Πώς θα αντιδράσει το Ιράν στο τελεσίγραφο του Τραμπ
04/04/2025
Οι σοβαρές απειλές κι η γενικότερη ακροσφαλής πολιτική (brinkmanship) της διοίκησης Τραμπ εναντίον του Ιράν ενδέχεται να προκαλέσουν τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, ο Αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια τρόπον τινά “αυτοεκπληρούμενη προφητεία”, όπου ενδέχεται να επισυμβεί αυτό ακριβώς που ισχυρίζεται δημοσίως, είτε ως πρόσχημα είτε με ειλικρίνεια, ότι επιθυμεί πάση θυσία να αποτρέψει, την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων από την Τεχεράνη.
Μετά την αντίδραση του Ιράν στο γράμμα του Ντόναλντ Τραμπ, στην οποία απέρριψε τη διεξαγωγή άμεσων διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ εν μέσω ενός κλίματος απειλών κι εκβιασμών, ο Αμερικανός πρόεδρος επανήλθε εν είδει τελεσιγράφου, προειδοποιώντας ότι «αν δεν κάνουν συμφωνία, θα υπάρξουν βομβαρδισμοί. Θα είναι βομβαρδισμοί που δεν έχουν ξαναδεί». Είναι γεγονός ότι οι παραστάσεις απειλής της Τεχεράνης έχουν αυξηθεί μετεωρικά μετά την εκλογική νίκη τουΤραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου.
Ως προς τούτο, δηλωτικό είναι το στοιχείο ότι το Ιράν από τα τέλη του Δεκεμβρίου μέχρι τα τέλη του Φεβρουαρίου πραγματοποίησε πρωτοφανή, τόσο σε ένταση όσο και σε μαζικότητα, στρατιωτικά γυμνάσια, τα οποία περιλάμβαναν –μεταξύ άλλων– ασκήσεις αεράμυνας κοντά σε πυρηνικές εγκαταστάσεις της χώρας, εκτόξευση αντιπλοϊκών πυραύλων και ναυτικές ασκήσεις στον Περσικό Κόλπο.
Κατά τη διάρκεια των ασκήσεων, η Τεχεράνη χρησιμοποίησε το σύστημα αεράμυνας S-300, διαψεύδοντας τοιουτοτρόπως τους ισχυρισμούς του Νετανιάου ότι στην τελευταία ισραηλινή αεροπορική επίθεση εναντίον του Ιράν τον περασμένο Οκτώβριο καταστράφηκαν όλες οι συστοιχίες του εν λόγω ρωσικού κινητού πυραυλικού αντιαεροπορικού συστήματος που διαθέτει η Ισλαμική Δημοκρατία. Εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν η πρώτη δημόσια επιχειρησιακή χρήση του αεροσκάφους Yakovlev Yak-130, το οποίο η Τεχεράνη απέκτησε τον Αύγουστο του 2023.
Το ανωτέρω ελαφρύ μαχητικό αεροσκάφος χρησιμοποιείται και για εκπαιδευτικούς σκοπούς, κάτι που θα βοηθήσει τους Ιρανούς πιλότους να προετοιμαστούν για τα Su-35, αφού ένας ανώτερος αξιωματικός των Φρουρών της Επανάστασης επιβεβαίωσε στα τέλη Ιανουαρίου την αγορά τους, χωρίς όμως να διευκρινίσει τον αριθμό τους κι εάν έχουν παραδοθεί. Ένα γερμανικό δημοσίευμα υποστηρίζει ότι έχουν ήδη παραδοθεί δύο Su-35 τον Νοέμβριο του 2024 κι ότι η συμφωνία προβλέπει συνολικά 50 αεροσκάφη. Εν πάση περιπτώσει, η επίδειξη του Yak-130 είχε ευρύτερες υποδηλώσεις προς συγκεκριμένους διεθνείς αποδέκτες.
Συν τοις άλλοις, κατά το τρέχον έτος, το Ιράν έχει προβεί στην επίδειξη τεσσάρων υπόγειων πυραυλικών βάσεων, για να δείξει ότι έχει την ικανότητα μαζικών ανταποδοτικών κτυπημάτων σε περίπτωση που δεχτεί πλήγματα από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Προφανώς, κι αυτές οι κινήσεις αντανακλούν μια γενικότερη ιρανική ανησυχία.
Επιδιώκουν την ασφάλεια των πυρηνικών;
Επίσης, έχει ενταθεί στο εσωτερικό του Ιράν, ακόμη και σε επίπεδο βουλευτών, η ανοικτή συζήτηση για τη χρησιμότητα, αν όχι για την επιτακτικότητα, απόκτησης πυρηνικών όπλων ως μέσο αποτελεσματικής αποτροπής της νέας αμερικανικής διοίκησης αλλά και του Ισραήλ. Χαρακτηριστική είναι η ανάρτηση του Αχμάντ Ναντερί, βουλευτή και μέλους του προεδρείου του ιρανικού κοινοβουλίου.
Ειδικότερα, ανέφερε ότι «η παρατήρηση της συμπεριφοράς και των λεγομένων του Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία προς τη Βόρεια Κορέα δείχνει ότι η κατοχή πυρηνικής βόμβας έχει φέρει ασφάλεια στην Κορέα. Εδώ και καιρό, πολλά μέλη της ελίτ και πολλοί υποστηρικτές της χώρας και της [ισλαμικής] επανάστασης ζητούν τη δοκιμή και την ανακοίνωση της [ατομικής] βόμβας. Αν ήμασταν οπλισμένοι με ατομικές βόμβες, ο Τραμπ δεν θα τολμούσε να απειλήσει με βομβαρδισμό».
Σημειωτέον, το Ιράν είναι ένα κράτος που βρίσκεται στο πυρηνικό κατώφλι, όπως έχει παραδεχθεί παλαιότερα ένας κορυφαίος Ιρανός αξιωματούχος κι όπως άλλωστε εκτιμούν οι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών. Εν ολίγοις, φέρεται να διαθέτει τη γνώση και την τεχνική ικανότητα να κατασκευάσει πυρηνικές βόμβες σε σύντομο χρονικό διάστημα, εφόσον το αποφασίσει, που ουσιαστικά σημαίνει αν νιώσει ότι απειλείται θανάσιμα. Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η επισήμανση ενός άλλου Ιρανού βουλευτή, ο οποίος σημείωσε εσχάτως ότι, «εάν αποφασίσουμε να αυξήσουμε τον εμπλουτισμό στο 90%, θα είναι για εμάς σαν να πίνουμε νερό. Αν αποφασίσουμε να αποκτήσουμε πυρηνικά όπλα παρά τις εσωτερικές μας επιθυμίες και τις θρησκευτικές διδασκαλίες μας, είναι πολύ εύκολο για εμάς».
Μάλιστα, σε αυτό το σημείο οφείλεται να επισημανθεί ότι το Ιράν έχει βρεθεί σε αυτήν ακριβώς τη θέση λόγω της πολιτικής της μέγιστης πίεσης της πρώτης προεδρικής θητείας του Τραμπ, η οποία εφαρμόστηκε τον Μάιο του 2018, δηλαδή μετά την απόφαση του Τραμπ να αποχωρήσει μονομερώς από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (ΚΟΣΔ), τη διεθνή συμφωνία για το περιορισμό του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Ισχυρίσθηκε τότε ότι ήθελε μέσω μιας πολιτικής μέγιστης πίεσης να υποχρεώσει το Ιράν να δεχτεί όχι μόνο περαιτέρω περιορισμούς στο πυρηνικό του πρόγραμμα αλλά και να διαπραγματευτεί τις σχέσεις του με φίλιες παραστρατιωτικές οργανώσεις και το πυραυλικό του οπλοστάσιο στο πλαίσιο μιας νέας αυστηρότερης συμφωνίας.
Προβληματισμοί στο Ιράν για το “μασλαχάτ”
Ωστόσο, η ανωτέρω στρατηγική όχι μόνο δεν κατάφερε να εξαναγκάσει το Ιράν να συρθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τα ανωτέρω, καθόσον το τελευταίο έχει αποδείξει ότι δεν ενδίδει σε εκβιασμούς, αλλά απεναντίας το οδήγησε ως αντίδραση-απάντηση να επιταχύνει και να επεκτείνει ραγδαία το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Εκεί που το Ιράν εμπλούτιζε ουράνιο σε ποσοστό 3,67%, βάσει της διεθνούς συμφωνίας για τον περιορισμό του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, έφτασε σταδιακά στο σημείο να εμπλουτίζει μεγάλες ποσότητες ουρανίου στο 60%. Επομένως, οι πιέσεις του Αμερικανού προέδρου έφεραν τα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ήτοι την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος..
Μήπως η απόφαση της δεύτερης διοίκησης Τραμπ να επαναλάβει την –ομολογουμένως αναποτελεσματική ως προς την επίτευξη του πολιτικού αντικειμενικού σκοπού της– εκστρατεία της μέγιστης πίεσης εναντίον του Ιράν θα έχει τούτη τη φορά ως πιθανή συνέπεια το τελευταίο να πάει ακόμη παραπέρα, δηλαδή να διαβεί οριστικά το πυρηνικό κατώφλι; Δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο.
Σημειώνεται ότι το Ιράν υπολόγιζε μέχρι τώρα ή τουλάχιστον μέχρι προσφάτως ότι δεν το συνέφερε να το πράξει για αρκετούς λόγους. Τουτέστιν, ανησυχούσε ότι μια τέτοια απόφαση θα προκαλούσε μιας παρεπόμενη διασπορά των πυρηνικών όπλων σε άλλα ανταγωνιστικά κράτη της Μέσης Ανατολής (Σαουδική Αραβία, Τουρκία κι Αίγυπτος), θα δημιουργούσε μια ευρύτερη διεθνή απομόνωση, θα σηματοδοτούσε την επιβολή σκληρών εκτεταμένων κυρώσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και από τη διεθνή κοινότητα εν γένει, θα προξενούσε μια έντονη δυσαρέσκεια στην Κίνα και τη Ρωσία, και τέλος θα πυροδοτούσε κατά πάσα πιθανότητα προληπτικά κτυπήματα από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ πριν την πραγματοποίηση μιας πρώτης ιρανικής πυρηνικής δοκιμής.
Ως εκ τούτου, η Τεχεράνη θεωρούσε ότι το να βρίσκεται στο πυρηνικό κατώφλι, δηλαδή να επικρέμεται ως πιθανότητα η απόκτηση πυρηνικών όπλων, αρκούσε ως ένα μοχλός αποτροπής και διπλωματικής πίεσης. Ωστόσο, οι έντονες ανησυχίες του Ιράν για την πιθανότητα αμερικανικής κι ισραηλινής αεροπορικής επίθεσης εναντίον του ίσως να το ωθήσουν να επανεξετάσει τον υπολογισμό κόστους-οφέλους του στην προκειμένη περίπτωση και, συνεκδοχικά, να αναπροσαρμόσει εν τέλει το πυρηνικό του δόγμα. Άλλωστε, το μασλαχάτ (η σκοπιμότητα/το καθεστωτικό συμφέρον) είναι η υπέρτατη αρχή της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.
Ενδεικτικά, ο Αλί Λαριτζανί, ανώτερος σύμβουλος του Ιρανού ηγέτη και μέλος του Συμβουλίου Διάκρισης του Συμφέροντος του Συστήματος, απαντώντας στις απειλές του Τραμπ, προειδοποίησε σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του σε κρατικό κανάλι ότι: «Εάν οι ΗΠΑ ή το Ισραήλ βομβαρδίσουν το Ιράν με το πρόσχημα του πυρηνικού ζητήματος του Ιράν, η Ισλαμική Δημοκρατία θα αναγκαστεί να κινηθεί προς την παραγωγή πυρηνικών βομβών. Ο Ιρανικός λαός θα μας πιέσει να αναπτύξουμε πυρηνικά όπλα … Η στρατιωτική δράση κατά του Ιράν δεν θα είναι χωρίς συνέπειες … Η φετφά του Ηγέτη απαγορεύει τα πυρηνικά όπλα, αλλά αν οι ΗΠΑ κάνουν ένα λάθος, η δημόσια πίεση θα αναγκάσει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας κορυφαίος Ιρανός αξιωματούχος προβαίνει σε μια τέτοια δήλωση. Ενδεικτικά, ο Καμάλ Χαραζί, σύμβουλος διεθνών υποθέσεων του Αλί Χαμενεΐ και πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ιράν (1997-2005), διατράνωσε τον περασμένο Νοέμβριο ότι «εάν το Ιράν αντιμετωπίσει μια υπαρξιακή απειλή, θα αλλάξουμε το πυρηνικό δόγμα [και] την πολιτική μας. Αυτό είναι ακόμα στο τραπέζι. Έχουμε τις τεχνικές δυνατότητες για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα από αυτή την άποψη. Η φετφά του Ηγέτη της Επανάστασης είναι το μόνο που το εμποδίζει». Επίσης, είχε πει ξανά κάτι ανάλογο λίγους μήνες νωρίτερα, ήτοι τον Μάιο του 2024.
Προς αναζήτηση “μοντέλου”
Εντούτοις, η παρατήρηση του Αλί Λαριτζανί φαίνεται να συνιστά την πιο κατηγορηματική και σαφή σχετική προειδοποίηση μέχρι στιγμής, η οποία δεν αποτελεί προσωπική του άποψη αλλά φέρει «κυβερνητική υποστήριξη», σύμφωνα με ένα άρθρο γνώμης ενός πρώην Ιρανού διπλωμάτη με στενές σχέσεις με το γραφείο του Αλί Χαμενεΐ που δημοσιεύθηκε στο επίσημο κρατικό Πρακτορείο Ειδήσεων της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Μένει να φανεί ποια προσέγγιση τελικά θα υιοθετήσει η διοίκηση Τραμπ, η οποία εμφανίζει μια αλλοπρόσαλλη διεθνή συμπεριφορά.
Εάν η Ουάσιγκτον επιμείνει στην μαξιμαλιστική απαίτηση το Ιράν να τερματίσει πλήρως το πυρηνικό και πυραυλικό του πρόγραμμα, όπως επισήμανε ο Αμερικανός σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, Μάικ Γουόλτζ, τότε πρόκειται για κάτι που δεν πρόκειται να αποδεχθεί ποτέ το Ιράν τόσο για λόγους εθνικής αξιοπρέπειας όσο κι εθνικής ασφάλειας.
Άλλωστε, είναι γνωστή η κατάληξη της λυβικής περίπτωσης. Κατόπιν αμερικανικών πιέσεων, ο Καντάφι συμφώνησε το 2003 να τερματίσει πλήρως το –σε αρχικό στάδιο– πυρηνικό του πρόγραμμα και να παραδώσει το χημικό οπλοστάσιο και τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς της χώρας του με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων. Οκτώ χρόνια μετά τη συμφωνία αφοπλισμού, το καθεστώς Καντάφι κατέρρευσε με τον ίδιο να χάνει τη ζωή του. Το Ιράν έχει αντλήσει διδάγματα από την περίπτωση του Καντάφι. Επομένως, αν οι ΗΠΑ επιλέξουν να επιβάλουν διά απειλών ή βίας μια λύση τύπου Λιβύης στο Ιράν, τότε το πιο πιθανό είναι το Ιράν να καταφύγει στο ακριβώς αντίθετο σενάριο, στο “βορειοκορεατικό μοντέλο”.
Χρήζει αναφοράς το γεγονός πως ο ίδιος ο προταθείς υποψήφιος από τον πρόεδρο Τραμπ για τη θέση του επικεφαλής του γενικού επιτελείου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, ο αντιπτέραρχος ε.α. Νταν Κέιν, απαντώντας σε ερώτημα της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας αν η απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν δύναται να εμποδιστεί, παραδέχθηκε ότι «η χρήση στρατιωτικής ισχύος από μόνη της μπορεί να μην είναι αρκετή για να αποτρέψει το Ιράν, και μια προσέγγιση που περιλαμβάνει διπλωματικές επαφές κι οικονομικά κίνητρα μπορεί να είναι απαραίτητη».
Αν η διοίκηση Τραμπ προκρίνει μια πιο μετρημένη στάση, όπως αυτή διαφάνηκε να υπονοείται από τον Στιβ Γουίτκοφ, τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, δηλαδή να τεθεί προς διαπραγμάτευση μόνο ο έλεγχος/περιορισμός του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, κι όχι ο πλήρης τερματισμός του, τότε το Ιράν θα είναι διατεθειμένο να συζητήσει.