Στα χνάρια του στρατηγού Νιβέλ βαδίζουν οι Ουκρανοί
01/12/2023Όπως και στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, οι μάχες, ιδιαίτερα του 1916 στο Βερντέν, είχαν προκαλέσει εκατόμβες νεκρών, χωρίς κάποια από τις δύο πλευρές να αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα.
Η κρίση στη Μέση Ανατολή μονοπωλεί την προσοχή της δυτικής κοινής γνώμης και έχει θέσει σε δεύτερο πλάνο τον πόλεμο στην Ουκρανία. Από όσα γίνονται γνωστά, αυτός έχει περιέλθει σε τέλμα. Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα ποια θα είναι η εξέλιξη του πολέμου βραχυμεσοπρόθεσμα, δεδομένου ότι απέτυχε παταγωδώς η πολυδιαφημισμένη ουκρανική επιθετική επιστροφή και μέχρι τώρα παρατηρείται αξιοσημείωτη αντοχή του καθεστώτος Πούτιν, της ρωσικής κοινωνίας, στρατεύματος και οικονομίας. Είναι δεδομένο ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, εν τούτοις υπάρχουν μοτίβα και αναλογίες, η μελέτη των οποίων μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την εξαγωγή εκτιμήσεων για τις πιθανές εξελίξεις.
Στην ουκρανική περίπτωση εάν αναζητηθεί μία ανάλογη ιστορική περίοδος στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, αυτή είναι η αντίστοιχη γαλλική μετά την αποτυχία της επίθεσης του Νιβέλ (L’offensive Nivelle), το 1917. Όπως και στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, οι μάχες, ιδιαίτερα του 1916 στο Βερντέν, είχαν προκαλέσει εκατόμβες νεκρών, χωρίς κάποια από τις δύο πλευρές να αποκτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα. Από τον Φεβρουάριο του 1917 οι Γερμανοί ξεκίνησαν τη βράχυνση του μετώπου, συμπτυσσόμενοι σε ευνοϊκότερο έδαφος, το οποίο οχύρωσαν με τη γνωστή τους μεθοδικότητα, ενώ διενήργησαν εκτεταμένες καταστροφές στα εκκενωμένα εδάφη. Η νέα γραμμή άμυνας ονομάστηκε “Γραμμή Χίντεμπουργκ” ή “Ζίγκφριντ”, με το σημερινό αντίστοιχο να είναι η “Γραμμή Σουροβίκιν” επί ουκρανικού εδάφους. Σκοπός ήταν η εξοικονόμηση δυνάμεων και η φθορά των συμμάχων, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να τηρούν επιθετική στάση, καθόσον η Γερμανία κατείχε τμήματα του γαλλικού και βελγικού εδάφους.
Από την πλευρά τους οι Γάλλοι είχαν προβεί σε αλλαγές στην ανώτατη ηγεσία του στρατεύματος με την τοποθέτηση τον Δεκέμβριο 1916, του στρατηγού Ρομπέρ Νιβέλ (Robert Georges Nivelle, 1856-1924), ως διοικητή των γαλλικών δυνάμεων στο Δυτικό Μέτωπο. Ο Νιβέλ ανέλαβε τη διοίκηση της 2ης Στρατιάς στη μάχη του Βερντέν από τον Πετέν και θεωρούνταν επιτυχημένος αξιωματικός. Υπό την καθοδήγησή του είχαν διενεργηθεί αντεπιθέσεις, οι οποίες ανάγκασαν τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν τα περισσότερα εδάφη που είχαν καταλάβει μέχρι τότε, αλλά είχε κατηγορηθεί ότι αδιαφορούσε για το κόστος τους σε ανθρώπινες ζωές.
Με βάση την εμπειρία του, διατυμπάνιζε σε όλους τους τόνους ότι κατείχε τη “φόρμουλα” για τη διάρρηξη των γερμανικών αμυντικών γραμμών εντός 24 έως 48 ωρών. Η μέθοδος που θα χρησιμοποιούσε ήταν η πυκνή εκτόξευση πυρών πυροβολικού επί στενού μετώπου για τη διάνοιξη ρήγματος στις γερμανικές γραμμές. Ακολούθως στο ρήγμα θα εισέρχονταν δυνάμεις πεζικού, οι οποίες θα διεύρυναν τον θύλακα και στη συνέχεια θα υπήρχε η διάρρηξή του, οπότε οι Γερμανοί θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν σε ανοικτό έδαφος και να αποκατασταθεί η κινητικότητα στο πεδίο της μάχης.
Η “μεσσιανική” ηγεσία
Η περιοχή που είχε επιλεγεί για την εφαρμογή της νέας τακτικής ήταν η λοφοσειρά Σεμέν ντε Νταμ (Chemin des Dames) στην κοιλάδα του Aisne. Το πρόβλημα ήταν ότι οι Γάλλοι δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτα για τις νέες γερμανικές οχυρώσεις, οπότε σε αυτή την περίπτωση ο λεπτομερής σχεδιασμός που χαρακτήριζε τις επιθέσεις στο Βερντέν δεν μπορούσε να υλοποιηθεί. Καταστροφικότερο όλων ήταν η πλήρης αποτυχία της ασφάλειας πληροφοριών, αφού η επίθεση ήταν κοινό θέμα συζήτησης στη γαλλική πρωτεύουσα και στον Τύπο, ενώ και ο ίδιος ο Νιβέλ δεν χαρακτηρίζονταν από εχεμύθεια. Πλέον των παραπάνω, σε μία αιφνιδιαστική επιδρομή κατά των γαλλικών χαρακωμάτων στις 4 Απριλίου, περιήλθαν στην κατοχή των Γερμανών έγγραφα με τις λεπτομέρειες της επιχείρησης, έχοντας ως αποτέλεσμα την απώλεια του αιφνιδιασμού. Πολλές από τις εν λόγω αδυναμίες είχαν υποδειχθεί στον Γάλλο στρατηγό σε τουλάχιστον δύο επιτελικές συσκέψεις ανώτατου επιπέδου, αλλά αρνήθηκε να μεταβάλει τη στάση του. Είχε παρερμηνεύσει τη γερμανική σύμπτυξη ως ένδειξη ήττας και κάμψης του ηθικού τους.
Από την πλευρά τους η γαλλική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αναζητούσαν, μετά από σχεδόν τρία χρόνια πολέμου και εκατόμβες νεκρών, μία “μεσσιανική” φιγούρα, η οποία με κάποιο τρόπο θα έφερνε την πολυπόθητη νίκη. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η κόπωση της γαλλικής κοινωνίας και η αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την μέχρι τότε εξέλιξη των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τη γερμανική προπαγάνδα, ενώ στη Ρωσία είχε ήδη εκδηλωθεί η επανάσταση που οδήγησε στην ανατροπή του Τσάρου. Υπήρχε λοιπόν διάχυτος ο φόβος στην πολιτική ηγεσία ότι μπορεί και η Γαλλία να ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο.
Η έναρξη της επίθεσης
Τελικά στις 16 Απριλίου 1917, ξεκίνησε η πολυαναμενόμενη επίθεση, εν μέσω άσχημων καιρικών συνθηκών. Πλέον του καιρού, αρνητικό στοιχείο ήταν και το γεγονός ότι ο προβλεπόμενος φραγμός πυροβολικού εκτοξεύθηκε επί ευρέως μετώπου και κατέστρεψε μόνο την πρώτη γραμμή των γερμανικών χαρακωμάτων, αφήνοντας άθικτες τις εφεδρικές θέσεις και αυτές που υπήρχαν στα αντιπρανή της λοφοσειράς. Οι Γάλλοι στρατιώτες έπρεπε να επιτεθούν σε ανηφορικό έδαφος μέσα σε πηχτή λάσπη, εναντίον θέσεων που προστατεύονταν από πυκνά συρματοπλέγματα και άφθονα πολυβόλα. Σε πολλούς τομείς καθηλώθηκαν σχεδόν αμέσως, ενώ όπου κατάφεραν να διεισδύσουν στις γερμανικές θέσεις δέχθηκαν ισχυρότατες αντεπιθέσεις. Ο Νιβέλ είχε υποσχεθεί στην κυβέρνηση ότι εάν η επίθεση δεν ήταν επιτυχής, τότε θα τη διέκοπτε. Το πρόβλημα ήταν ότι οι δύο πλευρές δεν ερμήνευαν την “επιτυχία” με τον ίδιο τρόπο.
Στις 9 Μαΐου 1917 η επίθεση έλαβε τέλος και οι Γάλλοι είχαν υποστεί 187.000 απώλειες για μικρά εδαφικά κέρδη και συνέλαβαν μερικές χιλιάδες αιχμαλώτους. Παρόλο που οι απώλειες ήταν σημαντικά μικρότερες συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες του Βερντέν, εν τούτοις προκάλεσαν μεγάλη απογοήτευση, διότι ο Νιβέλ είχε δηλώσει επανειλημμένα ότι ανέμενε να νικήσει. Οι επιχειρήσεις προκάλεσαν ελλείψεις βλημάτων στο γαλλικό πυροβολικό και την κατάρρευση του ρεύματος διακομιδών, με αποτέλεσμα το φριχτό θέαμα των Γάλλων τραυματιών να προκαλέσει κρίση στο ηθικό των υπόλοιπων στρατευμάτων.
Ως αποτέλεσμα, ο Νιβέλ αντικαταστάθηκε από τον Πετέν. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι προκλήθηκαν στασιαστικά κινήματα εντός των γαλλικών μονάδων. Οι Γάλλοι στρατιώτες προέβησαν σε μια ιδιότυπη “απεργία”. Μην επιθυμώντας να σκοτώνονται αναίτια για την επίτευξη ανούσιων αντικειμενικών σκοπών, δήλωσαν στους προϊσταμένους τους ότι ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν το πατρώο έδαφος, αλλά όχι να επιτεθούν εναντίον των γερμανικών θέσεων. Άλλες μονάδες, οι οποίες αναπαύονταν ή αναδιοργανώνονταν στα μετόπισθεν, αρνήθηκαν να μεταβούν στο μέτωπο. Η αναταραχή διήρκεσε μέχρι τα τέλη Ιουνίου 1917 και ο Πετέν, αν και προέβη στην εκτέλεση περιορισμένου αριθμού στασιαστών, εν τούτοις ικανοποίησε πολλά από τα αιτήματά τους, όπως τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, την χορήγηση περισσότερων αδειών, κτλ. Ενώ φαινομενικά η κατάσταση και η πειθαρχία εντός του στρατεύματος είχαν αποκατασταθεί, εν τούτοις οι γαλλικές δυνάμεις δεν επανέλαβαν αυτόνομα μεγάλης έκτασης επιθετικές επιχειρήσεις, μέχρι το τέλος του πολέμου.
Το ουκρανικό αδιέξοδο
Σήμερα, στην περίπτωση της Ουκρανίας παρατηρούνται ανάλογα φαινόμενα. Σύμφωνα με τον Σταύρο Λυγερό, διαπιστώνεται η σταδιακή εξάντληση από ουκρανικής πλευράς της δεξαμενής νέων και εκπαιδευμένων εφέδρων και την αντικατάστασή τους από μεσήλικες, ελλιπώς εκπαιδευμένους και βίαια στρατολογηθέντες, σε συνδυασμό με κάμψη του ηθικού. Επιπρόσθετα, υπάρχει κόπωση στην ουκρανική κοινωνία από τις συνεχιζόμενες καταστροφές, ελλείψεις και απώλειες, ενώ αυξάνεται η δυσαρέσκεια για τον τρόπο διακυβέρνησης του Ουκρανού προέδρου, ακόμα και από στελέχη του καθεστώτος του. Η διάχυτη διαφθορά αποτελεί ακόμα έναν διαβρωτικό παράγοντα της συνοχής του εσωτερικού μετώπου.
Εντός του στρατεύματος έχει αρχίσει και γίνεται αντιληπτό ότι, παρ’ όλες τις θυσίες και τη δυτική βοήθεια, δεν είναι δυνατή η απώθηση του εισβολέα από το ουκρανικό έδαφος χωρίς την ενεργό συμμετοχή νατοϊκών στρατευμάτων, κάτι που οι τελευταίοι έχουν απορρίψει κατηγορηματικά. Τα πυρομαχικά και κυρίως του πυροβολικού είναι σε χρόνια έλλειψη, παρ’ όλες τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ για τη διατήρηση ενός ικανοποιητικού επιπέδου αποθεμάτων, όπως απέδειξε με σχετική αρθρογραφία ο Γιώργος Μαργαρίτης.
Το 1917, η Γαλλία μπορούσε να υπολογίζει στους Βρετανούς ότι θα σήκωναν το βάρος του πολέμου, μέχρι να βάλουν τα εσωτερικά τους σε τάξη και στην άφιξη των Αμερικανών στρατιωτών μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο (6 Απριλίου 1917). Σήμερα η Ουκρανία δεν έχει να ελπίζει στην είσοδο στον πόλεμο κάποιας χώρας στο πλευρό της, ενώ και η νατοϊκή οικονομική και υλική βοήθεια φαίνεται ότι θα περικοπεί λόγω και των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, παροξύνοντας τα προβλήματα.
Με βάση τη λογική θα έπρεπε να αναμένεται στο επόμενο διάστημα η ανάληψη πρωτοβουλιών από ουκρανικής πλευράς για την έναρξη διαπραγματεύσεων, με σκοπό τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Το πρόβλημα για τον Ζελένσκι είναι ότι εάν συμφωνήσει σε μια εκεχειρία, τότε σε περίπτωση κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις θα έχουν τη θέληση να επαναλάβουν τις επιχειρήσεις και μάλιστα επιθετικές για την εκδίωξη των Ρώσων. Επίσης δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι Ρώσοι δεν θα προβάλουν υπερβολικές απαιτήσεις που δεν θα μπορεί να τις ικανοποιήσει, ακριβώς για να εξωθήσουν τις διαπραγματεύσεις σε κατάρρευση ή, εάν συναινέσει, να χαρακτηριστεί ως προδότης.
Από την άλλη πλευρά και το καθεστώς Πούτιν πρέπει να επιδείξει απτά και σημαντικά πολεμικά κέρδη στον ρωσικό λαό, προκειμένου να δικαιολογήσει όλα τα δεινά και θυσίες που υπέστησαν, καθώς και για την ικανοποίηση του στρατιωτικού κατεστημένου που αποτελεί τον στυλοβάτη του. Τέλος, οι νατοϊκές χώρες είναι άγνωστο για πόσο διάστημα ακόμα θα μπορούν και θα θέλουν να συνεχίσουν την οικονομική και υλική στήριξη της Ουκρανίας, σε βαθμό τέτοιο που να επιτρέπουν τη συνέχιση της πολεμικής προσπάθειας της χώρας. Σε κάθε περίπτωση τίποτε ευνοϊκό δεν προοιωνίζεται για τον ουκρανικό λαό.