Τι πρέπει να διδάξει την Ελλάδα η ουκρανική κρίση
26/01/2022Είναι θλιβερό ωστόσο αναμενόμενο: την ώρα που η παγκόσμια ειρήνη κρίνεται στην ουκρανική κρίση, στην Ελλάδα ούτε ένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν αναδεικνύει το μείζον αυτό θέμα και τις επιπτώσεις του στον Ελληνισμό. Κανένα κόμμα της Βουλής δεν ρωτά την κυβέρνηση αν πρόκειται να συμμετέχει σε τυχόν πολεμικές ενέργειες εναντίον της Ρωσίας, τι ρόλο θα παίξουν οι βάσεις των ΗΠΑ, ποιος θα είναι ο ρόλος της Κύπρου και τελικά γιατί και η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να επεκταθεί κι άλλο προς Ανατολάς, όταν κανένας αντίπαλος στρατιωτικός συνασπισμός δεν υφίσταται.
Βεβαίως, τι να αναμένει κανείς από μια ελίτ, η οποία έχει ταυτιστεί πλήρως με ξένα και όχι εθνικά-λαϊκά συμφέροντα; Πέραν όμως των παραπάνω, τα οποία είναι απολύτως προφανή σε όποιον θέλει να τα δει, οι μέρες που διανύουμε κορυφώνουν το πέρασμα σε μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας. Αυτή μπορεί να έρθει με τρόπο ειρηνικό, μέσα από μια πετυχημένη διαπραγμάτευση ΗΠΑ-Ρωσίας ή μέσα από στρατιωτική σύγκρουση, της οποίας η ένταση αποτελεί αντικείμενο προβλέψεων, με υψηλό βαθμό επισφάλειας. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσουμε γιατί φτάσαμε μέχρι εδώ.
Στην πραγματικότητα έχουμε βρεθεί μέσα σε μια σταθερά κλιμακούμενη τάση προς έναν νέο ευρωπαϊκό και ίσως παγκόσμιο πόλεμο, εξαιτίας της 30ετούς κατευναστικής τακτικής της Ρωσίας και του ισχυρού ρόλου των ρωσικών νεοφιλελεύθερων-δυτικόδουλων ελίτ. Από το 1991 μέχρι και το 2011, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν είχαν κανέναν αντίπαλο. Μέχρι ενός σημείου μάλιστα, η Ρωσία εγκατέλειπε τους στενότερους συμμάχους της (Σερβία) ενώ ακόμα και μια δεκαετία μόλις πριν από σήμερα, αρνούνταν να υπερασπιστεί την Λιβύη από την επέμβαση του ΝΑΤΟ και να ασκήσει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Είχε αναγκαστεί να ανεχτεί ακόμα και έναν τυχοδιώκτη-απατεώνα, τύπου Σαακασβίλι να επιτίθεται στους Ρώσους της Γεωργίας, προτού αποφασίσει να κινηθεί αποτελεσματικώς.
Ενώ το ΝΑΤΟ λοιπόν δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο ύπαρξης και πολύ περισσότερο επέκτασης, σε αντίθεση με τις υποσχέσεις των αρχών της δεκαετίας του ’90 από τους προέδρους των ΗΠΑ (πρώτα στους Σοβιετικούς και κατόπιν στους Ρώσους ομολόγους τους) έφτασε στα σύνορα της Ρωσίας, με την τελευταία να αδρανεί. Οι ρωσικές ελίτ τα έδιναν όλα, προκειμένου να συνεχίσουν να λεηλατούν το κράτος τους και να τις αποδεχτεί η Δύση.
Η γέννηση ενός ευρασιατικού άξονα
Προφανώς τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και οι πιο “ρωσοκεντρικές” δυνάμεις να ανέρχονται ως προς την επιρροή τους, όταν οι επεμβάσεις και οι επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτων κατέδειξαν ότι η Ρωσία δεν πρόκειται ποτέ να γίνει αποδεκτή από την “Δύση”, ως οτιδήποτε περισσότερο από ένα οριακώς λειτουργικό, υποτελές κράτος. Η Ουκρανία, η κοιτίδα των Ρώσων, υπέστη μια τέτοια επιχείρηση και η Συρία θα γινόταν ένα ορμητήριο, τουρκόφιλων κυρίως τζιχαντιστών, υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, με συμβολή και των ελληνικών κυβερνήσεων, των οποίων τα στελέχη παρεμπιπτόντως, ακόμα να λογοδοτήσουν.
Ακόμα και τότε, η Ρωσία απέτυχε να ξεπεράσει την πολιτική του κατευνασμού πλήρως. Έπρεπε ο στρατηγός Σολεϊμανί και ο ηγέτης της Χεζμπολάχ να πείσουν τον πρόεδρο Πούτιν να επέμβει στην Συρία, ενώ και στην Ουκρανία, η Ρωσία είχε αρνηθεί να χρησιμοποιήσει βία υπέρ του ανατραπέντος προέδρου Γιανουκόβιτς, παρά το αίτημα του τελευταίου για στρατιωτική συνδρομή. Ξεχνούμε επιπλέον, ότι η Ρωσία είχε ανεχθεί ακόμα και την κατάρριψη αεροπλάνου της από την νατοϊκή Τουρκία, εξαιτίας της, για λίγα δευτερόλεπτα, παραβίασης του τουρκικού εναερίου χώρου.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στην “Δύση” κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τις ρωσικές προειδοποιήσεις περί περικύκλωσής της από τις ΗΠΑ, ενώ συστηματικώς καταστράφηκε κάθε πιθανότητα αξιόπιστης επικοινωνίας των ΗΠΑ και της ΕΕ με την Μόσχα. Οι κυρώσεις απλώς ισχυροποίησαν την Ρωσία και τελικά επιτάχυναν την πορεία της προς την αγκαλιά της Κίνας. Πορεία, η οποία σύντομα μπορεί να εξελιχθεί σε έναν πληρέστερο ευρασιατικό άξονα, με αντίκτυπο, όχι μόνο στρατιωτικό, αλλά και στην παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου. Παρόλα αυτά, η “Δύση” και ειδικότερα οι ΗΠΑ συνέχισαν να αντιμετωπίζουν την κατάσταση σαν “business as usual”!
Η Ρωσία στο δυτικό φαντασιακό παραμένει μια χώρα τυραννική και εύθραυστη, η οποία διοικείται από την σιδερένια πυγμή ενός δικτάτορα, με μεσαία έως μικρή σημασία και ισχύ γενικώς, πλην της στρατιωτικής δύναμης, που δεν θέλει να “εκπολιτιστεί” με τίποτα και καταπιέζει τους γείτονές της. Χρειάζεται λίγο καρότο και πολύ μαστίγιο επομένως για να πειθαρχηθεί. Επιπλέον, ο ρωσικός κατευνασμός έχει πείσει τις δυτικές ελίτ ότι η Ρωσία τελικά θα κάνει πίσω. Επομένως, οι “Δυτικοί” μπορούν με πολέμους δια αντιπροσώπων ή με μια διαρκή φθορά να ακυρώσουν την στρατιωτική αιχμή του εν τη διαμορφώσει ευρασιατισμού, φτάνοντας τελικά έως και στην αλλαγή καθεστώτος, μέσα στην ίδια την Ρωσία ακόμα.
Πεδίο αναμέτρησης η ουκρανική κρίση
Η πολιτική κατευνασμού φέρνει πάντοτε ένα σημείο στο οποίο, ο υποχωρών δεν έχει πού να πάει. Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση. Η Ρωσία ζητά μια άλλη αρχιτεκτονική ασφαλείας συνολικά. Ζητά μια αρχιτεκτονική ασφαλείας, η οποία θα αναγνωρίζει ότι έχουν διαμορφωθεί δύο πόλοι: ο προϋπάρχων αμερικανοκεντρικός και ο αναδεικνυόμενος ευρασιατικός. Μάλιστα πρέπει εδώ παρενθετικώς να τονίσουμε ότι μια τέτοια αναγνώριση από πλευράς ΗΠΑ, θα μπορούσε προοπτικά να λειτουργήσει εις βάρος του δεύτερου πόλου. Οι ΗΠΑ ωστόσο δεν είναι διατεθειμένες να δεχτούν μια τέτοια πραγματικότητα. Δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε το γιατί και πώς.
Η Ουκρανία αποτελεί το άμεσο πεδίο αναμέτρησης, προς το παρόν διπλωματικής, με επίδικο την αποτύπωση του νέου περιφερειακού και τελικά παγκόσμιου συσχετισμού ισχύος. Οι ΗΠΑ δεν αποδέχονται να δώσουν εγγυήσεις ασφαλείας στην Ρωσία, όχι μόνο λόγω της ισχύος συγκεκριμένων λόμπι στο εσωτερικό τους και του εγκλωβισμού τους στην αυτοθεώρησή τους ως της μοναδικής υπερδύναμης (η οποία αυτοκρατορικώ τω τρόπω μπορεί να εξαιρείται από κάθε κανόνα από εκείνους που ισχύουν για τους υπολοίπους) αλλά και επειδή επιδιώκουν να “τελειώσουν” τον ευρασιατικό άξονα εν τη γενέσει του. Η στρατιωτική ταπείνωση της Ρωσίας θα αφήσει έστω πρόσκαιρα τον εν λόγω άξονα, χωρίς πολεμική αιχμή προς τα δυτικά.
Με άλλα λόγια ζούμε την επιταχυνόμενη πορεία διαμόρφωσης, είτε έτσι, είτε αλλιώς μιας άλλης διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Στην καλύτερη, αλλά δυστυχώς λιγότερη πιθανή περίπτωση, θα έχουμε την αποδοχή (έστω με εύσχημο τρόπο) του ρόλου του ευρασιατικού άξονα. Στην χειρότερη θα έχουμε μια δια της βίας αναδιάταξη ισχύος. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση, οι ΗΠΑ θα αποτραβηχτούν περαιτέρω από την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή.
Αρχικώς, θα δηλώσουν ότι θα μείνουν παρούσες στην περιοχή μας, όπως και στην πορεία ανάσχεσης της Κίνας, αλλά με ελάχιστη αξιοπιστία. Στην συνέχεια και ως συνέπεια των παραπάνω, είτε θα αναγκαστούν να προσφύγουν σε μια τυχοδιωκτική επιθετικότητα εναντίον της Κίνας και της Ρωσίας, είτε θα δουν τους συμμάχους τους να αναζητούν τρόπους συνύπαρξης με τον ευρασιατικό άξονα. Το σοκ θα διαχυθεί εξίσου γρήγορα στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή, με αντίστοιχες συνέπειες. Άλλωστε, αν δει κανείς τις διαδικασίες μεταξύ Σαουδικής Αραβίας-Ιράν από την μια και Ισραήλ- Τουρκίας από την άλλη, αντιλαμβάνεται ότι όλοι προσπαθούν να αναδιαταχθούν σε ένα μετά- αμερικανικό περιβάλλον.
Αν πολύ περισσότερο έχουμε έναν πόλεμο- και εφόσον δεν φτάσουμε σε έναν γενικευμένο πόλεμο- κατά πάσα πιθανότητα θα έχουμε ήττα των φιλοδυτικών δυνάμεων στην Ουκρανία. Ίσως όχι στρατιωτικώς πολύ σημαντική (αν και μένει να αποδειχτεί) αλλά διεθνοπολιτικώς, καταλυτική. Ο λόγος δεν είναι ότι η Ρωσία είναι ανίκητη, αλλά ότι δεν έχει τόπο να υποχωρήσει, ενώ οι ΗΠΑ έχουν και μάλιστα χωρίς υπαρξιακό κόστος. Σε κάθε περίπτωση, μια οποιαδήποτε ήττα των φιλοδυτικών και πολύ περισσότερο των ίδιων των Δυτικών στο πεδίο, θα κλονίσει ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία των εγγυήσεων των ΗΠΑ οπουδήποτε στον κόσμο.
Ο πόλεμος ως καταλύτης
Κάθε σύγκρουση οδηγεί σε μια διαπραγμάτευση βεβαίως. Και το σίγουρο είναι ότι οι ΗΠΑ δεν θα καταρρεύσουν, αλλά θα υποχωρήσουν. Το ζήτημα είναι ότι η ολοκάθαρη και βίαιη εκθρόνιση του φαινομενικώς ή όντως κυρίαρχου, πάντοτε προκαλεί μετασεισμικά σοκ, τα οποία τα νιώθουν και πλέον απομακρυσμένες περιοχές, πολύ περισσότερο οι κοντινές.
Εδώ υπεισέρχεται η ειδικότερη κατάσταση στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.
Η ελληνική ολιγαρχία έχει επενδύσει εδώ και δεκαετίες (μετά τον εμφύλιο) σε ένα υποσύστημα ασφαλείας, τριμερές. Οι ΗΠΑ εγγυώνται συγκεκριμένα ότι η Τουρκία και η Ελλάδα δεν θα πολεμήσουν απευθείας, ότι η Τουρκία θα κατέχει πιο ισχυρή θέση ως προς τον Ελληνισμό στο εν λόγω σύστημα και την προσαρμογή των ενόπλων δυνάμεων των δύο κρατών, κατά βάση, στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Πρόκειται για μια συνθήκη εξαγοράς από πλευράς της ελληνικής ολιγαρχίας της μη θερμής σύγκρουσης της Ελλάδας με την Τουρκία, με κόστος το άνοιγμα της ψαλίδας ισχύος υπέρ της Τουρκίας και με ταυτόχρονο κέρδος για την εγχώρια ολιγαρχία, την συντήρηση του παρασιτισμού στον Ελληνισμό, υπό αμερικανική ηγεσία και με τις αντίστοιχες πλάτες. Ένας πόλεμος, μπορεί πάντοτε να αποτελέσει καταλύτη μη ελεγχομένων εσωτερικών, πολιτικών διαδικασιών.
Δίνουμε εθνικό χώρο (βλέπε Κύπρος, Ανατολική Μεσόγειος) και “αγοράζουμε” προστασία. Η Τουρκία από την άλλη, η οποία επίσης δεν θέλει την θερμή σύγκρουση επειδή ο πόλεμος θα ήταν καταστροφικός και για την ίδια, αποτελεί έναν δύσκολο μεν σύμμαχο για τις ΗΠΑ, ωστόσο γενικώς αρκετά σταθερό. Μάλιστα, μέσα στις σημερινές συνθήκες αυξάνει την σημασία της ως εν δυνάμει τοποτηρητής στο πεδίο των αμερικανικών συμφερόντων σε όλο τον άξονα, Από Μαύρη Θάλασσα έως Μέση Ανατολή, Ανατολική Μεσόγειο και Βόρεια Αφρική, όπως επίσης και ως συνομιλητής της Ρωσίας.
Δύο επικίνδυνες εξελίξεις για την Ελλάδα
Ανακύπτουν λοιπόν για το τριμερές υποσύστημα εξαγοράς μη θερμής σύγκρουσης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, δύο πιθανές εξελίξεις: Η μία είναι το υποσύστημα ασφαλείας να διατηρηθεί, υποτίθεται αδιατάρακτο, αλλά με πολύ πιο ενισχυμένη την Τουρκία. Ενώ θα φαίνεται σαν να παραμένει στην ίδια, έστω άνιση, ισορροπία μεταξύ Τουρκίας και Ελληνισμού, στην πραγματικότητα, η ενίσχυση της Τουρκίας θα αναγκάσει τον Ελληνισμό σε δορυφοριοποίηση, όσο τουλάχιστον η ολιγαρχία θα παραμένει κυρίαρχη. Θα αναγκαστούμε να αποδεχτούμε κατά το μείζον μέρος την τουρκική ατζέντα και επομένως το πρόβλημα δεν θα είναι ούτε οι θαλάσσιες ζώνες, ούτε τα χωρικά ύδατα ως τα 12 ναυτικά μίλια, αλλά η υπάρχουσα επικράτειά μας.
Το δεύτερο σενάριο συνίσταται στην έστω σχετική απόσυρση των ΗΠΑ από την περιοχή ή τουλάχιστον στον μετριασμό της ισχύος τους και επομένως στην άρνησή τους να υλοποιήσουν τον εγγυητικό τους ρόλο. Ο Ελληνισμός θα αναγκαστεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του εν μέσω κινδύνου πολέμου και σε ένα περιβάλλον αμφισβητούμενης δυνατότητας από οποιαδήποτε τρίτη δύναμη να παρέχει εγγυήσεις οποιουδήποτε τύπου. Έχοντας μάλιστα καταστεί τόσο η Κύπρος, όσο και η Ελλάδα, απολύτως δεδομένες ως προς τις ΗΠΑ, θα πρέπει να ευχόμαστε να ενδιαφερθούν για δικούς τους λόγους στο Κρεμλίνο ή αλλού, να εμποδίσουν την τουρκική επιθετικότητα, χωρίς να είναι καθόλου σαφές ότι θα το κατορθώσουν.
Επομένως, ακόμα κι έτσι ο Ελληνισμός καλείται να σκεφτεί πέρα από την, άδικη για τον ίδιο αλλά προβλέψιμη, πατρωνία των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα έχει δύο αλληλοσυμπληρωνόμενες επιλογές: η μία είναι εκείνη της ενίσχυσης της στρατιωτικής ισχύος του με την πλέον φτηνή, αποτελεσματική, προσαρμοσμένη στις δικές του ανάγκες και εθνικώς αυτοδύναμη, επιλογή. Η δεύτερη είναι η διεύρυνση και η αλλαγή των συμμαχιών του. Όχι το τυχοδιωκτικό “ποντάρισμα” σε άλλους ισχυρούς προστάτες, αλλά η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός περιφερειακού πλαισίου σταθερών συνόρων και κρατών, που αναγκαστικώς περνούν μέσα από τον περιορισμό και του τουρκικού αναθεωρητισμού, αν και όχι μόνο.
Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει προσέγγιση όχι μόνο με την Ρωσία, αλλά και με μια σειρά κρατών, τα οποία εχθρεύονται οι ΗΠΑ. Προϋποθέτει συζήτηση με παραγκωνισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι η Γαλλία, ως προς το γιατί θα πρέπει να παρασυρθούν σε αγγλοσαξονικούς τυχοδιωκτισμούς. Κυρίως όμως προϋποθέτει αλλαγή προσανατολισμού στο εσωτερικό μας και αποστασιοποίηση από ψυχροπολεμικές και πρώιμες μεταψυχροπολεμικές, ξεπερασμένες μανιέρες.