψετε μια ήπια αναφορά μπορεί να χαρακτηριστείτε τρομοκράτης και να καταλήξετε στη φυλακή. Καθώς η δημοτικότητα του Ερντογάν έχει μειωθεί, βασίζεται όλο και περισσότερο στην εκλογική απάτη, φυλακίζει ηγέτες της αντιπολίτευσης και έχει βάλει τα όργανα του να επιτεθούν στα γραφεία των αντίπαλων κομμάτων.

Ένα δεύτερο Ιράν

Ο Ερντογάν και το AKP δεν είναι απλά εδραιωμένοι στην εξουσία, αλλά έχουν διαμορφώσει μια ολόκληρη γενιά και μεταμορφώνουν τη χώρα. Βοηθά να το δούμε ωσάν η Τουρκία να περνά μια εκδοχή της ισλαμικής επανάστασης του Ιράν. Ο κόσμος παρακολουθεί σε αργή κίνηση ένα δεύτερο Ιράν σε εξέλιξη, λιγότερο βίαιο και δραματικό, πιο εξελιγμένο και πιθανώς πιο ανθεκτικό. Χρησιμοποιώντας την ορολογία των υπολογιστών, ο Χομεϊνί ήταν ισλαμισμός 1.0, ο Ερντογάν είναι 2.0, ίσως ακόμη και 3.0.

Ακολούθησε μια τεράστια αλλαγή στη τουρκική στάση απέναντι στη Δύση γενικά, ιδίως απέναντι στις ΗΠΑ. Το 2000, λίγο πριν ο Ερντογάν αναλάβει τα καθήκοντά του, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ελαφρώς περισσότερους από τους μισούς Τούρκους να διάκεινται ευνοϊκά προς την Αμερική. Τα αισθήματα αυτά έπεσαν στο 18% κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ο αντιαμερικανισμός είναι πλέον αχαλίνωτος στην πολιτική, στα ΜΜΕ, στις ταινίες, στα σχολικά εγχειρίδια, στα κηρύγματα τζαμιών και πέραν αυτών.

Στα ύψη ο αντιαμερικανισμός

Η εχθρότητα έχει γίνει αμοιβαία. Ο θυμός για την αγορά του ρωσικού συστήματος S-400 από την Τουρκία οδήγησε το Κογκρέσο να την αποκλείσει από το πρόγραμμα F-35. Μετά από δεκαετίες, λόγω της ανησυχίας για τις τουρκικές ευαισθησίες, το Κογκρέσο το 2019 ψήφισε 405 υπέρ και 11 κατά αναγνωρίζοντας την Γενοκτονία των Αρμενίων. Η Γερουσία ενέκρινε το νομοσχέδιο με φωνητική ψηφοφορία.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένουμε ότι οι Αμερικανοί θα βρουν μια πιο φιλική ατμόσφαιρα στην Άγκυρα μετά τον Ερντογάν. Είναι 66 ετών και λέγεται ότι πάσχει από διάφορες ασθένειες. Όμως οι υποψήφιοι που φέρονται ως διάδοχοι του (όπως ο Σουλεϊμάν Σοϊλού) αντηχούν τις πολιτικές του. Επιπλέον, τα άλλα μεγάλα πολιτικά σκέλη στην Τουρκία, οι εθνικιστές και οι αριστεροί, είναι ακόμη πιο εχθρικοί προς τις ΗΠΑ από το κόμμα του Ερντογάν.

Με εξαίρεση το κουρδικό HDP, όλα τα άλλα κόμματα που συμμετέχουν στο κοινοβούλιο της Τουρκίας. (MHP, CHP Iyi) είναι πιο αντιαμερικανικά από το AKP. Στην πραγματικότητα κατηγορούν τον Ερντογάν ότι είναι φιλοαμερικανός. Εν κατακλείδι, η αμερικανική πολιτική δεν πρέπει να βασίζεται στην ελπίδα ότι η Τουρκία θα επιστρέψει. Έχει φύγει, όπως απωλέσθη και το Ιράν. Όχι για πάντα, αλλά για μακρά διάρκεια. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να προετοιμαστεί μακροπρόθεσμα για μια άσχημη, ίσως αδίστακτη Άγκυρα.

Οκτώ συστάσεις πολιτικής

Ακολουθούν οκτώ συστάσεις πολιτικής, ξεκινώντας με τη λιγότερο επώδυνη, για την αντιμετώπιση της νέας Τουρκίας:

  1. Οι ΗΠΑ πρέπει να παραπονούνται, να καταδικάζουν και, σε κάποιο βαθμό, να αναλαμβάνουν δράση για μια σειρά από ζητήματα, όπως η στήριξη των Τούρκων προς το ISIS, η εισβολή στη Συρία, η στέρηση της Συρίας και του Ιράκ από ποτάμια ύδατα, η αποστολή στη Λιβύη και η γεώτρηση στην ΑΟΖ της Κύπρου.
  2. Να απορρίπτουν δημόσια το αίτημα έκδοσης για τον Φετουλάχ Γκιουλέν, που ζει στην Πενσυλβανία.
  3. Να προσκαλέσουν τους Κούρδους, τους Γκιουλενιστές, τα κοινοβουλευτικά πρόσωπα της αντιπολίτευσης και άλλους σε συναντήσεις υψηλού επιπέδου στην Ουάσινγκτον για να δείξουν υποστήριξη προς αυτούς.
  4. Να απαγορεύσουν την αγορά τουρκικού χρέους, να αποκλείσουν τις τουρκικές εταιρείες ενέργειας και να εκδώσουν δασμούς αντιντάμπινγκ στον χάλυβα.
  5. Να προσθέσουν την Τουρκία στο Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act (CAATSA) ως απάντηση στην αγορά των S-400.
  6. Να αφαιρέσουν τα πυρηνικά όπλα από τη βάση Ιντσιρλίκ. Μερικές φορές η πρόσβαση στη βάση είναι περιορισμένη. Τα όπλα δεν μπορούν να φορτωθούν στα αεροπλάνα που βρίσκονται εκεί. Οι Τούρκοι θα μπορούσαν να αρπάξουν τα όπλα.
  7. Να αποσύρουν τα στρατεύματα των ΗΠΑ από την Τουρκία.
  8. Να εκδιώξουν την Τουρκία από το ΝΑΤΟ. Αν και οι κανονισμοί του δεν προσφέρουν μέσα για την απομάκρυνση των μελών, η Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών επιτρέπει στην ομόφωνη πλειοψηφία να εκδιώξει ένα εκτραπέν κράτος. Είναι απλώς κατανοητό ότι αυτό μπορεί να γίνει. Άρα ας το κάνουμε.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι