Όταν η Ακροδεξιά εκφράζει την λαϊκή αμφισβήτηση
15/04/2019Η οριακή νίκη του Φινλανδού σοσιαλδημοκράτη Άντι Ρίνε, με διαφορά μόλις 0,2% από το εθνικιστικό κόμμα, φέρνει και πάλι στο προσκήνιο, σαράντα ημέρες πριν τις ευρωεκλογές, το θέμα της πολιτικής μεταστροφής των Ευρωπαίων. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της μεταστροφής είναι η άνοδος της ακροδεξιάς πανευρωπαϊκά και η χρεωκοπία του συστήματος που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη με την εναλλαγή κεντροδεξιών και κεντροαριστερών συνασπισμών.
Ο Άντι Ρίνε υποσχέθηκε στους Φινλανδούς ότι θα τερματίσει τη λιτότητα που επέβαλε ο απερχόμενος κεντροδεξιός συνασπισμός υπό τον Γιούχα Σιπίλα. Ένας συνασπισμός που υπέστη συντριπτική ήττα, εξαιτίας των αισθημάτων ανασφάλειας που προκαλεί η παράτυπη μετανάστευση και της επίθεσης που εξαπέλυσε στο κοινωνικό κράτος.
Ο Ρίνε συγκέντρωσε το 15,7% των ψήφων, ένα ποσοστό με το οποίο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SPD αναδεικνύεται για πρώτη φορά ως το μεγαλύτερο κόμμα της Φινλανδίας από το 1999. Το γεγονός όμως ότι το εθνικιστικό κόμμα βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής και σχεδόν ισοδύναμο, αφού συγκέντρωσε το 15,5% των ψήφων, καθιστά την νίκη του Ρίνε «Πύρρειο» και στέλνει μηνύματα που ξεπερνούν τα σύνορα της Φινλανδίας.
Ο σοσιαλδημοκράτης Ρίνε θα λάβει βεβαίως την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αφού τα περισσότερα από τα υπόλοιπα κόμματα έχουν αποκλείσει οποιαδήποτε συνεργασία με την ακροδεξιά. Έτσι όμως, το μόνο σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση του θα στηριχθεί από έναν συνασπισμό κεντροαριστεράς-κεντροδεξιάς. Ένα πολιτικό σχήμα δηλαδή, το οποίο θα κινείται εντός εκείνου του πολιτικού συστήματος, το οποίο ευθύνεται πανευρωπαϊκά για τις πολιτικές (λιτότητα-μεταναστευτικό) που οδήγησαν στην άνοδο των «ακροδεξιών» και «λαϊκιστικών» κομμάτων στην Ευρώπη.
Πολιτικός κατακερματισμός
Ένα άλλο στοιχείο που αποδεικνύει την χρεωκοπία του συστήματος διακυβέρνησης που βασίζεται στην εναλλαγή κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς είναι και το γεγονός ότι, για πρώτη φορά τον τελευταίο αιώνα, κανένα κόμμα στην Φινλανδία δεν κατάφερε να συγκεντρώσει ποσοστό μεγαλύτερο του 20%. Το συγκυβερνών κόμμα του Κέντρου, του πρωθυπουργού Γιούχα Σιπίλα, έλαβε 13,8% και η κεντροδεξιά Εθνική Συμμαχία 17%.
Ο κατακερματισμός των μεγάλων συνασπισμών δεν είναι βεβαίως φινλανδικό φαινόμενο. Συνέβη και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου δεν ισχύει το φινλανδικό αναλογικό εκλογικό σύστημα, δίνοντας την εικόνα μιας πανευρωπαϊκής τάσης. Σε κάποιες μάλιστα από αυτές, κλασσικό παράδειγμα η Ιταλία, προέκυψαν νέα πολιτικά σχήματα, τα οποία πήραν την πολιτική διαχείριση από το «παλαιό καθεστώς» μέσα από συμμαχίες που φαίνονται ετερόκλητες, αλλά δεν είναι.
Οι εκλογές στην Φινλανδία, όπως και αυτές που θα γίνουν σε δύο εβδομάδες στην Ισπανία, μπήκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, στο μικροσκόπιο των Βρυξελλών, καθώς η ΕΕ βρίσκεται μόλις ενάμιση μήνα πριν τις ευρωεκλογές. Μια κρίσιμη ευρωπαϊκή εκλογική αναμέτρηση, για την οποία έχουν πλέον πεισθεί οι πάντες ότι θα κριθεί σε δύο βασικά ζητήματα: στις πολιτικές λιτότητας και στο μεταναστευτικό.
Βλέπουν το πρόβλημα, όχι τις αιτίες
Η ανησυχία του ευρωιερατείου είναι έντονη και δεν περιορίζεται μόνο στην άνοδο των εθνικιστών και των λαϊκιστών στις εθνικές εκλογές των χωρών μελών της ΕΕ. Οι Βρυξέλλες γνωρίζουν καλά ότι η τάση αυτή θα εκφραστεί και στις ευρωεκλογές, ενώ ήδη αντιμεταναστευτικά και «ακροδεξιά» κόμματα στην Ευρώπη, ανάμεσα τους και οι Φινλανδοί εθνικιστές, έχουν ανακοινώσει τον σχηματισμό νέας πολιτικής ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η πολιτική τους ωστόσο παραμένει η ίδια: Λιτότητα, παρά τις κορώνες Γιούνκερ για ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό, και απόλυτο χάος σε ότι αφορά το μεταναστευτικό-προσφυγικό.
Την ώρα πάντως που οι Βρυξέλλες αρνούνται πεισματικά να αλλάξουν το μείγμα της πολιτικής διακυβέρνησης της ΕΕ, τα «ακροδεξιά» και “λαϊκιστικά” κόμματα δείχνουν να μεταλλάσσονται τουλάχιστον σε ότι αφορά την πρόθεση τους για την Ευρώπη. Έτσι, όπως επισήμανε σε άρθρο της η Die Zeit, οι ακροδεξιοί εθνικιστές, που αρχικά ήθελαν να καταστρέψουν την ΕΕ, τώρα ονειρεύονται να την καταλάβουν. Με εκτιμήσεις που δίνουν στην ακροδεξιά ποσοστό μέχρι και 25% στο ευρωκοινοβούλιο που θα προκύψει από τις ευρωεκλογές του Μαΐου θα ανέμενε κανείς ότι τα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων θα είχαν ήδη προχωρήσει στην αντιμετώπιση των βασικών αιτίων που προκαλούν αυτήν την άνοδο. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν συνέβη.
Θα κάνει το βήμα η Φινλανδία;
Αντιθέτως, τα ίδια κέντρα, όπως και ευρωπαϊκοί πολιτικοί σχηματισμοί, αναζητούν εξωτερικές παρεμβάσεις, οι οποίες αρχίζουν από την κλασσική πλέον ρωσική ανάμιξη και τελειώνουν στα συνωμοτικά σχέδια του ακροδεξιού αρχιτέκτονα της εκλογικής νίκης του Τραμπ, Στιβ Μπάνον. Ο τελευταίος βέβαια δεν έκρυψε ότι έχει τέτοια σχέδια, κάνοντας λόγο για μια φιλοσοφία, η οποία επιδιώκει να φέρει στους λαούς «λήψη αποφάσεων, εθνική κυριαρχία, ασφάλεια και οικονομία». Οι ευρωπαϊκοί λαοί θα μπορούσαν να αντιταχθούν ωστόσο, αν το «ευρωπαϊκό σχέδιο» τους πρόσφερε όσα αναφέρει παραπάνω ο Μπάνον.
Η Φινλανδία, που είναι και το πλέον πρόσφατο παράδειγμα, φαίνεται πως οδεύει σε έναν μεγάλο συνασπισμό, από τον οποίο ο «νικητής» Ρίνε αποκλείει τον προκάτοχό του και τις πολιτικές λιτότητας που επέβαλε. Κάνει ωστόσο και άλλο ένα μικρό βήμα, το οποίο ενδεχομένως θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντικό. Αν και προεκλογικά, όπως έκαναν και τα περισσότερα κόμματα, απέκλεισε οποιαδήποτε συνεργασία με το ακροδεξιό κόμμα των Αληθινών Φινλανδών, την Κυριακή, ο σοσιαλδημοκράτης Ρίνε δεν απέκλεισε την δυνατότητα για αυτήν την «λίγο πιθανή» συνεργασία, λέγοντας ότι έχει να θέσει «ερωτήσεις» στο κόμμα.
Οι Φινλανδοί φημίζονται βεβαίως για τις ετερόκλητες κυβερνητικές συνεργασίες. Όμως αν ο Ρίνε στραφεί και στους ακροδεξιούς, υιοθετώντας μέρος της πολιτικής τους, τότε θα δώσει μια συνολική απάντηση στο προβληματικό για την ΕΕ δίδυμο «λιτότητα-μεταναστευτικό». Το γεγονός δε και μόνο ότι δεν το αποκλείει δείχνει μια πρόθεση να μην θέλει να περιοριστεί στην απλή εναλλαγή προσώπων στην εξουσία, αλλά στην αντιμετώπιση προβλημάτων. Η απλή εναλλαγή προσώπων άλλωστε δεν είναι ικανή να αντιστρέψει τα κινήματα λαϊκής αμφισβήτησης ούτε στην Αφρική, όπως έδειξαν οι πρόσφατες κρίσεις στην Αλγερία και το Σουδάν, χώρες δηλαδή που απέχουν πολύ από τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.