Πως το golden-islam boy της Δύσης βρέθηκε “αγκαλιά” με τον Πούτιν
31/03/2021Η τουρκική λίρα κατακρημνίζεται, η τουρκική οικονομία κλυδωνίζεται και ο Ταγίπ Ερντογάν απευθύνει έκκληση στους πολίτες να βγάλουν τον χρυσό από τα σεντούκια και στους ξένους επενδυτές να πάνε στην Τουρκία ή τουλάχιστον να μην την εγκαταλείψουν. Πρόκειται για την απέλπιδα προσπάθειά του το καράβι να αποφύγει τελευταία στιγμή τα βράχια.
Τα οξύτατα οικονομικά προβλήματα πλήττουν καίρια τη δημοφιλία του Ερντογάν και του κόμματός του. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι σχεδόν 20 χρόνια νωρίτερα, όταν το φθινόπωρο του 2002 το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ξεκινούσε τη μακρόχρονη διαδρομή του στην εξουσία, ήταν οι οικονομικές επιδόσεις του που του επέτρεψαν να κερδίσει αλλεπάλληλες εκλογές και με τη βοήθεια κι άλλων παραγόντων να κερδίσει τον πόλεμο με το μετακεμαλικό βαθύ κράτος.
Πράγματι, τότε, όχι μόνο κατάφερε να σταθεροποιήσει την τουρκική οικονομία, η οποία έβγαινε από μία επώδυνη βαθύτατη κρίση, αλλά και να την θέσει σε τροχιά εντυπωσιακής ανάπτυξης. Οι Δυτικοί τον αντιμετώπιζαν σαν ένα σύγχρονο “ισλαμοδημοκράτη” μεταρρυθμιστή που εκσυγχρόνιζε την οικονομία και προωθούσε τον εκδημοκρατισμό του κράτους. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, δεν θα μπορούσε να είχε απομακρυνθεί περισσότερο από εκείνη την εικόνα.
Ο Ερντογάν ξεπήδησε από το πολιτισμικό-κοινωνικό χάσμα που προκαλούσε η αντίφαση ανάμεσα στο αυταρχικό κοσμικό κεμαλικό καθεστώς και στη “βαθιά Τουρκία” με τις υποφώσουσες οθωμανικές-ισλαμικές αναφορές. Αυτό το πλειονοτικό κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, οι φτωχοί παραδοσιακοί πληθυσμοί της Ανατολίας, που λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης είχαν πλημμυρίσει και τα μεγάλα αστικά κέντρα της δυτικής Τουρκίας, εκφράστηκε ιδεολογικοπολιτικά από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Ο Ερντογάν προσέφερε σ’ αυτά τα στρώματα ευκαιρίες για να ξεφύγουν από το περιθώριο, για κοινωνική άνοδο και ευημερία. Κι αυτά σε αντάλλαγμα προσδέθηκαν εκλογικά στο άρμα του και παρέμειναν πιστοί ψηφοφόροι, καθ’ όλη τη διάρκεια του άτυπου εσωτερικού πολέμου με το βαθύ κεμαλικό κράτος.
Η διαδρομή στο πολιτικό Ισλάμ
Πολιτικός πατέρας του Ερντογάν -και όχι μόνο- ήταν ο Νετζμετίν Ερμπακάν, ηγέτης για δεκαετίες του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ. Ήταν πάντα από μετρημένα έως καθαρά αρνητικός έναντι της Δύσης κι αυτό ήταν ένας πρόσθετος λόγος που, όταν το 1996 έγινε πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνασπισμού με το κόμμα της Τανσού Τσιλέρ, ανατράπηκε σύντομα με απλή ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου. Ήταν το “βελούδινο” πραξικόπημα του 1997.
Αυτή ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, δεδομένου ότι το κεμαλικό καθεστώς είχε θέσεις επανειλημμένα εκτός νόμου το ισλαμικό κόμμα, υποχρεώνοντας τον Ερμπακάν να ιδρύσει νέο κόμμα με άλλο όνομα. Μία ομάδα νεότερων στελεχών συνειδητοποιεί ότι με την πολιτική Ερμπακάν ο δρόμος προς την εξουσία θα είναι για πάντα κλειστός.
Αποσχίστηκαν και με επικεφαλής τους Ερντογάν, Γκιούλ, Αρίντς και Σενέρ ίδρυσαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Οι δύο καινοτομίες τους ήταν αφ’ ενός ότι υιοθέτησαν φιλελεύθερες απόψεις για την οικονομική πολιτική, αφ’ ετέρου ότι έκαναν πολιτικό άνοιγμα στη Δύση, τασσόμενοι και υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ.
Η ιδεολογική-πολιτική στροφή τους υπαγορεύθηκε και από τη σκοπιμότητα να πλαγιοκοπήσουν το αυταρχικό και κρατικιστικό κεμαλικό καθεστώς, αποκτώντας συμμαχίες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Αν και οι εκλογικές προοπτικές τους δεν ήταν λαμπρές, οι Δυτικοί αγκάλιασαν το νέο κόμμα, όχι μόνο επειδή είχαν πειστεί ότι το κεμαλικό καθεστώς ήταν σε παρακμή, αλλά και επειδή θεωρούσαν ότι το νέο τουρκικό πολιτικό Ισλάμ θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για όλο το μουσουλμανικό κόσμο.
Η άνοδος στην εξουσία
Ο Ερντογάν ήταν τότε πρώτος μεταξύ ίσων. Η εκλογή του ως δήμαρχος στη μητροπολιτική περιοχή της Κωνσταντινούπολης ήταν μία επιτυχία, η οποία συμπληρώθηκε από την αποτελεσματική θητεία του. Είχε λάβει μέτρα στήριξης των φτωχών στρωμάτων, ειδικά των απόκληρων από την Ανατολία.
Με όχημα αυτή τη θητεία, με σημαία τον ευρωπαικό προσανατολισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη μετριοπάθεια και την στήριξη των λαϊκών τάξεων, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κερδίζει το Νοέμβριο του 2002 τις εκλογές. Ήταν μία έκπληξη, η οποία οφειλόταν αφενός στην οικονομική κατάρρευση και στο εκλογικό σύστημα. Για να αποκλείσουν το κουρδικό κόμμα από τη Βουλή, οι κεμαλιστές είχαν θέσεις όριο εισόδου το υπερβολικό 10%.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από τα τέσσερα κατεστημένα κόμματα εξουσίας, που είχαν χρεωθεί τη χρεοκοπία, τα τρία να μην μπουν στη Βουλή και το κόμμα του Ερντογάν με 36% να αποκτήσει άνετη αυτοδυναμία και να σχηματίσει κυβέρνηση. Στα μάτια μίας γονατισμένης κοινωνίας, η ψήφος στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης φάνταζε σαν αντίδοτο σ’ ένα καθεστώς που είχε βουτηχτεί στη διαφθορά, ή τουλάχιστον σαν ψήφος τιμωρίας αυτού του καθεστώτος.
Αφότου οι νεοοθωμανοί κατέκτησαν την κυβέρνηση, έπρεπε και να κατακτήσουν την εξουσία, η οποία ήταν στα χέρια πανίσχυρων κρατικών θεσμών (Γενικό Επιτελείο, Δικαστικό Σώμα, μυστικές υπηρεσίες, σώματα ασφαλείας και υπόλοιπη κρατική γραφειοκρατία), στους οποίους κυριαρχούσαν απολύτως οι κεμαλιστές.
Αντιπαράθεση με το βαθύ κράτος
Το βαθύ κεμαλικό κράτος εξαρχής αντιμετώπισε τη νεοοθωμανική κυβέρνηση σαν ενοχλητική παρένθεση, που έπρεπε να κλείσει. Γι’ αυτό και εξαρχής άρχισαν να συμωμοτούν εναντίον της. Η απειλή ενός πραξικοπήματος καραδοκούσε σε κάθε βήμα. Ο Ερντογάν τηρούσε λεπτές ισορροπίες, αλλά χωρίς την πολύτιμη βοήθεια του δικτύου Γκιουλέν και την ομπρέλα προστασίας των Δυτικών δεν θα τα είχε καταφέρει.
Ο Φετουλάχ Γκιουλέν είναι ιμάμης, ηγέτης μίας αδελφότητας, η οποία ελεγχόταν από τους Αμερικανούς και είχε καταφέρει να διεισδύσει στους κρατικούς μηχανισμούς της Τουρκίας, ελέγχοντας παράλληλα τράπεζα, επιχειρήσεις, ΜΜΕ, πανεπιστήμιο και ένα μεγάλο δίκτυο σχολείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Μέσω αυτού του δικτύου, ο Ερντογάν απέκτησε σταδιακά συμμάχους σε κρίσιμους μηχανισμούς, όπως η αστυνομία, οι μυστικές υπηρεσίες και το δικαστικό σώμα.
Χωρίς το δίκτυο Γκιουλέν δεν θα είχε καταφέρει να εξαρθρώσει συνωμοσίες του κεμαλικού βαθέος κράτους. Κατάφερε, μάλιστα, να περάσει στην αντεπίθεση, συλλαμβάνοντας και διώκοντας δικαστικά στρατηγούς και άλλα σημαντικά στελέχη του μετακεμαλικού κατεστημένου, πράγμα αδιανόητο μέχρι τότε. Κάπως έτσι κέρδισε αυτό τον άτυπο εσωτερικό πόλεμο, επικρατώντας βέβαια παράλληλα σ’ όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις με αυξανόμενα ποσοστά.
Η ρήξη με τον Γκιουλέν
Αυτός ο πόλεμος έληξε το 2012. Από τότε, ο Ερντογάν αρχίζει και ξεδιπλώνει την πολιτική ατζέντα του και για την μετατροπή της Τουρκίας σε αυτόνομη περιφερειακή δύναμη και για τη σταδιακή ισλαμοποίηση της δημόσιας ζωής. Είναι τότε που η Δύση αρχίζει να αμφισβητεί το αλλοτινό πουλέν της και επιχειρεί να το επαναφέρει στον “ίσιο δρόμο”.
Πως; Το δίκτυο Γκιουλέν αρχίζει να βάζει τρικλοποδιές στην κυβέρνηση Ερντογάν. Αλλά και οι δυτικότροποι φιλελεύθεροι που είχαν υποστηρίξει τη νεοοθωμανική κυβέρνηση στον πόλεμο κατά του αυταρχικού κεμαλικού καθεστώτος, παίρνουν αποστάσεις, με κορυφαία εκδήλωση την εξέγερση στο πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης τον Μάιο 2013.
Το σημαντικότερο πλήγμα είναι η διεξαγωγή εκτεταμένης μυστικής έρευνας του 2013 σε βάρος της οικογένειας Ερντογάν για διαφθορά. Είναι η πρώτη φορά που ο Τούρκος πρόεδρος μπαίνει στο στόχαστρο. Ο άλλοτε αδιάφθορος Ερντογάν, όμως, είχε ήδη αποκτήσει την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν. Αντί να υποκύψει στρέφεται κατά του Γκιουλέν και εμμέσως κατά της Δύσης. Κορύφωση του δεύτερου άτυπου εσωτερικού πολέμου ήταν η απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο 2016, αφού είχε προηγηθεί λίγο πριν η προσέγγιση Άγκυρας-Μόσχας.
Η συνέχεια είναι σε γενικές γραμμές γνωστή. Το καθεστώς Ερντογάν πραγματοποιεί μαζικές εκκαθαρίσεις όχι μόνο στο κράτος, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, διαλύοντας, με πρόσχημα τις διώξεις κατά της αδελφότητας του Γκιουλέν, όλα τα δίκτυα επιρροής που είχαν χτίσει για δεκαετίες Αμερικανοί και Ευρωπαίοι στην Τουρκία.
Νέοι σύμμαχοι Πούτιν και κεμαλιστές
Το ρήγμα με τη Δύση αναδιατάσσει και τις πολιτικές ισορροπίες. Ο Ερντογάν συμμαχεί με το ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί (Γκρίζοι Λύκοι) και με όλα τα αντιδυτικά στοιχεία του μετακεμαλικού βαθέος κράτους, τα οποία επαναφέρει συχνά σε θέσεις-κλειδιά. Από την άλλη πλευρά, στενότατοι συνεργάτες του Ερντογάν παίρνουν αποστάσεις, ενώ κάποιοι από αυτούς, όπως οι Γκιούλ, Νταβούτογλου και Μπαμπατζάν, έχουν πλέον πάρει πολιτικά θέση απέναντι.
Ο Αμπτουλάχ Γκιούλ ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός, όταν ο Ερντογάν είχε αρχικά κώλυμμα, στη συνέχεια έγινε υπουργός Εξωτερικών και Πρόεδρος Δημοκρατίας. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου είναι ο θεωρητικός του νεοοθωμανισμού στην εξωτερική πολιτική και υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός. Τέλος ο Αλί Μπαμπατζάν ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και κορυφαίος υπουργός. Όσο για τους άλλους δύο της αρχικής τετράδας, ο Σενέρ εγκατέλειψε σχετικά νωρίς, ενώ ο Αρίντς αργότερα, αφού είχε διατελέσει υπουργός και πρόεδρος της Βουλής.
Η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση του Ερντογάν γίνεται εμφανής στο Νταβός το 2009, όταν επιτίθεται δημόσια κατά του Σιμόν Πέρες για να κερδίσει τις καρδιές των απανταχού μουσουλμάνων. Η Τουρκία είχε αναλάβει εκείνη την περίοδο τη διαμεσολάβηση μεταξύ Συρίας και Ισραήλ. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ επιτίθεται εναντίον της Γάζας, χωρίς να προειδοποιήσει την Άγκυρα.
Όταν εκλέγεται ο Μπαράκ Ομπάμα, η Ουάσιγκτον στρέφεται προς την Άγκυρα. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος επισκέπτεται συμβολικά την Τουρκία και την Αίγυπτο για να στείλει μήνυμα στον μουσουλμανικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Ομπάμα, στο πλευρό του Ερντογάν στέκεται ο Μπαμπατζάν. Οι ξένοι επενδυτές είχαν θετική γνώμη γι’ αυτόν. Είναι ο άνθρωπος που επισκέπτεται την Ελλάδα, όταν εισέρχεται στη δίνη των Μνημονίων.
Το “σκοτεινό” σκάνδαλο Halkbank
Όταν οι δρόμοι τους θα χωρίσουν και ο Μπαμπατζάν περάσει απέναντι, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να του φορτώσει το σκάνδαλο της Halkbank. Είναι το σκάνδαλο που στοιχειώνει τον Ερντογάν χρόνια, ενώ επανήλθε στο προσκήνιο, καθώς έχει ξεκινήσει η νέα δίκη στη Νέα Υόρκη. Η υπόθεση έχει όχι μόνο οικονομική, αλλά και έντονη πολιτική χροιά.
Μάρτυρες έχουν καταθέσει ότι σε αυτή εμπλέκεται ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος. Ο Τουρκοϊρανός λαθρέμπορος χρυσού Ρεζά Ζαράμπ υποστήριξε ότι στην υπόθεση εμπλέκονται ο Ερντογάν και ο γαμπρός του. Αντιθέτως, ο Τούρκος πρόεδρος υποστηρίζει ότι ο Μπαμπατζάν και ο Νταβούτογλου υπέγραψαν διάταγμα, με το οποίο χορηγείται κρατική γη στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης που είχε ιδρύσει ο Νταβούτογλου. «Η Halkbank έδωσε ένα πολύ μεγάλο δάνειο σε αυτούς. Δεν το αποπλήρωσαν και ζήτησαν αναδιάρθρωση του δανείου που έχει δοθεί χωρίς εγγυήσεις», δήλωσε ο Ερντογάν το Σάββατο. «Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά υπάρχει απάτη εναντίον της Halkbank».
Εάν η Halkbank καταδικαστεί, όπως αναμένεται, απειλείται με πρόστιμο ύψους έως 20 δισ. δολαρίων ή με αποκλεισμό από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα Swift. Τί άλλο θα αποκαλυφθεί για την τράπεζα που χορηγεί συστηματικά δάνεια στο κυβερνών κόμμα; Δεν θα είναι η πρώτη φορά για τον Ερντογάν που έχει εμπλακεί σε σκάνδαλα διαφθοράς. Υπενθυμίζουμε την δημοσιευθείσα τηλεφωνική του συνδιάλεξη με τον γιo του Μπιλάλ στον οποίο έδινε οδηγίες πώς να κρύψει τις εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, που είχαν περιέλθει μυστηριωδώς στην κατοχή τους.
Τα μεγαλόπνοα δημόσια έργα έχουν καταχρεώσει την Τουρκία, αλλά για τον Ερντογάν είναι στοίχημα για την υστεροφημία τους. Για την πολιτική του επιβίωση φρόντισε διαφορετικά: άλλαξε το Σύνταγμα, εξαφάνισε τον πρωθυπουργό και μετέτρεψε τον εαυτό του, ως πρόεδρο, σε νεοσουλτάνο που εργαλειοποιεί τα πάντα και έσπασε τα ρεκόρ των κεμαλιστών στο πεδίο του επεκτατισμού.