Σαχέλ: Οι δυτικοί φεύγουν, οι Ρώσοι έρχονται
28/04/2024Οι δυτικές δυνάμεις εγκαταλείπουν τις χώρες του Σαχέλ και το κενό αναπληρώνουν Ρώσοι και Κινέζοι. Για παράδειγμα, οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί που έχουν την εξουσία στον Νίγηρα από τον Ιούλιο του 2023, προσεγγίζουν όλο και περισσότερο την Ρωσία – και στον αμυντικό-στρατιωτικό τομέα – ερχόμενοι σε ευθεία σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Συγκεκριμένα, η επίσκεψη αμερικανικής αντιπροσωπείας στον Νίγηρα τον περασμένο Μάρτιο πυροδότησε ένταση, με αποτέλεσμα το στρατιωτικό καθεστώς να ακυρώσει μια κομβική στρατιωτική συμφωνία με την Ουάσιγκτον. Προηγήθηκε η ακύρωση δύο στρατιωτικών συμβάσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που στόχευαν στην αντιμετώπιση των τζιχαντιστικών οργανώσεων στην περιοχή του Σαχέλ.
Από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου ο Νίγηρας μετατοπίζεται δραστικά από τους παραδοσιακούς του συμμάχους – όπως τις ΗΠΑ και την Γαλλία – και κατευθύνεται προς τη Ρωσία και την Κίνα, στο ίδιο μήκος με άλλα δύο κράτη της Βόρειας Αφρικής, το Μάλι και την Μπουρκίνα Φάσο (στα οποία την εξουσία κατέχουν επίσης πραξικοπηματίες). Όταν ένας ακόμη σημαντικός παίκτης στο Σαχέλ υποκύπτει στην στρατιωτική επιρροή της Ρωσίας, έχουμε επί της ουσίας έναν βαθύ γεωπολιτικό μετασχηματισμό, ο οποίος δύναται να αναδιαμορφώσει την ισορροπία δυνάμεων στη Δυτική Αφρική.
Έξι πραξικοπήματα, τρεις λόγοι
Η περιοχή του Σαχέλ έχει γίνει μάρτυρας έξι επιτυχημένων πραξικοπημάτων από το 2020: Μάλι (2020, 2021), Γουινέα (2021), Μπουρκίνα Φάσο (Ιανουάριος 2022, Σεπτέμβριος 2022), Νίγηρας (Ιούλιος 2023) και Γκαμπόν (Αύγουστος 2023). Σε κάθε περίπτωση, ως κύριες αιτίες για τις επεμβάσεις του στρατού αναφέρθηκαν η οικονομική στασιμότητα, η αποτυχία αντιμετώπισης της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, η διαφθορά των πολιτικών κυβερνήσεων, όπως και τα αντιγαλλικά αισθήματα των πληθυσμών της περιοχής.
Στην περίπτωση του Νίγηρα, το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2023 και η απέλαση των γαλλικών στρατευμάτων που ακολούθησε, έθεσαν τέλος σε μία σχεδόν δεκαετία εκδημοκρατισμού της χώρας και συνεργασίας με την Δύση. Όμως, αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Οικονομική Κοινότητα των Δυτικοαφρικανικών Κρατών (ECOWAS) καταδίκασαν το πραξικόπημα, γειτονικές χώρες, όπως η Μπουρκίνα Φάσο, η Γουινέα και το Μάλι (που επίσης απομακρύνονται από την γαλλική επιρροή) εξέφρασαν την υποστήριξή τους στο στρατιωτικό καθεστώς του Νίγηρα. Μάλιστα, Μπουρκίνα Φάσο και Μάλι χαρακτήρισαν ως αιτία πολέμου την οποιαδήποτε ξένη στρατιωτική επέμβαση.
Πάντως, η διαχρονική συμμαχία με την πρώην αποικιακή δύναμη επέφερε ελάχιστα αποτελέσματα στην οικονομική ανάπτυξη και στον περιορισμό της εξτρεμιστικής-τζιχαντιστικής βίας στις χώρες του Σαχέλ. Τα ζητήματα επιδεινώθηκαν μετά τον COVID-19, καθώς η Γαλλία είχε προσανατολιστεί στα δικά της προβλήματα, γεγονός που άνοιξε τον δρόμο για νέες γεωπολιτικές συνεργασίες σε αυήν την περιοχή της Μαύρης Ηπείρου.
Ρωσικά όπλα στο Μάλι
Στον αντίποδα των ΗΠΑ και της Γαλλίας, που συχνά θέτουν “ηθικούς” όρους στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας, η Ρωσία αποφεύγει παγίως να αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις των χωρών της Αφρικής, παρέχοντας κανονικά τρόφιμα, εφόδια και οπλισμό, χωρίς τις δυτικές προϋποθέσεις (ανθρώπινα δικαιώματα κτλ). Ομοίως, η Κίνα, ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής της περιοχής, προσφέρει γρήγορα “ζεστό χρήμα” και υπόσχεται έργα υποδομής, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση μελλοντικών δικαιωμάτων στην άντληση πόρων, μία δελεαστική πρόταση για τα καθεστώτα της περιοχής. Για τους επικριτές του, το Πεκίνο έχει ως στρατηγική την δημιουργία “αποικιών χρέους”.
Εκμεταλλευόμενη τις αποτυχημένες-διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές και την στρατιωτική απόσυρση των δυτικών, η Ρωσία εμφανίζεται να παρέχει διπλωματική υποστήριξη, αμυντική και αντιτρομοκρατική βοήθεια σε χώρες – όπως το Μάλι και την Μπουρκίνα Φάσο αρχικά – και τώρα και στον Νίγηρα. Αυτές οι νέες συμμαχίες προσφέρουν πρόσβαση σε πολύτιμους πόρους, κάτι πάρα πολύ χρήσιμο για την εμπόλεμη Ρωσία.
Ειδικότερα στο Μάλι, μετά από το στρατιωτικό πραξικόπημα στα τέλη του 2021, Ρώσοι στρατιωτικοί σύμβουλοι και η ομάδα Wagner (που έχει μετονομαστεί πλέον σε Αφρικανικό Σώμα) ανέπτυξαν αεροσκάφη L-39, μαχητικά Sukhoi-25 και ελικόπτερα Mi-24P, μαζί με μια ομάδα 400 μισθοφόρων, με στόχο την καταπολέμηση των τζιχαντιστών. Πάντως, παρά την ανάπτυξη των Ρώσων στο Μάλι, η κατάσταση στον τομέα της ασφάλειας έχει επιδεινωθεί. Το Armed Conflict Location & Event Data Project αναφέρει ότι πάνω από 2.000 άμαχοι έχουν σκοτωθεί από τον Δεκέμβριο του 2021, μια σημαντική αύξηση από το προηγούμενο έτος. Συγκεκριμένα, ένας σημαντικός αριθμός αυτών των πρόσφατων θανάτων φέρεται να σχετίζεται με επιχειρήσεις της πρώην Wagner.
Η Μπουρκίνα Φάσο αντιμετώπισε παρόμοια ζητήματα που σχετίζονται με την ρωσική βοήθεια. Από τον Ιανουάριο του 2024, έχει παραλάβει ένα μεγάλο φορτίο ρωσικών όπλων και μια ομάδα 100 μισθοφόρων, ενώ επιπλέον 200 αναμένονται σύντομα. Ωστόσο, παρά την ρωσική ενίσχυση, η βία εξακολουθεί να κλιμακώνεται. Μέχρι στιγμής, πάνω από 2,1 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί λόγω των συνεχιζόμενων συγκρούσεων και σχεδόν το ένα τέταρτο των σχολείων της χώρας δεν λειτουργούν.
Το Αφρικανικό Κέντρο Στρατηγικών Μελετών προβλέπει ότι οι τζιχαντιστικές ομάδες θα ευθύνονται για περίπου 8.600 θανάτους στη Μπουρκίνα Φάσο φέτος, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 137% από το 2023. Η συνεχιζόμενη βία υπενθυμίζει την περίπλοκη και εξελισσόμενη γεωπολιτική δυναμική στο Σαχέλ και τα αμφιλεγόμενα αποτελέσματα των ξένων στρατιωτικών επεμβάσεων στην περιοχή.
Συνέπειες ασφάλειας
Πριν από το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2023 στον Νίγηρα, οι ΗΠΑ διατηρούσαν σημαντική στρατιωτική παρουσία, με πάνω από 1.000 στρατιώτες και δύο βάσεις drone στην αεροπορική βάση 101 στο Niamey και στην αεροπορική βάση 201 κοντά στο Agadez. Η δεύτερη χρησιμοποιήθηκε για αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις κατά της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους στη Δυτική Αφρική .
Μετά το πραξικόπημα, η Γαλλία συμφώνησε να αποσύρει 1.500 στρατιώτες από τον Νίγηρα, μέχρι το τέλος του 2023. Είχε προηγηθεί η πλήρη αποχώρησή της από το Μάλι τον Αύγουστο του 2022 και η διακοπή της στρατιωτικής της συνεργασίας με την Μπουρκίνα Φάσο τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, παρά την κλιμάκωση των επιθέσεων από ισλαμιστές μαχητές.
Αυτό το γεωπολιτικό κενό έδωσε στη Ρωσία και την Κίνα την ευκαιρία να επεκτείνουν την επιρροή τους, προσφέροντας ταχεία υποστήριξη στα νέα καθεστώτα, χωρίς τους όρους που συνήθως επιβάλλουν οι δυτικές δυνάμεις. Ωστόσο, η εμπλοκή τους δεν έχει αντιμετωπίσει τα υποκείμενα προβλήματα που είναι κρίσιμα για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης του πολλαπλασιασμού των ένοπλων ομάδων, της κυβερνητικής διαφθοράς και της επίμονης φτώχειας. Αυτό μάλλον αποδεικνύει ότι η απλή αντικατάσταση της δυτικής επιρροής με την ανατολική δεν θα αντιμετωπίσει τελικώς τα βασικά προβλήματα που μαστίζουν το Σαχέλ, με κυριότερο την τζιχαντιστική βία που εδώ και χρόνια αποσταθεροποεί την περιοχή.